Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

17. Στα Σκόπια

Θα συ­νε­χί­σου­με βό­ρεια για δι­α­κό­σια πε­ρί­που χι­λι­ό­με­τρα και σε δυ­ο ώ­ρες θα περ­νά­με τα άλ­λο­τε πο­τέ σύ­νο­ρα με τη F­Y­R­OM. Τα φυ­λά­κια θα εί­ναι έ­ρη­μα και μι­σογ­κρε­μι­σμέ­να.
Θα πε­ρά­σου­με τη G­e­v­g­e­l­i­ja και θα κα­τευ­θυν­θού­με προς το    V­e­l­es· η νύ­χτα θα ’­ναι κα­τα­σκό­τει­νη· ο K­r­i­ll θα κοι­μά­ται α­κουμ­πι­σμέ­νος στην πλά­τη μου· θα εί­μαι κου­ρα­σμέ­νη, τα μά­τια μου θα κλεί­νουν, κά­ποι­α στιγ­μή θα στα­μα­τή­σω και θα σβή­σω τη μη­χα­νή.
«K­r­i­ll, κα­τέ­βα· α­πό­ψε θα κοι­μη­θού­με ε­δώ.»
Θα τρώ­ω με τα δά­χτυ­λα μια κον­σέρ­βα βο­δι­νό κρέ­ας, ό­ταν ξαφ­νι­κά το το­πί­ο θα φω­τι­στεί α­πό μια ε­ξω­γή­ι­νη, νι­κε­λέ­νια λάμ­ψη και ό­λη η έ­ρη­μος και οι γύ­ρω λό­φοι θα αν­τι­βου­ί­σουν α­πό έ­να εμ­βα­τή­ριο.­..
М­а­к­е­д­о­н­и­ја на А­л­е­к­с­а­н­д­ар с­и­м­б­ол на з­е­м­ј­а­та.­..’[1]
και ταυ­τό­χρο­να θα δού­με να κα­τη­φο­ρί­ζει την πλα­γιά έ­να α­πί­στευτο ό­χη­μα: μια ι­δι­ο­κα­τα­σκευ­ή κα­λυμ­μέ­νη με λα­μα­ρί­νες που θα χτυ­πά­νε, με με­γά­φω­να που θα εκ­πέμ­πουν στη δι­α­πα­σών, και δεκάδες κρεμασμένα αναμμένα καντήλια πε­ρι­με­τρι­κά που θα ταλαντεύονται πέρα - δώθε! Οι προ­βο­λείς του θα με τυ­φλώ­νουν και θα φέ­ρω την πα­λά­μη στα μά­τια. Πί­σω και πλά­ι σ’ αυ­τό το αλ­λο­πρό­σαλ­λο πράγ­μα θα τρέ­χουν, κρα­δαί­νον­τας α­σπί­δες και δό­ρα­τα, κα­μιά δι­α­κο­σα­ριά ξυ­πό­λυ­τοι με γε­λοί­ες πε­ρι­κε­φα­λαί­ες και κου­ρε­λι­α­σμέ­νες πορφυρὲς χλα­μύ­δες.
Θα μεί­νου­με ά­ναυ­δοι. Θα στα­μα­τή­σουν πε­νήν­τα πε­ρί­που μέτρα μα­κριά μας, το εμ­βα­τή­ριο θα δι­α­κο­πεί κι α­π’ την κα­τα­πα­κτή του πυρ­γί­σκου θα προ­βά­λει έ­νας αλ­λό­κο­τος τύ­πος με γυα­λιά, κά­σκα α­ε­ρο­πό­ρου και πού­ρο στο στό­μα.
«Ει­σήλ­θα­τε πα­ρά­νο­μα στο ε­θνι­κό έ­δα­φος της ξα­κου­στής Μα­κε­δο­νί­ας,» θα φω­νά­ξει ά­γρια. «Ε­μείς εί­μα­στε οι o­r­i­g­i­n­al α­πό­γο­νοι του με­γά­λου Α­λέ­ξαν­δρου. Ε­σείς τι εί­στε; Τί­πο­τα δεν εί­στε!­».
«Δεν εί-στε τί-πο-τα! Δεν εί-στε τί-πο-τα!» θ’ αρ­χί­σουν να φω­νά­ζουν ρυθ­μι­κά οι ξυ­πό­λυ­τοι η­λί­θιοι.
«Τι εί­ναι η ψυ­χή μας;» θα τους ρω­τή­σει αυ­τός α­π’ τον πυρ­γί­σκο.
«Τ’ ό­νο­μά μα­α­ας.­.­!» θ’ α­παν­τή­σουν οι η­λί­θιοι.
«Πα­ρα­χα­ράσ­σε­ται;»
«Ό­ο­ο­χι.­.­!»
«Πλα­στο­γρα­φεί­ται;»
«Ό­ο­ο­χι.­.­!»
«Η ι­στο­ρί­α μας; Πα­ρα­ποι­εί­ται; Αλ­λοι­ώ­νε­ται;»
«Ό­χι, ό­ο­ο­χι.­.­!»
«Δι­α­βά­στε ι­στο­ρί­α, ρε ά­σχε­τοι! Το αί­μα νε­ρό δεν γί­νε­ται. Ι­στο­ρί­α, ρε­ε­ε!» Και στρέ­φον­τας το πο­λυ­βό­λο ε­ναν­τί­ον μας θα ρω­τή­σει: «Ζει ο βα­σι­λιάς Α­λέ­ξαν­δρος;»
Θα τρα­βή­ξω πι­στό­λι και θα πυ­ρο­βο­λή­σω: γυα­λιά, μυα­λά, κά­σκα, πού­ρο, θα στρι­φο­γυ­ρί­σουν αρ­κε­τές φο­ρές στον α­έ­ρα μέ­χρι να πέ­σουν στο έ­δα­φος.­..
«Πή­δα!» θα φω­νά­ξω στον K­r­i­ll και θα ξε­κι­νή­σω σπι­νά­ρον­τας.
Θα μας κυ­νη­γή­σουν, αλ­λά γρή­γο­ρα θ’ α­πο­μα­κρυν­θού­με.
«Τι ή­ταν αυ­τοί, Λάρ­ρα;»
«Κά­ποι­οι που ψά­χνουν να βρουν τι εί­ναι επειδή δεν εί­ναι τί­πο­τα. Πα­λιά ι­στο­ρί­α, πού να σου ε­ξη­γώ.­.­.»


[1] Μακεδονία τού Αλεξάνδρου, το σύμβολο της χώρας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου