Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Ἡ Διεστραμμένη Εἰσαγγελεύς




     «Αἱ­μο­δι­ψής; Ἐ­γώ;!»
«Ναὶ ἐ­σεῖς. Μό­λις σᾶς εἶ­δον, ἡ ὑ­πο­βό­σκου­σα δι­α­στρο­φὴ ἡ κα­τα­τρώ­γου­σα τὰ σπλάγ­χνα μου, ἐ­ξε­τι­νά­χθη ὡς ἠ­φαι­στει­α­κὴ λά­βα καὶ κα­τέ­κα­ψεν τὰς φρέ­νας μου. Σᾶς ἠράσθην κε­ραυ­νο­βό­λως. Εἶ­σθε αὐ­τὸς τὸν ὁ­πο­ῑ­ον ὠ­νει­ρευ­ό­μην ἀ­νέ­κα­θεν ὡς ἰ­δα­νι­κὸν ἐ­ρα­στήν: ῥι­ψο­κίν­δυ­νος, σκλη­ρός, βά­ναυ­σος, στυ­γνός, ἀ­δί­στα­κτος.»
   «Μᾶλ­λον ἀ­να­φέ­ρε­σθε εἰς τὸν φά­κε­λον ἄλ­λου κα­τα­δί­κου.»
«Ὅ­λην τὴν νύ­κτα ἐ­πά­λαι­ον με­τα­ξὺ τοῦ πά­θους μου δι­ὰ ἐ­σᾶς, καὶ τῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ κα­θή­κον­τος. Καὶ τε­λι­κῶς ὑ­πε­ρί­σχυ­σεν τὸ πά­θος καὶ ἔ­λα­βον τὴν ἐ­πώ­δυ­νον ἀλ­λὰ μοι­ραί­αν ἀ­πό­φα­σιν. Δι­ὰ χά­ριν σας θὰ γί­νω ἐ­πί­ορ­κος καὶ θὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω μί­αν ἐ­πι­τυ­χῆ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴν στα­δι­ο­δρο­μί­αν, δύ­ο προ­σφι­λῆ τέ­κνα καὶ ἕ­να ἄ­με­πτον σύ­ζυ­γον.»
«Μή­πως ἐ­ὰν ἐ­πα­νε­ξη­τά­ζα­τε τὸ ζή­τη­μα...»
«Ὄ­χι, ὄ­χι... Ἡ ἀ­πό­φα­σίς μου εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κὴ καὶ ἀ­με­τά­κλη­τος. Ἀ­κού­σα­τε... Θὰ σᾶς φυ­γα­δεύ­σω ἐκ τῆς φυ­λα­κῆς καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σω­μεν ζεῦ­γος πα­ρά­νο­μον, κα­τα­ζη­τού­με­νον καὶ κα­τα­δι­ω­κό­με­νον ὑ­πὸ τῶν ἀρ­χῶν. Ναί; Ναί!
»Θὰ ζή­σω­μεν εἰς τὴν πα­ρα­νο­μί­αν ὡς φυ­γά­δες... Θὰ εἴ­με­θα βι­αι­ο­πα­θεῖς, αἰχ­μά­λω­τοι τοῦ πά­θους... Ὤ, ναί! Τὰς ἡ­μέ­ρας θὰ δι­α­πράτ­τω­μεν λῃ­στεί­ας τρα­πε­ζῶν καὶ ἄλ­λα συ­να­φῆ κα­κουρ­γή­μα­τα τρί­του βαθ­μοῦ, ἐ­νῷ τὰς νύ­κτας θὰ πα­ρα­δι­δό­με­θα ἀ­συγ­κρά­τη­τοι εἰς ἀ­κραί­ας ἡ­δο­νὰς ἐ­πὶ ῥυ­πα­ρῶν σιν­δό­νων ἀ­θλί­ων ἐ­παρ­χι­α­κῶν ξε­νο­δο­χεί­ων... Καὶ βε­βαί­ως θὰ βά­ψω­μεν τὰς χεῖ­ρας μας εἰς τὸ αἷ­μα. Θὰ δι­α­πρά­ξω­μεν πολ­λοὺς φό­νους, πά­ρα πολ­λούς... Θὰ σκορ­πί­ζω­μεν τὰ χρή­μα­τα τὰ ὁ­ποῖ­α θὰ ἀ­πο­κο­μί­ζω­μεν ἐκ τῶν λῃ­στει­ῶν δι­ά­γον­τες πο­λυ­τε­λῆ καὶ προ­κλη­τι­κὸν βί­ον... Θὰ πα­ρε­κτρα­πῶ­μεν εἰς ὄρ­γι­α. Ναί, ναί· μὲ ἔμ­φα­σιν εἰς τὰ κτη­νώ­δη ὄρ­γι­α...
»Ἐν τέ­λει θά μὲ ἐ­ξω­θή­ση­τε εἰς τὴν πορ­νεί­αν· ἄχ, ναί, θὰ ἐκ­πλη­ρω­θῇ ἐ­πι­τέ­λους τὸ ὄ­νει­ρόν μου νὰ γί­νω κα­θη­μα­ξευ­μέ­νον γύ­ναι­ον κα­τω­τά­της ὑ­πο­στάθ­μης – κό­φα κοι­νῶς, ἴ­σως μά­λι­στα καὶ πα­λι­ο­σκρό­φα! Καὶ σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μοῦ τὸ ἀρ­νη­θῆ­τε· θὰ εἶ­σθε ὁ πορ­νο­βο­σκός μου – ὁ μπε­ζε­βέγ­κης μου, θὰ μὲ ὑ­βρί­ζη­τε σκαι­ῶς: ‘πόρ­νη δι­και­ο­σύ­νη, χα­μαι­τύ­πη!’ καὶ ἄλ­λα τοι­αῦ­τα πα­ρεμ­φε­ρῆ εἰς τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ρέ­σκο­μαι. Θὰ μὲ ἐ­ξευ­τε­λί­ζη­τε, θὰ μοῦ ἀ­πο­σπᾶ­τε τὰ χρή­μα­τα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, θὰ μὲ δέ­ρε­τε ἀ­συγ­κί­νη­τος, θὰ σᾶς φο­βοῦ­μαι καὶ θὰ εἶ­μαι δού­λη σας. Ἄχ, θὰ πε­ρά­σω­μεν ὡ­ραί­α, τί ὡ­ραί­α! Ἐ­πλά­σθην δι­ὰ τὴν πα­ρα­νο­μί­αν καὶ τὴν τα­πεί­νω­σιν! Θὰ ἐ­κτρο­χι­α­σθῶ­μεν, ἀ­γά­πη μου· θὰ ἐ­ξο­κεί­λω­μεν, θὰ ἀ­πο­χα­λι­νω­θῶ­μεν... Μμμ, δαι­μο­νι­σμέ­νε μου ἐ­ρα­στά· δι­α­τί σι­ω­πᾶ­τε, δὲν εὑ­ρί­σκε­τε ὑ­πέ­ρο­χον τὸ μέλ­λον μας;!»
Ἡ γυ­νὴ πα­ρε­λή­ρη ἕ­ως πα­ρο­ξυ­σμού· ἐ­μαί­νε­το ὑ­πὸ βι­αί­ων, σκο­τει­νῶν πα­θῶν· δὲν εἶ­χεν συ­νεί­δη­σιν τοῦ τί ἔ­λε­γεν.
«Μὲ τρο­μά­ζε­τε, madame...»
«Κο­λα­σμέ­νη μου ἀ­γά­πη, κα­τα­χθό­νι­έ μου τύ­πε! Θὰ πε­ρι­πέ­σω­μεν εἰς πᾶ­σαν ἁ­μαρ­τί­αν καὶ ἀ­νη­θι­κό­τη­τα, θὰ γί­νω­μεν οἱ αἰ­σχρό­τε­ροι τῶν αἰ­σχρο­τέ­ρων, οἱ ἀ­χρει­ό­τε­ροι τῶν ἀ­χρει­ο­τέ­ρων, ἕ­ως ὅ­του...»
«Ἕ­ως ὅ­του;»
«Ἕ­ως ὅ­του μί­αν ἑ­σπέ­ραν κα­τὰ τὴν δύ­σιν τοῦ ἡ­λί­ου, τὰ ὁ­πλο­πο­λυ­βό­λα τῆς ἀ­στυ­νο­μί­ας θὰ θε­ρί­σουν τὰ πτω­χά μας σώ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ὅ­μως προ­η­γου­μέ­νως θὰ ἔ­χουν προ­λά­βει νὰ δρέ­ψουν ὅ­λας τὰς ἡ­δο­νάς! Λοι­πόν; Δὲν εἶ­ναι συ­ναρ­πα­στι­κόν;»
Ἡ γυ­νὴ ἦ­το τε­λεί­ως πα­ρά­φρων. Εἶ­χον ἀ­πω­λέ­σει πᾶ­σαν ἐλ­πί­δα ὅ­τι θὰ ἐ­τύγ­χα­νον ἀ­με­ρο­λή­πτου δί­κης καὶ ὅ­τι θὰ ἠ­θω­ού­μην... Δὲν ἤλ­πι­ζον πλέ­ον εἰς τὴν δι­και­ο­σύ­νην.
   «Λυ­ποῦ­μαι, ἀλ­λὰ προ­τι­μῶ τὴν ἀ­σφά­λει­αν τῶν φυ­λα­κῶν,» εἶ­πα.




Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Στον κόσμο του παρελθόντος


      Ζντούπ!
Οὐ­ρα­νό­θεν ἐρ­ρί­φθην ἐ­πὶ γῆς!
Κι ἔ­μει­να ἐκ­στα­τι­κὸς ἐκ τοῦ θαύ­μα­τος τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως!
Πῶς δη­λα­δὴ ὑ­πῆρ­χον;
Δι­α­τί;
Πό­θεν;
Ὑ­πῆρ­χον πράγ­μα­τι;
Τί ἦ­το ἡ ὕ­παρ­ξις;
Πῶς αὕ­τη κα­τέ­στη δυ­να­τή;
Τί ἤ­μην πρὶν ὑ­πάρ­ξω· καὶ τί με­τά;
Καὶ τί θὰ ἤ­μην ἐ­ὰν δὲν ὑ­πῆρ­χον τώ­ρα;
Καὶ ἐ­γνώ­ρι­ζον ὅ­τι ἡ ἀ­πάν­τη­σις εἰς τὰ ἀ­νω­τέ­ρω ζη­τή­μα­τα ὑ­πῆρ­χεν πρὶν ἐ­γερ­θοῦν αὐ­τά, ὑ­πάρ­χει καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα τὰ ἴ­δι­α, καὶ θὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­φοῦ παύ­σουν νὰ ἔ­χουν αὐ­τὰ ἰ­σχὺν καὶ νό­η­μα.
Κλί­νας τὴν κε­φα­λὴν εἶ­δον ἔκ­πλη­κτος τὸ σῶ­μα μου: ἦ­το γυ­μνόν, στι­βα­ρόν, μαλ­λω­τόν[1] καὶ με­τρί­ου μᾶλ­λον ἀ­να­στή­μα­τος. Λα­βὼν ἐν τῇ πα­λά­μῃ τὸ πέ­ος, πε­ρι­ερ­γά­σθην αὐ­τό· ἦ­το βα­ρύ, με­λα­νό­μορ­φον, ἁ­δρο­με­ρὲς ὡς κω­νά­ρι­ον[2], ἐ­λα­στι­κὸν ὡς πρὸς τὴν ἀ­φήν, ἔ­χον οὖ­λον[3] τρί­χω­μα. Κα­θ’ ὅ­λας τὰς ἐν­δεί­ξεις ἤ­μην ἀ­νὴρ πεν­τή­κον­τα -κα­τὰ τὸ μᾶλ­λον ἢ ἧτ­τον[4]- ἐ­τῶν.
Ἔ­φε­ρον πῖ­λον τύ­που bowler ἐ­πὶ κε­φα­λῆς, βερ­νι­κω­τὰ ὑ­πο­δή­μα­τα, καὶ πε­ρι­πό­δι­α με­τὰ κνη­μο­δε­τῶν[5]. Εἰς τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸν βρα­χί­ο­να εἶ­χον δε­δι­πλω­μέ­να τὰ ἐ­σώ­ρου­χά μου, ὑ­πο­κά­μι­σον, κο­στού­μι, ἐ­κρά­τουν δὲ καὶ ἀ­λε­ξί­βρο­χον[6].
Ἠ­σθάν­θην ἐν­τρο­πὴν δι­ὰ τὴν γυ­μνό­τη­τά μου. Ἦ­το βε­βαί­ως Αὔ­γου­στος μήν, ὁ καύ­σων ἀ­σφα­λῶς ἀ­φό­ρη­τος, ἀλ­λὰ ἐν οὐ­δε­μί­ᾳ πε­ρι­πτώ­σει ἐ­δι­και­ο­λο­γού­μην νὰ κυ­κλο­φο­ρῶ γυ­μνὸς ἀ­νὰ τὰς ὁ­δοὺς καὶ τὰς ῥύ­μας τῆς πό­λε­ως. Ἐ­κοί­τα­ξα ἀ­νή­συ­χος γύ­ρω καὶ δι­ε­πί­στω­σα ὅ­τι εὑ­ρι­σκό­μην ἐ­πὶ τῆς μι­κρᾶς, γρα­φι­κῆς place de Furstenberg τῆς πό­λε­ως τῶν Πα­ρι­σί­ων. Εὐ­τυ­χῶς ἐ­κεί­νην τὴν με­σημ­βρι­νὴν ὥ­ραν ἡ μι­κρὰ πλα­τεί­α ἦ­το ἔ­ρη­μος. Ἐ­κοί­τα­ξα πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­σιν τῆς rue de l’ Abbaye· οὐ­δείς. Ἐ­κοί­τα­ξα καὶ πρὸς τὴν ἀν­τί­θε­τον, ἐ­κεί­νης τῆς rue Jacob· μη­δείς. Τὰ κα­τα­στή­μα­τα ἦ­σαν κλει­δω­μέ­να καὶ τὰ ἐ­ξώ­φυλ­λα τῶν πα­ρα­θύ­ρων κε­κλει­σμέ­να· ἀλ­λὰ ὑ­πω­πτεύ­θην ὀ­πί­σω ἀ­πὸ τὰς περ­σί­δας παι­δι­κοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς πα­ρα­τη­ροῦν­τας μὲ φι­λο­παίγ­μο­να δι­ά­θε­σιν τὸ πέ­ος μου.
Ὁ ἥ­λι­ος μὲ συ­νέ­θλι­βεν δι­ὰ τῶν πυ­ρι­φλε­γῶν πελ­μά­των του. Ἱ­στά­μην ἐ­κεῖ ἀ­μή­χα­νος, ἄ­ερ­γος, ἀ­πο­ρῶν τί κά­μνω ἐ­πὶ τῆς γῆς, δι­α­τί ζῶ, ‘chi sono iochi sono gli altri[7]. Ἐ­δί­ψων· καὶ ἡ δί­ψα ἐ­κεί­νη δὲν ἐ­κορ­ρέ­νε­το δι’ ὕ­δα­τος ἀλ­λ’ ἦ­το δί­ψα με­τα­φυ­σι­κή, δί­ψα δι’ ἐ­κεῖ­νον τὸ ἄ­γνω­στον τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­πώ­λε­σα ἀ­πο­κτή­σας σῶ­μα καὶ ὕ­παρ­ξιν. Ἐ­σπόγ­γι­σα δι­ὰ μαν­δη­λί­ου τὸν ἱ­δρώ­τα ἐκ τοῦ κα­τε­ρύ­θρου προ­σώ­που μου. Ἐν τῇ ἄ­κρᾳ σι­ω­πῇ, μο­να­δι­κὸς πα­ρή­γο­ρος ἦ­χος, ὁ ἀ­σθε­νής, κε­λα­ρυ­στὸς ἦ­χος πί­πτον­τος ὕ­δα­τος μι­κρᾶς τι­νος κρή­νης τῆς πλα­τεί­ας. 
Ἤ­κου­σα τό­τε ὀ­πί­σω μου εἰ­ρω­νι­κὸν γέ­λω­τα παι­δί­σκης καὶ τὰκ-τὰκ-τάκ! κρό­τον δρο­μαί­ων βη­μά­των πλη­σι­ά­ζον­τα. Δι’ αὐ­θορ­μή­του κι­νή­σε­ως ἀ­πέ­κρυ­ψα δι­ὰ τῶν πα­λα­μῶν τὰ γεν­νη­τι­κά μου ὄρ­γα­να κι ἐ­στρά­φην.., πλὴν ὅμως παι­δί­σκην – σᾶς ὁρ­κί­ζο­μαι, οὐκ εἶ­δον! «MarfaMarfa!» ἤ­κου­σα φωνὴν φω­νά­ζουσαν τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τῆς. Τὰ βή­μα­τα ἔ­κα­μαν δύ­ο κύ­κλους γύ­ρω μου καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀπεμακρύνθησαν τῆς ἐντάσεώς των ἐξασθενουμένης, ἕ­ως ὅ­του ἔ­παυ­σαν νὰ ἠ­χοῦν, ἐ­πι­κρα­τη­σά­σης σι­γῆς τά­φου.
Ἤρ­χι­σα νὰ ἐν­δύ­ο­μαι τὸ ὑ­πο­κά­μι­σον ὅ­ταν αἴφ­νης, κρρρ..! τριγ­μὸς ἠ­κού­σθη, καὶ τὸ κιγ­κλί­δω­μα τῆς ἁ­ψι­δω­τῆς θύ­ρας τοῦ ἔ­ναν­τι ἀ­να­γεν­νη­σι­α­κοῦ κτι­ρί­ου τῆς rue Abbaye, ἤ­νοι­ξεν βρα­δέ­ως καὶ ἐ­νε­φα­νί­σθη ἐ­πὶ τοῦ κα­τω­φλί­ου μέ­γας ὄρ­νις –στρου­θο­κά­μη­λος τὸ εἶ­δος!
Τὸ βα­σι­λι­κὸν πτη­νὸν κα­τελ­θὸν με­γα­λο­πρε­πῶς τὰς πέν­τε βαθ­μί­δας τῆς κλί­μα­κος κα­τευ­θύν­θη πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ πλη­σι­ά­σαν εἰς ἀ­πό­στα­σιν πέν­τε πε­ρί­που μέ­τρων, ἐ­στά­θη μὲ με­τέ­ω­ρον πό­δα, κοι­τά­ζον μὲ αὐ­ταρ­χι­κόν, βλα­κῶ­δες βλέμ­μα.
Ἱ­στά­μην ἀ­σά­λευ­τος κα­θη­λω­μέ­νος ὑ­πὸ τῶν δι­α­πύ­ρων ἀ­κτί­νων τοῦ ἡ­λί­ου αἵ­τι­νες μὲ δι­ε­πέ­ρων ἐκ τῆς κο­ρυ­φῆς τῆς κε­φα­λῆς ἕ­ως τῶν πελ­μά­των ὡς ὀ­βε­λί­αν. Ἐ­γνώ­ρι­ζον βε­βαί­ως ὅ­τι τὰ φαι­νό­με­να ἀ­πα­τοῦν· ἀλ­λὰ δι­ὰ πρώ­την φο­ρὰν μοῦ ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη ἡ ὑ­πό­νοι­α ὅ­τι ἡ συ­νεί­δη­σις, –τοῦτο τὸ φαι­νό­με­νον τῶν φαι­νο­μέ­νων– ἐ­λάμ­βα­νεν πλη­θώ­ραν μορ­φῶν καὶ αὐ­τη­πα­τᾶ­το ἀν­τι­λαμ­βα­νο­μέ­νη τὰ ἰ­δι­κά της σχή­μα­τα ὡς δῆ­θεν ἐ­ξω­τε­ρι­κήν, ἀν­τι­κει­με­νι­κήν, ἀ­νε­ξάρ­τη­τον ἀ­πὸ αὐ­τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα... Αἰφ­νι­δί­ως τὸ ἠ­λί­θι­ον πτη­νὸν ἐ­ξέ­βα­λεν ὀ­ξεῖ­αν, πο­λε­μι­κὴν κραυ­γὴν καὶ τι­νάσ­σον τοὺς πτέ­ρυ­γας μοῦ ἐ­πε­τέ­θη ἄ­νευ λό­γου καὶ αἰ­τί­ας. Φυ­σι­κῷ τῷ λό­γῳ ἐ­τρά­πην εἰς ἄ­τα­κτον φυ­γήν.
Πα­ρου­σί­α­ζον γε­λοῖ­ον θέ­α­μα κα­τα­δι­ω­κό­με­νος ὑ­πὸ στρου­θο­κα­μή­λου, τρέ­χων ἡ­μί­γυ­μνος πρὸς τὴν ὁ­δὸν Cardinale, ὅ­ταν ἤρ­χι­σαν νὰ πί­πτουν στὰκ-στὰκ-στάκ! στα­γό­νες οὐ­χὶ συ­νή­θους βρο­χῆς, ἀλ­λ’ ἀ­μαυ­ραί, στιγ­μα­τί­ζου­σαι τὰς λευ­κὰς πλά­κας τῶν πε­ζο­δρο­μί­ων, κη­λι­δώ­νου­σαι τὰ φυλ­λώ­μα­τα τῶν δέν­δρων, σπι­λώ­νου­σαι τὰς προ­σό­ψεις τῶν κτι­ρί­ων, ἀ­μαυ­ρώ­νου­σαι τα­χέ­ως τὴν πό­λιν ὁ­λό­κλη­ρον. Ἔκ­πλη­κτος ἐκ τοῦ πα­ρὰ φύ­σιν φαι­νο­μέ­νου ἔ­σπευ­σα νὰ προ­φυ­λα­χθῶ τό­σον ἐ­γώ, ὅ­σον καὶ τὸ πτη­νόν, ὑ­πὸ τοῦ ρα­βδω­τοῦ, πρα­σί­νου καὶ λευ­κοῦ, ὑ­φα­σμα­τί­νου στε­γά­σμα­τος –κοι­νῶς τέν­τας- τοῦ ἐ­στι­α­το­ρί­ου ‘La Santé par l’ Alimentation’ κει­μέ­νου εἰς τὴν συμ­βο­λὴν τῶν ὁ­δῶν Cardinale καὶ de l’ Abbaye.
Ἐ­ξε­τά­ζων δι­ὰ τοῦ δεί­κτου στα­γό­να τι­νὰ δι­ε­πί­στω­σα ὅ­τι ἦ­το με­λά­νη! Ἤ­κου­σα τό­τε θρό­ι­σμα γρα­φί­δος ἐ­πὶ χάρ­του οὐ­ρα­νό­θεν, καὶ ἀ­να­βλέ­πων, στάκ! κη­λὶς με­λά­νης ἐ­πέ­πε­σεν ὡς φώ­τη­σις ἐ­πὶ τοῦ με­τώ­που μου. Αἴφ­νης εἶ­χον τὴν πα­ρά­ξε­νον ἐ­πί­γνω­σιν ὅ­τι ἐ­γὼ καὶ ὁ κό­σμος λέ­ξεις εἴ­με­θα τὰς ὁ­ποί­ας μυ­στη­ρι­ώ­δης, ἀ­ό­ρα­τος χεὶρ συγ­γρά­φει, δι­η­γου­μέ­νη τὸν μῦ­θον τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ κό­σμου.



[1] μαλλιαρό
[2] χοντροκόμματο σαν κουκουνάρα
[3] σγουρό
[4] λίγο-πολύ
[5] κάλτσες με καλτσοδέτες
[6] ομπρέλα
[7] ‘ποιος είμαι εγώ, ποιοι είναι οι άλλοι’ φράση από την ταινία του Ταρκόφσκυ, ‘Νοσταλγία’.