Παρασκευή 2 Μαρτίου 2018

Ἄγγελοι Καρφώνονται μέ τό Κεφάλι στήν Ἄσφαλτο


(ἀπόσπασμα)
Ἡ οἰ­στρη­λα­του­μέ­νη μαι­νάς, ἐ­ξε­δύ­θη κα­τε­σπευ­σμέ­νως τῶν ἱ­μα­τί­ων της –σχε­δὸν δι­α­ρή­ξα­σα αυ­τά– κι ἔ­πε­σεν εἰς τὴν κλί­νην, μὴ ἐ­νο­χλου­μέ­νη ἐκ τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ δευ­θυν­τοῦ, ὅ­στις ὅ­λως πε­ρι­έρ­γως πα­ρέ­με­νεν καὶ δεν ἀ­πε­χώ­ρει.
«Ἐμ­πρὸς δι­ε­στραμ­μέ­νε ἐ­ρα­στά,» εἶ­πεν· «τη­ρή­σα­τε τὴν συμ­φω­νί­αν μας εἰς τὸ ἀ­κέ­ραι­ον καὶ με­τ’ αὐ­τα­παρ­νή­σε­ως! Ἰ­δοὺ τὸ ἀ­νοι­κτόν, δο­νού­με­νον αἰ­δοῖ­ον μου! Σᾶς τὸ προ­σφέ­ρω ὁ­λο­ψύ­χως, ἄ­νευ ὅ­ρων καὶ ἐ­πι­φυ­λά­ξε­ων· κα­τα­γα­μή­σα­τέ το· γα­μή­σα­τε αὐ­τὸ σφο­δρῶς καὶ ἀ­δι­α­λεί­πτως.»
«Εἶ­σθε ἀ­πο­λύ­τως σα­φής, madame.»
Ἐ­δί­στα­ζον...
«Τί ἀ­να­μέ­νε­τε, λοι­πόν; Εἶ­ναι κα­τε­πεί­γου­σα εἰ­σαγ­γε­λι­κὴ ἐν­το­λή,» εἶ­πεν εἰς τό­νον μὴ ἐπιδεχόμενον ἀντίρρησιν.
«Γκούχ, γκούχ, ἔ.., δι­ὰ ποῖ­ον λό­γον πα­ρευ­ρί­σκε­ται ὁ ἀ­ξι­ό­τι­μος κύ­ρι­ος Μπαρ­ντό;»
«Monsieur Λε­φρέ,» ἀ­πήν­τη­σεν οὗ­τος εἰς ὗ­φος σο­βα­ρόν· «ἐν­τὸς τῶν κα­θη­κόν­των μου ὡς δι­ευ­θυν­τοῦ εἶ­ναι καὶ ὁ ποι­ο­τι­κὸς ἔ­λεγ­χος τῶν συ­νου­σι­ῶν αἱ ὁ­ποῖ­αι λαμ­βά­νουσιν χώ­ραν εἰς τὸ hotel καὶ ἡ ἔγ­και­ρος ἐ­πέμ­βα­σίς μου δι­ὰ ὑ­πο­δεί­ξε­ων καὶ νου­θε­σι­ῶν ὅ­ταν δὲν ἐ­κτε­λούν­ται ὀρ­θῶς αἱ γα­μι­καὶ κι­νή­σεις. Φαν­τα­σθεῖ­τε ὁ­πό­σον κα­τα­στρο­φι­κὴ θὰ ἦ­το ἐν­δε­χο­μέ­νως ἡ φή­μη ὅ­τι εἰς τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ον μας αἱ πε­λά­τι­σες μας δὲν μέ­νουν ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­ναι.»
«Κα­τα­νο­ῶ· ἀλ­λά.., ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­αν θὰ συ­νευ­ρε­θῶ με­τὰ γε­νι­κῆς εἰ­σαγ­γε­λέ­ως, αἰ­σθά­νo­μαι φυ­σι­κήν τι­να συ­στο­λὴν καὶ ἀ­μη­χα­νί­αν.»
«Εἶ­σθε ἀ­νί­κα­νος, κύ­ρι­ε;» ἠ­ρώ­τη­σεν μὲ χαι­ρέ­κα­κον μει­δί­α­μα ἡ εἰ­σαγ­γε­λι­κὴ λει­τουρ­γός.
«Θε­ὸς φυ­λά­ξοι! Τί εἶ­ναι αὐ­τὰ τὰ ὁ­ποῖ­α λέ­γε­τε, madame
«Δεν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρον ὄ­νει­δος δι­ὰ τὴν ἀν­δρι­κήν σας τι­μὴν ἀ­πὸ τὸ να μὴν ἔ­χε­τε στύ­σιν κα­τ’ αὐ­τὴν τὴν κρί­σι­μον ὥ­ραν. Ἄ­γος καὶ κα­ται­σχύ­νη θὰ σᾶς κα­τα­δι­ώ­κουν εἰς τὸ ὑ­πό­λοι­πον τοῦ βί­ου σας.»
«Σᾶς δι­α­βε­βαι­ῶ κυ­ρί­α, εἶ­μαι δό­κι­μος καὶ ἀ­πο­λύ­τως ἱ­κα­νός.»
«Ἰ­δοὺ ἡ τά­φρος ἰ­δοὺ καὶ τὸ πή­δη­μα,[1]» εἶ­πεν δει­κνύ­ου­σα τὴν βα­θυ­τά­την της αὔ­λα­κα. «Πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζη­τε, κύ­ρι­ε ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λυ­τέ­ρα ἀ­γέ­νει­α ἀ­πὸ τὸ νὰ ἀ­φή­νη­τε μί­αν κυ­ρί­αν να σᾶς ἀ­να­μέ­νῃ ἀ­νημ­μέ­νη,»
Ἠ­σθα­νό­μην ἄγ­χος καὶ φό­βον μή­πως ἀ­πο­δει­χθῶ ἀ­νε­παρ­κὴς καὶ κα­τώ­τε­ρος τῶν πε­ρι­στά­σε­ων. Θὰ ἀν­τα­πε­κρί­νε­το ἄ­ρα­γε τὸ πέ­ος μου εἰς τὰς ὑ­ψη­λὰς ἀ­παι­τή­σεις τῆς εἰ­σαγ­γε­λέ­ως; Ἐ­δει­λί­ων, τὸ θάρ­ρος μου ἀ­πέ­λει­πεν.
«Ἂς σβή­σω­μεν του­λά­χι­στον τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸν φῶς,» πα­ρε­κά­λε­σα.
Κλικ!
Ἤρ­χι­σα να ἐκ­δύ­ο­μαι τοῦ ῥά­σου. Κρύ­ος ἱ­δρὼς μὲ πε­ρι­έ­λου­εν. ‘Πώς θὰ γα­μή­σω αὐ­τὴν τὴν μέ­γαι­ρα;’ ἐ­συλ­λο­γι­ζό­μην. Ἠ­σθα­νό­μην ὄ­χι ἔλ­ξιν, ἀλ­λὰ φρίκην καὶ βδελυγμίαν δι­ὰ τὴν στυ­γε­ρὰν εἰ­σαγ­γε­λέ­α. ‘Τί ζη­τῶ ἐ­γὼ ἐ­δῶ;’ ἀ­νε­ρω­τήθην. Αἴφ­νης...
Κρὰ-κρά! ἤ­κου­σα βραγ­χώ­δη κρωγ­μὸν κι ἐ­τρό­μα­ξα!
«Κύ­ρι­ε δι­ευ­θυν­τά, ἁρ­πα­κτι­κὸν τι ὄρ­νε­ον ὑ­πάρ­χει ἐν­τὸς τοῦ δω­μα­τί­ου! Ποῦ εἶ­σθε;» εἶ­πα ψη­λα­φῶν τε­τρο­μαγ­μέ­νος τὸ σκό­τος. «Κυ­ρί­α εἰ­σαγ­γε­λεῦ, τὸ ἠ­κού­σα­τε κι ἐ­σεῖς; Τὶ ἦ­το;!»
«Τὸ αἰ­δοῖ­ον μου.»
«Κρώ­ζει τὸ αἰ­δοῖ­ον σας;!»
«Κρώ­ζει, χρι­στι­α­νέ μου· κρώ­ζει ἐκ τῆς πο­λυ­ε­τοῦς ἀ­γα­μί­ας κι ἀ­νοι­γο­κλεί­ει ἐκ τῆς προσ­δο­κί­ας.»
«Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ! Τί ἄλ­λον θὰ ἀ­κού­σουν τὰ ὦ­τα μου εἰς τοῦ­το τὸ πα­ρα­νο­ϊ­κὸν μυ­θι­στό­ρη­μα;!» εἶ­πον σταυ­ρο­κο­πού­με­νος.
«Ὄ­χι μό­νον κρώ­ζει, ἀλ­λὰ δι­α­θέ­τει ἐ­πι­προ­σθέ­τως καὶ ὀ­δόν­τας.»
«Ὀ­δόν­τας;! Κιν­δυ­νεύ­ει τὸ πέ­ος μου!»
«Μὴν ὀρ­ρω­δεῖ­τε φίλ­τα­τε καὶ μὴν πτο­εῖ­σθε.» μὲ ἐ­νε­θάρ­ρυ­νεν ὁ δι­ευ­θυν­τής.
«Σᾶς τὴν πα­ρα­χω­ρῶ· ἐ­γὼ α­πο­χω­ρῶ...» καὶ ἀ­νοί­ξας τὴν θύ­ραν ἔ­φυ­γα δρο­μέ­ως.
«Προ­δό­τα­α, ῥί­ψα­σπι­ι­ι!» ἔρ­ρη­ξεν κραυ­γὴν ὀ­ξεῖ­αν ἐ­γει­ρο­μέ­νη ἐκ τῆς κλί­νης καὶ κα­τα­δι­ώ­κου­σά με γυ­μνὴ εἰς τὸν δι­ά­δρο­μον. «Ἐ­πι­στρέ­ψα­τε εἰς τὸν κρά­βα­τον!» ἐ­κραύ­γα­ζεν. «Δι­ευ­θυν­τα­α­ά! Συλ­λά­βα­τε τὸν λι­πο­τά­κτην!»
Κρὰ-κρά! συ­νη­γό­ρει τὸ τε­ρα­τῶ­δες αἰ­δοῖ­ον...


[1] Ἡ φράση προέρχεται ἀπό τὸν αἰσώπειο μῦθο, ‘Ἀνὴρ κομπαστής’: ‘Ἀλλ’ ὦ οὗτος, εἰ τοῡτο ἀληθὲς ἐστι, οὐδέν δεῖ σοι μαρτύρων· αὐτοῦ γὰρ καὶ τάφρος καὶ πήδημα.

Ἐγχειρίδιο ἐπιβίωσης στοὺς καιροὺς τῆς κρίσης: http://issuu.com/larrycool/docs/larry_cool_-______________________________________?mode=window

Ἄγγελοι Καρφώνονται μέ τό Κεφάλι στήν Ἄσφαλτο


(ἀπόσπασμα) ...Μεσημβρία Ἰουλίου, καὶ ὁ καύσων ἀφόρητος· ἐσπόγγισα τὸ μέτωπόν μου ἐκ τοῦ ἱδρῶτος μὲ τὸ μανδήλιον κι ἐστράφην πρὸς τὸ ἐσωτερικόν· μυῖαι ἐβόμβουν εἰς τὸ δωμάτιον· αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου εἰσερχόμεναι διὰ τοῦ παραθύρου ἐσχημάτιζον στρεβλὸν τετράπλευρον ἐπὶ τοῦ δαπέδου. Ἔχυσα ὀλίγον κονιὰκ εἰς ποτήριον κι ἐκάθησα πλησίον τοῦ πτώματός μου· ἤναψα σιγαρέτον κι ἐχαλάρωσα τὸν λαιμοδέτην. Ἀπελάμβανον τὸ μοναδικὸν προνόμιον νὰ εἶμαι θεατὴς τοῦ θανάτου μου!
       Μία μυία ἐκάθησεν ἐπὶ τῆς ῥινὸς τοῦ πτώματος. Παρηκολούθουν τὴν ἄσκοπον περιπλάνησίν της μὲ ἀποκεχαυνωμένον ἐκ τοῦ καύσωνος καὶ τοῦ ἀλκοὸλ βλέμμα. Περιεπάτησεν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ βλεφάρου τοῦ νεκροῦ, ἠκινητοποίηθη, ἔτριψεν τοὺς ἐμπροσθίους πόδας της μὲ ἐμφανῆ ἱκανοποίησιν διὰ τὸ μέγα γεῦμα τὸ ὁποῖον ἡπλοῦτο ἐνώπιόν της, ὕστερον ἐσυνέχισεν πρὸς νότον, εἰσῆλθεν ὀλίγον εἰς τὸν δεξιὸν ρώθωνα, ἐξήλθεν ἀμέσως, καὶ ἀφοῦ διῆλθεν τὰ πελιδνὰ χείλη τοῦ ἐκλειπόντος, ἀπέπτη αἰφνιδίως διὰ παρορμητικῆς κινήσεως. Τὸ συγκλονιστικὸν θέαμα μὲ εἶχεν ἀπορροφήσει ὁλοκληρωτικῶς -διὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, ὑπνηλία μὲ κατέλαβεν καὶ βαθέως ἐχασμήθην...
       Τὸ ἐπὶ τοῦ δαπέδου φωτεινὸν τετράπλευρον εἶχεν μετατοπισθῇ τώρα καὶ ἀνήρχετο ὀλισθαῖνον ἀθορύβως ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης. Δὲν ἐγνώριζον τί νὰ κάμνω μόνος μὲ τὸ πτῶμα μου εἰς τὸ αὐτὸ δωμάτιον, καὶ ὅπως ἐκαθήμην παρετήρουν τὸ κολόβιον –κοινῶς ζιμπούνι– τὸ ὁποῖον ἐφόρει ὁ μακαρίτης, καὶ ἄνευ σκέψεως, ἀπὸ ἀνίαν καὶ μόνον, ἤρχισα νὰ ἑλκύω ἀποτετλιμένην[1] ἄκρην νήματος ἐκ τῆς παρυφῆς τοῦ πλεκτοῦ. Ἦτο βεβαίως ἔλλειψις σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἀείμνηστον ἀλλ’ ἤμην μόνος καὶ οὐδεὶς μ’ ἔβλεπεν.
       Ἐπεράτωσα τὸ κολόβιον, καὶ ἐπειδὴ τὰ πράγματα ἐν τῷ κόσμῳ εἶναι ἀλληλοσυνδεόμενα καὶ ἀλληλοεξαρτώμενα ὡς λέξεις ἐν κειμένω, τὸ κλῶσμα ἐσυνεχίζετο καὶ ἤρχισα νὰ ἀπυφαίνω καὶ τὸν  μακαρίτην! Τὸν εἶχον ἀπυφάνει σχεδὸν κατὰ τὸ ἥμισυ, ὅταν κάτωθεν τῆς κλίνης προέβαλεν ὅλως αἰφνιδίως ὁ…

Ἐγχειρίδιο ἐπιβίωσης στοὺς καιροὺς τῆς κρίσης: http://issuu.com/larrycool/docs/larry_cool_-______________________________________?mode=window


[1] ξηλωμένη