Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Το τέλος των δολοφόνων Μω & Γο


Ό,τι θα συμβεί στη συνέχεια, θα συμβεί χωρίς σκέψη, βούληση ή συναίσθημα· δεν θα νιώθω τον παραμικρό φόβο ή αγωνία· καμία οργή, κανένα έλεος. Θα βλέπω την μορφή μου σαν σε ταινία· όχι σαν θεατής, αλλά σαν να είμαι η οθόνη όπου πάνω της θα παίζεται η ζωή μου· σαν την οθόνη η οποία δεν επηρεάζεται απ’ τα γεγονότα που διαδραματίζονται, και που πάνω της μπορεί να παιχτεί οποιαδήποτε έργο -κωμωδία ή δράμα αδιάφορο· σαν την οθόνη που χωρίς αυτήν δεν θα μπορεί ειδωθεί καμιά ταινία, και που υπάρχει πριν την έναρξη και μετά το φινάλε κάθε ταινίας. 
Στο κλάσμα του δευτερολέπτου που θα μεσολαβήσει από την  εκπυρσοκρότηση του όπλου μέχρι να νιώσω ένα κάψιμο κάτω απ’ τη μασχάλη μου, το αριστερό μου χέρι θα τιναχτεί προς τον λαιμό του Μω· τα νύχια μου θα μπηχτούν γύρω από το λαρύγγι του και τραβώντας το έξω θα του το ξεριζώσουν· ταυτόχρονα το δεξί μου χέρι τεντωμένο σαν σπαθί, θα διαγράψει με απίστευτη ταχύτητα οριζόντια τροχιά στο ύψος της κοιλιάς τού Γο και τα νύχια μου σαν ξυράφια θα τον σχίσουν από την μια άκρη ως την άλλη· θα χρειαστεί μερικά λεπτά μέχρι να αντιληφθεί τί του συνέβη. Εν τω μεταξύ θα κοιτάζει έκπληκτος τον Μω ο οποίος θα τρέχει σαν σφαγμένο κοτόπουλο γύρω-γύρω στο μαγαζί αναποδογυρίζοντας τραπέζια, πυροβολώντας στον αέρα, πιτσιλώντας με πορφυρό αίμα τοίχους και θαμώνες, βγάζοντας βραχνές, ανατριχιαστικές κραυγές απ’ τα βάθη της κόλασης, και τελικά θα πέσει στο πάτωμα, και θα τον κοιτάμε αποσβολωμένοι να σπαρταράει ώσπου θα μείνει επιτέλους ασάλευτος..!
Τότε μόνο θα νιώσει κάτι στην κοιλιά του ο Γο και σκύβοντας  θα δει τον μεγάλο κόκκινο λεκέ στο σκισμένο του πουκάμισο και τα έντερά του να γλιστράνε σιγά-σιγά έξω. Θα μας κοιτάξει σαν χαζός· δεν θα καταλαβαίνει τίποτα. Οι πελάτες θα βρουν την ευκαιρία και θα τρέξουν έξω να γλυτώσουν. Ο Μω θα πιάσει τα έντερά του και θα προσπαθήσει να τα χώσει μέσα αλλά θα ξεχειλίζουν από την άλλη μεριά. Θα προσπαθεί να τα μπάσει μέσα, αλλ’ αυτά θα γλιστράνε σαν χέλια έξω. Απελπισμένος θα σταθεί ασάλευτος με τα έντερά του να κρέμονται μέχρι το πάτωμα και θα με κοιτάζει μ’ ένα παραπονεμένο ύφος σαν δαρμένος σκύλος.
Θα τον προσπεράσω χωρίς να δώσω σημασία…
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η Kanami Kato θα με βοηθήσει να σηκωθώ. Θα διασχίσουμε το café· ο Γο θα στέκεται αμήχανος εκεί ακριβώς όπου θα τον είχαμε αφήσει κρατώντας στα χέρια του τα έντερά του σαν να κρατούσε ένα δέμα που δεν θα ’ξερε πού να το παραδώσει. Μόλις τον προσπεράσουμε θα καταρρεύσει.

ΤΙ ΦΕΡΕΙ ΤΟ 2013;

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Οι επί πληρωμή δολοφόνοι, Μω & Γο


 Οι Μω και Γο θ’ απλώσουν τα πόδια τους πάνω στο πτώμα τού ταξιτζή βλέποντας manga porno στην τηλεόραση.
«Αναπαυτικός ο μακαρίτης, ε;»
«Τέλειος»
«Μω...» θα πει ο Γο.
«Μμ..;»
«Ο τύπος που γαμάει στην τηλεόραση, όλο ‘小さい 姉妹 και ‘小さい 姉妹 λέει στην γκόμενα. Τί σημαίνει αυτό;»
«Μικρή αδερφή»
«Τόσο ανώμαλοι είναι αυτοί οι γιαπωνέζοι;! Γαμάνε τις μικρές τους αδερφές;»
«Έκφραση είναι, ηλίθιε· όπως εμείς λέμε: ‘σε ξεσκίζω μωρό μου’. Αλλά δεν είναι μωρά οι γκόμενες, είναι;»
«Χο-χο-χο! Όχι, βέβαια»
«Πρέπει να μελετάμε την κουλτούρα του κάθε λαού για να τον κατανοήσουμε σε βάθος»
«Αυτό που θαυμάζω σε σένα, Μω, είναι ότι δίνεις στα μικρά πράγματα μεγάλες προοπτικές Μμω..,»
«Τί ’ναι πάλι;»
«Πώς λέγονται οι λεσβίες στα γιαπωνέζικα;»
«レズビアン»
«Χμ, δεν μπορώ να τις καταλάβω... Οι γυναίκες είναι για να τις πηδάμε· έτσι δεν είναι, Μω;»
«Έτσι είναι, Γο»
«Αυτές γιατί το κάνουν μεταξύ τους;»
«Είναι παλιοανώμαλες Γο· καταλαβαίνεις τί σού λέω;» Θα σηκωθεί όρθιος και θα τονίζει μία μία τις συλλαβές: «Πα-λιο-α-νώ-μα-λες!» Θα τον πιάσει κάτι σαν ντελίριο. «Δεν τους αρέσουμε εμείς οι άντρες· μάς περιφρονούν Γο· με καταλαβαίνεις; Θέλω να μου πεις ότι με καταλαβαίνεις!»
«Σε καταλαβαίνω, σε καταλαβαίνω· μην κάνεις έτσι!»
«Δεν μάς θέλουν, δεν τους χρησιμεύουμε σε τίποτα· την βρίσκουν μόνες τους· είναι παλιοανώμαλες· παλιοανώμαλες, σου λέω!» και φτου! θα φτύσει με αηδία την πολτοποιημένη μπουκιά πετυχαίνοντας στο μάτι το πτώμα.
«Εντάξει, εντάξει Μω. Μη συγχύζεσαι, το κατάλαβα, σ’ έπιασα· είναι παλιοανώμαλες. Ηρέμησε τώρα και κάθισε κάτω»
«Ουφ! Με τσαντίζεις, Γο· πολύ με τσαντίζεις»
«Εγώ;! Γιατί;»
«Γιατί είσαι γομάρι Γο· γι’ αυτό!»
«Όλο με αποπαίρνεις Μω, και με μειώνεις μπροστά στους άλλους· γι’ αυτό δεν απέκτησα ποτέ αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση...»


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ


Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

THE COMING INSURRECTION



Από μακριά θα δω τους ουρανοξύστες, Metropolitan Government Building[1], Center Building[2], Mitsui[3] και Sumitomo[4] στο κέντρο της πόλης Shinjuku[5] να φλέγονται σαν τεράστιες λαμπάδες στη χάρη του μέλλοντος που θα ’ρθει.
Θα διασχίζω την λεωφόρο Uchibori Dori· αριστερά μου θα είναι οι κήποι του Imperial Palace[6]. Η κίνηση θα ’ναι ανύπαρκτη· μια μαύρη, θωρακισμένη λιμουζίνα θα με προσπεράσει με εκατόν εξήντα. Όλα θα συμβούν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Στα τρακόσια μέτρα θα δω ένα παιδί στη μέση του οδοστρώματος· θα πατήσω φρένο· η λιμουζίνα δεν θα κόψει καθόλου· το παιδί θα παραμένει ακίνητο· η λιμουζίνα θα πέσει πάνω του· μια τεράστια έκρηξη θα τινάξει στα ύψη φαντασμαγορικές φλόγες και την βαριά λιμουζίνα στην άκρη της λεωφόρου.
Θα ήταν ένα δεκατριάχρονο καμικάζι-παιδί ζωσμένο δεκάδες κιλά ισχυρής εκρηκτικής ύλης –μια ζωντανή βόμβα. Θα εξαερώθηκε στιγμιαία αφήνοντας έναν κρατήρα βάθους ενός μέτρου. Από το σκοτεινό πάρκο θα ορμήσουν εκατοντάδες παιδιά-δαίμονες, από επτά έως δεκαπέντε χρόνων, που θα είχαν στήσει ενέδρα στο πολυτελές αυτοκίνητο. Οι πόρτες της λιμουζίνας θ’ ανοίξουν και θα βγουν δύο σωματοφύλακες πυροβολώντας κατά της συμμορίας των παιδιών· θα σκοτώσουν έξι αλλά τα υπόλοιπα θα επιπέσουν πάνω τους σαν λυσσασμένα και με δόντια και με μαχαίρια θα τους κατακρεουργήσουν κυριολεκτικά. Από το πίσω κάθισμα θα σύρουν βίαια έξω ένα τρομοκρατημένο γεροντάκι που θα εκλιπαρεί για τη ζωή του κλαίγοντας. Θα είναι ο Yataro Iwasaki διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης ιαπωνικής τράπεζας, της Mitsubishi UFJ Financial Group[7],. Αρχηγός των εξεγερμένων παιδιών θα είναι μια δεκαεφτάχρονη πανκ γιαπωνέζα που θα μασάει τσίχλα, θα ’χει κόκκινα μαλλιά και θα φοράει ψηλοτάκουνες γόβες· θα διατάξει ουρλιάζοντας σαν ύαινα να ξαπλώσουν τον γέρο κάτω. Θα τον πατήσει στο πρόσωπο, και με το μυτερό τακούνι της -γκλιτς, γκλιτς! θα του βγάλει τα μάτια. Πλαφ! θα σκάσει η τσιχλόφουσκα στα χείλη της και μετά τρέχοντας όλα μαζί θα χωθούν στο σκοτάδι αλαλάζοντας σαν βάρβαροι για την επιτυχία τους.




[1] 東京都庁舎, Tōkyō Tochōsha
[2] 新宿センタービル
[3] 新宿三井ビルディング
[4] 新宿住友ビル
[5] 新宿区, , Shinjuku-ku
[6], , kōkyo  
[7] 株式会社三菱UFJフィナンシャル・グループ, Kabushiki kaisha mitsubishi yūefujei finansharu gurūpu

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Το μεταγωγικό Antonov


Το αυτοκίνητο θα μπει στην πίστα και θα σταματήσει δίπλα σ’ ένα κολοσσιαίο μεταγωγικό Antonov όπου κάτω από το ισχυρό φως προβολέων και τις άγριες φωνές του ρωσικού πληρώματος που θα κάνει έλεγχο στα εισιτήρια, θα μπούμε από το τεράστιο άνοιγμα τού ανασηκωμένου ρύγχους μέσα στη αχανή κοιλιά τού αεροσκάφους που θα είναι σαν εσωτερικό αίθριο φυλακής περιτριγυρισμένο από εξώστες με συρματοπλέγματα και σιδερόφρακτα κελιά. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι, φυγάδες κάθε χρώματος, φύλου και ηλικίας θα είναι στοιβαγμένοι εκεί μέσα καθισμένοι κάτω στις χαλύβδινες λαμαρίνες. Η μπουκαπόρτα θα κλείσει, οι μηχανές θα μουγκρίσουν, ο λεβιάθαν θα τροχοδρομήσει και τελικά θα τα καταφέρει ν’ απογειωθεί.
Πράγα, Βαρσοβία, Μινσκ, Κίεβο, Μόσκα, Βόλγκογκραντ, Σαμάρα, Καζάν, Τσελιαμπίνσκ, Αστάνα, Αλμάτι, Ουλάν Μπατόρ, Τιαντζίν, Τζινάν.., το ταξίδι θα διαρκεί μέρες. Δεν θα ξέρουμε αν έξω είναι μέρα ή νύχτα γιατί το cargo δεν θα ’χει παράθυρα, και μόνον όταν θα προσγειώνεται θ’ ανοίγει η γιγαντιαία μπουκαπόρτα και θα βλέπουμε έξω πένθιμα αεροδρόμια. Άλλοι θα κατεβαίνουν, κι εκείνους που θ’ ανεβαίνουν θα τους ρωτάμε πού βρισκόμαστε και πώς είναι η κατάσταση εκεί.
Δίπλα μου θα σφίγγεται τρέμοντας απ’ το φόβο ένα εξάχρονο κοριτσάκι από την Ολλανδία που μέσα στη σύγχυση και τον πανικό θα ’χε χάσει τους γονείς του οι οποίοι θα ’χαν κατέβει σε κάποιο αεροδρόμιο, και τώρα το κακόμοιρο θα πετούσε επί ένα μήνα μη τολμώντας να κατέβει σε κάποια άγνωστη πόλη του κόσμου όπου σίγουρα δεν θα επιβίωνε.
Ακριβώς μπροστά μας ένας άνδρας και μια γυναίκα άγνωστοι μεταξύ τους -αδιαφορώντας για όλους, κι όλοι αδιαφορώντας γι’ αυτούς- θα κάνουν παθιασμένα έρωτα πασχίζοντας απεγνωσμένα ν’ κρατηθούν ο ένας απ’ το σώμα του άλλου καθώς ο κόσμος γύρω τους θα γκρεμίζεται στην άβυσσο.
Το φαγητό θα ’ναι απαίσιο. Ο κόσμος θα σχηματίζει ουρές έξω από τις τουαλέτες που θα ξεχειλίζουν ακαθαρσίες και θα βρωμάνε. Κανείς δεν θα ’χει όρεξη για κουβέντα γιατί ο θόρυβος μέσα στο παλιό Antonov θα ’ναι εκκωφαντικός και γιατί θα είμαστε όλοι σαν υπνοβάτες βυθισμένοι σ’ έναν άρρωστο λήθαργο· θα έχουμε χάσει την αίσθηση του χρόνου, θα είμαστε στο πουθενά, εναέριοι νομάδες, πρόσφυγες χωρίς τόπο, χωρίς σκέψεις, αισθήματα, αύριο...
«Tokyo! Tokyo!» θ’ ακούσω ξαφνικά μέσα στη νάρκη μου.
        Το μικρό κορίτσι θα με σκουντά και θα μού δείχνει έξω: «Tokyo! Tokyo!» Η τεράστια μπουκαπόρτα θα έχει σχεδόν κλείσει και οι μηχανές θα μουγκρίζουν για την απογείωση. Θα πεταχτώ πάνω και αρπάζοντας το σακίδιο θα τρέξω πηδώντας έξω την τελευταία στιγμή. 

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Ὁ ποιητὴς Κάρολος Μποντλαῖρος:



Ὁ ποιητὴς Κάρολος Μποντλαῖρος:
…Καὶ τότε ἓν ἄλμπατρος μετεμορφώθη εἰς ἄνδρα κομψῶς ἐνδεδυμένον ὅστις τείνων φιλικῶς τὴν χεῖρα, αὐτοσυνεσυστήθη:
       -«Κάρολος Μπωντλαῖρος· Παρίσιοι, 9 Ἀπριλίου 1821 - 31 Αὐγούστου 1867, ποιητὴς συμβολιστὴς»
       Ἔμεινα ἔκπληκτος!
       Αὐθορμήτως ἀπήγγειλα ἀπὸ στήθους τὸ ἀριστουργηματικόν του ποίημα, L’ albatros:

-«Souvent, pour s’amuser, les hommes d’equipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers[1]...»

       -«Λαρρὺ» εἶπεν Μπωντλαίρ, «μὴ φοβοῦ καὶ νὰ ἐλπίζῃς! Μεθ’ ὑμῶν γενόμεθα»
       -«Ποῖοι;!»
       -«Οἱ ἄγγελοι ποιηταὶ ὅλων των ἐποχῶν» εἶπεν δεικνύων εἰς τὸν οὐρανὸν τὰ σμήνη τῶν μυριάδων ὑπεριπταμένων ποιητῶν-πτηνῶν. «Χάρις εἰς τὴν ἀθωότητά σου διέβης τοὺς ὠκεανοὺς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἀβρόχοις ποσί. Ἐπέστρεψε τώρα εἰς τὸ μέλλον ὅπου κατὰ τὴν κρίσιμον καὶ ἀποφασιστικὴν μάχην αἱ ταξιαρχίαι τῶν ποιητῶν θὰ συμπαραταχθοῦν παρὰ τῷ πλευρῷ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τῶν τυραννικῶν ἀνθρωποειδῶν»
       -«Θὰ νικήσωμεν;»
       -« ἀγὼν θὰ εἶναι ἀδυσώπητος κι ἀμφίρροπος· καὶ δὲν θὰ κριθῇ εἰς τὰς μηχανάς, τὰ ὅπλα καὶ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ εἰς τὸ θεμελιῶδες πεδίον τῆς ὑπάρξεως ἐφοὗ ἱστάμεθα ὅλοι μὲ πέλματα γυμνά. ἀπάντησις εἰς τὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα: ‘Ποῖοι εἴμεθα, καὶ πῶς μᾶς καλεῖ ζωὴ νὰ τὴν ζήσωμεν, θὰ κρίνῃ τὴν τελικὴν ἔκβασιν τῆς Ἱστορίας»
       -«Πῶς νὰ ζήσωμεν;»
       -«Νὰ ζήσωμεν τὸ σημαντικὸν – νὰ ζήσωμεν συμπαντικῶς. Νὰ ζήσωμεν τὴν ζωὴν ὁλοψύχως ἀπὸ τὸ τέλος μέχρι τὴν ἀρχήν.  Κατ’ ἐξοχὴν νὰ ζήσωμεν καὶ κατ’ οὐσίαν»
       -«Τί ἐννοεῖτε, Κάρολε;»
       -«Ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα θὰ καταλάβητε... Ὅμως πρὶν θὰ ἔχωμεν πόλεμον μέχρις ἐσχάτων. Οἱ ὀλίγοι ἄνθρωποι θὰ σταθοῦν ἀκλόνητοι εἰς τὰ στενὰ ὑπερασπιζόμενοι τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ποίησιν. Ἀπέναντί τους θὰ παραταχθοῦν τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀψύχων. Κι ἀφοῦ οἱ δύο στρατοὶ ἀναμετρηθοῦν ὥρα πολὺ μὲ τὸ βλέμμα, τ’ ἀνθρωποειδῆ θὰ ἐπιπέσουν μὲ λυσσαλέον μῖσος καὶ φθόνον κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἄλαλα τὰ ἀνδράποδα θὰ φονεύουν καὶ θὰ φονεύωνται κατὰ χιλιάδας χωρὶς πόνον καὶ θλῖψιν διότι ἀνάλγητα εἶναι καὶ οὐδὲν αἰσθάνονται. Οὐδὲ αἷμα μηδὲ δάκρυα θὰ ῥέουν ἐκ τῶν σωμάτων τους διότι στεγνὰ ἀπὸ ζωὴν εἶναι καὶ μηχανικῶς ὡς αὐτόματα κινοῦνται. Ὁ ἥλιος θ’ ἀποστρέψῃ τὸ πρόσωπον καὶ σκότος θὰ καλύψῃ τὴν ὑφήλιον· ἡ γῆ θὰ κορεσθῇ πτωμάτων, τὰ ὕδατα θὰ κοχλάζουν καὶ εἰς τὸν ἀέρα δαίμονες θὰ συρίζουν...»
       -«Θὰ νικήσουν οἱ ἄνθρωποι;»
       -«Εἰς τὸ τέλος τῆς ἡμέρας, οἱ ἐλάχιστοι ἐναπομείναντες ἄνθρωποι σιωπηλοὶ καὶ καταβεβλημένοι θὰ ἵστανται ἐπάνω εἰς τοὺς σωροὺς τῶν πτωμάτων. Καὶ αἴφνης κάποιος ἐξ αὐτῶν, θ’ ἀρχίσῃ νὰ ἅδῃ αὐθορμήτως μὲ δυνατὴν φωνήν, ἄσμα παράξενον καὶ πρωτάκουστον, καὶ οἱ ὑπόλοιποι θὰ τὸν ἀκολουθήσουν...»
      
Δέκα χιλιάδες κλωτσιὲς στὴ σάπια κοιλιὰ τοῦ καπιταλισμοῦ:


[1] Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
  άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης...

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Ἡ καταστροφὴ τοῦ σύμπαντος κόσμου:


  -«Ἡ ροὴ τοῦ χρόνου ἀποκατεστάθη» εἶπεν ἱκανοποιημένος ὁ Ἀνδρέ, καὶ κατόπιν φορέσας σκοτεινὸν προσωπεῖον ἐγονυπέτησεν καὶ ἤρχισεν νὰ ἠλεκτροσυγκολλᾶ ἐρραγισμένην πλήμνην ὀρειχαλκίνου τροχίλου. Αἱ λευκαὶ λάμψεις τῆς ἠλεκτροσυγκολλήσεως ἐφώτιζον τὴν τερατώδη μηχανήν, οἱ δὲ ἐκτοξευόμενοι φωτεινοὶ σπινθῆρες διέγραφον παραβολικὰς τροχιὰς χυνόμενοι ὡς ἡ πυρόλευκη κόμη τῆς Βερενίκης[1].
       Κι ἐνῷ  ἐθαύμαζον μὲ ἀνοικτὸν στόμα τὴν μνημειώδη ὑπερκατασκευήν, ἀσυνειδήτως τὰ δάκτυλά μου ἔπαιζον μικρὰν ἅλυσον...
       -«Μὴν ἐγγίζετε τίποτε! Θὰ προκαλέσητε ἀνυπολόγιστον καταστροφήν!» μὲ προειδοποίησεν ὁ Ἀνδρὲ ὑψώνων τὸ προσωπεῖον καὶ σπογγίζων τὸν ἱδρώτα τοῦ μετώπου του μὲ τὴν ἀνάστροφον τῆς παλάμης. «Πλησιάσατε ἐδῶ τὸν φανὸν ἵνα ἴδω»
       Καὶ ἐνῷ  ἐξέταζεν τὴν ραφήν, -κλίκ! εἵλκυσα τὴν μικρὰν ἅλυσον μὲ τὴν ὁποίαν ἔπαιζον μηχανικῶς τὰ δάκτυλά μου.
       Ἐπιπολαιότης; Ἀπερισκεψία; Ἀφροσύνη; Ἐλαφρότης; Παιγνιώδης διάθεσις; Τυχοδιωκτισμὸς ἢ μήπως νοσηρὰ περιέργεια νὰ ἴδω τί θὰ συνέβαινεν; Τίποτε ἐκ τῶν ἀνωτέρω· ἐπρόκειτο περὶ ὑποσυνειδήτου ἐπιθυμίας ὅπως καταστρέψω αὐτὸν τὸν ζοφερὸν κόσμον ὅστις ἵστατο ἐμπόδιον εἰς τὴν δημιουργίαν ἑνὸς νέου.
       Ἔσυρα λοιπὸν τὴν ἀσφαλείαν ἥτις συνεκράτει μέγαν πεῖρον, ἐπὶ τῆς ἀρθρώσεως τοῦ ὁποίου ἦτο συνηρμολογημένη τιτανία ἅλυσος εἰς τὸ ἄλλον ἄκρον τῆς ὁποίας ἦτο συνδεδεμένη ἡ γῆ, καὶ ἡ ὁποία ἅλυσος ἠνάγκαζεν τὸν πλανήτην μας νὰ ἐκτελῇ τὴν προδιαγεγραμμένην ἐτησίαν περιφοράν του. Ὁ πεῖρος ὠλίσθησεν ἐκ τῶν ὑποδοχῶν του κι ἔπεσεν εἰς τὸ κενόν... 
       -«Οὔπς!»
       Ἀπολυθείσης τῆς ἁλύσεως, ἡ γεώσφαιρα ἠκολούθησεν εὐθύγραμμον τροχιὰν ἐφαπτομένην τῆς ἐλλειπτικῆς εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνον εἰς τὸ ὁποῖον ἔπαυσεν νὰ ἀσκῆται ἡ κεντρομόλος δύναμις καί.., ἤρχετο κατεπάνω μας μετ’ ἀπιστεύτου ὁρμῆς!
       -«Μεσιέ, εἶσθε ἠλίθιος. Ἀπησφαλίσατε, ἐξετροχιάσατε τὴν γῆν! Ἐπὶ τῶν ἵππων, ἐπὶ τῶν ἵππων!» ἐκραύγασεν ὁ Ἀνδρέ.
       Ἐπηδήξαμεν ἐπὶ τῶν ράχεών τους καὶ πτερνίσαντες ἰσχυρῶς τὰ πλευρά των ἐχύθημεν εἰς τὸ σκότος ἐνῷ  ὀπίσω μας ἠκούομεν τὸν ἐντεινόμενον συριγμὸν τοῦ ἐπερχομένου κολοσσιαίου οὐρανίου σώματος.
       Μπουουούμ..!
       Ἡ ὑδρόγειος προσέκρουσεν ἐπὶ τοῦ τεραστίου ὡρολογιακοῦ μηχανισμοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου καὶ τὸν συνέτριψεν.  Σφῆνες, μακαράδες, τροχαλίαι, κρέκες, τύμπανα, παλάγκα, ἀνολκεῖς, παρέλες, ἀρτῆρες, ἀρτάναι, γάβριες, ἐπάρται, μαραβίλια, μποζαργάτες.., μύρια ὅσα στοιχεῖα ἐξετοξεύθησαν καὶ παρερχόμενα ὡς μύδροι παρὰ τῶν κεφαλῶν μας ἐχάνοντο συρίζοντα εἰς τὸ διάστημα.
       Κλαπατάκ! κλαπατάκ! κλαπατάκ…
       -«Λεφρὲ εἶσθε κακοποιός, δολιοφθορεὺς καὶ κορυφαῖος τρομοκράτης!»

Ἔεπ! Πῶς πᾶτε διακοπὲς χωρὶς τοὺς Ἀγγέλους...?


[1] ἀστεροειδὴς

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Οἱ συντηρηταὶ τοῦ σύμπαντος:

   
Ἐπὶ ὥρας ἐκαλπάζομεν ἐπὶ τοῦ ἀνωφεροῦς γαλαξίου –κοινῶς, ζουνάρι τῆς καλογριᾶς ἢ Ἰορδάνης ποταμὸς– καὶ αἱ ὁπλαὶ τῶν κελήτων ἵππων κτυποῦσαι ἐπὶ τῆς σκληρᾶς ἀστροστρώτου ὁδοῦ ἀντήχουν –κλαπατάκ! κλαπατάκ! κλαπατάκ! εἰς τὰς ἐσχατιὰς τοῦ σύμπαντος.
       -«Ὑψώσατε τὸν φανόν, μεσιὲ Λεφρέ· ὑψώσατε αὐτὸν ἵνα βλέπωμεν ποῦ ὑπάγομεν» ἐφώναξεν ὁ André Breton.
       -«Ποῦ ὑπάγομεν;»
       -«Θὰ σᾶς ἐξηγήσω: Ὅπως ἤδη γνωρίζετε, ἐγὼ κι ὁ Marcel εἴμεθα σουρρεαλισταὶ - μηχανοτεχνῖται οἱ ὁποῖοι πέραν τῶν ἐπισκευῶν τῶν βλαβῶν τοῦ ξενοδοχείου, ἔχομεν ἀναλάβει καὶ τὴν συντήρησιν τοῦ κοσμικοῦ μηχανισμοῦ. Καθῆκον μας εἶναι νὰ φροντίζωμεν διὰ τὴν καλὴν λειτουργίαν τῆς συμπαντικῆς μηχανῆς λιπαίνοντες ἀνὰ τακτὰ διαστήματα διὰ μηχανελαίου τὰ τριβόμενα μέρη αὐτῆς οὕτως ὥστε νὰ ὀλισθαίνουν ἄνευ φθορῶν καὶ ἀθορύβως, ἀντικαθιστῶντες ὅπου χρὴ τὰ κατεστραμμένα μηχανικὰ στοιχεῖα διὰ καινουργῶν ἀνταλλακτικῶν...»
       -«..!»
       -«Βεβαίως, διότι τί νομίζετε ἀγαπητέ; Ὁ κόσμος μία μηχανὴ εἶναι -ἡ μηχανὴ τοῦ χρόνου- το δὲ σύμπαν ἓν πελώριον, ἀκριβὲς ὡρολόγιον. Ὅμως κάποια βλάβη ὑπέστη ὁ ὡρολογιακὸς μηχανισμὸς καὶ ὁ χρόνος ἔπαυσεν.
………………………………………………………………………………………………..
       Κλαπατάκ! κλαπατάκ! κλαπατάκ.., ὡς ἀπόκοσμοι ἱππότες ἐκαλπάζομεν εἰς τὴν ἀπέραντον, ἐρημίαν τοῦ διαστήματος. Ἐλάβομεν τὴν ἄγουσαν πρὸς τὸν Ἀλτάιρ, εἶτα κατηυθύνθημεν πρὸς τὸν Λαμπαδίαν ἢ Ἀλδεβαράν, καὶ τώρα ἐπορευόμεθα παρὰ κατακόρυφου δίσκου τεραστίας διαμέτρου ἐκ κρυσταλλικοῦ διαφεγγοῦς ἀχάτου λευκοτέρου χιόνος, ὅστις ἦτο ἡ.., πανσέληνος! Παρακάμπτοντες αὐτήν, ὤωω...!
       Ἐνώπιον τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν μου ἀπεκαλύφθη ὁ ἀπειρομεγέθης ὠξειδωμένος ὡρολογιακὸς μηχανισμὸς τοῦ σύμπαντος κόσμου, μία παμπαλαία μηχανὴ ἰλιγγιώδους πολυπλοκότητος ἐκτὸς λειτουργίας.
       Ἀφιππεύσαμεν.
       -«Ἰδού, διατὶ ἔπαυσεν ὁ χρόνος»  εἶπεν ὁ μέγας Breton δεικνύων τὸν γαλαξίαν. «Εἶναι ἀποσυνεσπειρωμένος».
       -«Πῶς εἴπετε;»
       -«Ὁ γαλαξίας εἶναι τὸ ἐλατήριον τοῦ ὁποίου ἡ ἐλαστικὴ δυναμικὴ ἐνέργεια κινεῖ τὸν συμπαντικὸν ὡρολογιακὸν μηχανισμὸν» ἐξήγησεν ὁ Breton.
       Καὶ λέγων ταῦτα ἤρχισεν νὰ περιστρέφη χορδιστήριον καὶ ταυτοχρόνως -σᾶς ὀρκίζομαι!- εἶδον τὸν γαλαξίαν συσπειρούμενον.

Ἔεπ.., πῶς πᾶτε διακοπὲς χωρὶς τοὺς Ἀγγέλους..;

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Τὰ ἄλογα


Ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς ἀφυπνίσθην ὑπὸ ὑποκώφου σαλάγου συνοδευομένου ὑπὸ ἐντεινομένης, ὑποχθονίας δονήσεως καὶ τρομάξας ἀνεκάθησα εἰς τὴν κλίνην...
       -«Χέι-χέιι..!»
       Ἵπποι ἐξῆλθον ὁρμητικῶς ἐκ τοῦ δεξιοῦ τοίχου τοῦ δωματίου μου, καὶ ἐπ’ αὐτῶν διηύλαυνον γυμνοὶ οἱ σουρρεαλισταὶ γελῶντες ἠχηρῶς καὶ κραυγάζοντες!
    -«Μεσιὲ Λεφρέ! Ἀλεγρία! Ἀλεγρία! Ἐγέρθητε κι ἑνώθητε μεθ’ ἡμῶν! Προσχωρήσατε εἰς τοὺς ὑπερρεαλιστὰς εὐωχητάς!» ἐφώναξεν ὁ Marcel Duchamp διερχόμενος ἐπὶ κυρταύχενος ἵππου.
       -«Ἀλέστα Λεφρέ, ἀλέστα! Χὰ-χὰ-χά..!» ἤκουσα γνωστὸν κακαβιστὸν γέλωτα καὶ εἶδον τὴν Mona Lisa πετομένην, προσκρούουσαν εἰς τοὺς τοίχους τῇδε κακεῖσε, κρατοῦσαν φιάλην καμπανίτου οἴνου εἰς τὴν μίαν χεῖρα καὶ κρυστάλλινον ποτήριον εἰς τὴν ἄλλην...
       Πανδαιμόνιον ἐπεκράτει, ὁπλαὶ προέβαλλον ἐκ τῆς ὀροφῆς,  πυρρότριχες φορβάδες ἐνεπῆδον ἐν τῷ ὑπνοδωματίω, λευκόφαιοι πῶλοι ὑπερεπῆδον τὴν κλίνην μου, ἀτίθασοι κήλονες ἐκάλπαζον κι ἐτρόχαζον, καὶ εἰσερχόμενοι εἰς τὸν ἔναντι ἀριστερὸν τοῖχον ἐχάνοντο! Καὶ ἀφοῦ ὁλόκληρος ἀγέλη διέσχισεν τὸ δωμάτιόν μου καὶ τὸ κακὸν ἐπέρασεν, ἐπῆλθεν ἡσυχία κι ἐκαθήμην εἰς τὸ ἡμίφως καὶ ἠπόρουν, πῶς καὶ τί συνέβη...
       Χρεμετισμὸν ἤκουσα τότε, καὶ στραφεὶς ἀντίκρισα καθαρόαιμον φορβάδα μὲ στιλπνὸν μέλαν τρίχωμα ἀποκοπεῖσαν ἐκ τῆς ἀγέλης, ἥτις εἶχεν χώσει τὸ ῥύγχος της ἐντὸς τῆς ἱματιοθήκης μου καὶ ἠρεύνα τὰ θυλάκιά μου.
       Ὠργισμένος ἔλαβον τὸ ἀκουστικὸν τοῦ τηλεφώνου:
       -«Ἐδῶ μεσιὲ Λεφρέ. Θὰ ἤθελα τὸν maitre d’  hotel, παρακαλῶ!»
       -«Ἐδῶ maitre d’  hotel· τί σᾶς ἀπασχολεῖ μεσιέ;»
       -«Τὸ ξενοδοχεῖον σας εἶναι ἀπαράδεκτον! Εἰς τὸ δωμάτιόν μου εὑρίσκεται μία φορβὰς καὶ ὀσμίζεται διὰ τῶν μυκτήρων της τὰ ἐνδύματά μου! Πῶς τὸ ἐξηγεῖτε αὐτό;»
       -«Τὰ φαντάζεσθε»
       -«Τὰ φαντάζομαι;»
       -«Βεβαίως, τί ἄλλον!»
       -«Χμ, ἴσως... Θὰ τὸ σκεφθῶ. Συγγνώμην διὰ τὴν ἐνόχλησιν» Κλίκ!
      Ὤφειλον νὰ ὁμολογήσω ὅτι ἡ ἐξήγησις τοῦ κυρίου Μπαρντὸ ἦτο πλήρης, λακωνικὴ καὶ προπάντων λογική. Ἡ φορβὰς ἔστρεψεν τὴν κεφαλὴν καί.., μοῦ ὡμίλησεν μὲ ἀνθρωπίνην αὐδήν!
       -«Δὲν εἴμεθα ἵπποι· εἴμεθα ἄ-λογα»
       -«Τί ἄλογα;»
       -«Θυμοειδῆ κι ἀχαλίνωτα. Δηλαδή, εἴμεθα τὰ βασικά σας ἔνστικτα, οἱ παράφοροι πόθοι σας, τὰ ζωώδη πάθη, οἱ ἀνομολόγητοι ἐπιθυμίαι, οἱ ἀνεξέλεγκτοι φόβοι σας. Καταπεπιεσμένα καὶ ἀπωθημένα ὑπὸ τῆς λογικῆς καλπάζομεν ἐλεύθερα ὑποκάτω της συνειδήσεως -εἰς τὸ ὑποσυνείδητόν σας»
       -«Πὼ-πώ!»
    -«Ἐγὼ φέρ’ εἰπεῖν εἶμαι ἡ ἀχαλίνωτος, ἀπεριόριστος, ἀγρία ἀλλὰ καὶ ἁγία Φαντασία. Ἀγαπητέ μου κύριε, μόνον ἐγὼ δύναμαι νὰ σᾶς μεταφέρω ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεται ἡ ἐλπὶς»