Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

56. Τὰ ὕδατα τοῦ ἀσυνειδήτου:



Τὰ ὕδατα τοῦ ἀσυνειδήτου:
Ὁ δι­ά­δρο­μος εἶ­χεν με­τα­τρα­πῇ εἰς ὁρ­μη­τι­κὸν πο­τα­μὸν καὶ τὰ φρε­ά­τι­α τῶν ἀ­νελ­κυ­στή­ρων εἰς ἠ­χη­ροὺς κα­ταρ­ρά­κτας. Παν­τα­χό­θεν ἠ­κού­ον­το κε­λα­ρύ­σμα­τα, βορ­βο­ρυγ­μοί, γλου­γλου­κι­σμοί, κο­χλα­σμοί, πα­φλα­σμοὶ καὶ φλοι­σβί­μα­τα. Ὑ­δά­τι­ναι φλέ­βες δι­έ­τρε­χον τοὺς τοί­χους καὶ τὰς ὀ­ρο­φὰς ἐ­σω­τε­ρι­κῶς, καὶ ὁποθενδήποτε τὰ ὕ­δα­τα εὕ­ρι­σκον ρωγ­μὴν ἐ­ξη­κον­τί­ζον­το ὡς πί­δα­κες ἕ­νε­κα με­γά­λης πι­έ­σε­ως. 
Φθά­νον­τες εἰς τὸ κεν­τρι­κὸν κλι­μα­κο­στά­σι­ον πα­ρε­σύρ­θη­μεν ὑ­πὸ τοῦ ρεύ­μα­τος καὶ ἐ­κά­μα­μεν ἑ­λι­κο­ει­δὲς rafting εἰς τὸν κα­ταρ­ρέ­ον­τα χεί­μαρ­ρον τῆς με­γα­λο­πρε­ποῦς art nouveau κεν­τρι­κῆς κλί­μα­κος, ἀ­πο­λή­ξαν­τες εἰς τὴν με­γά­λην αἴ­θου­σαν τῶν δε­ξι­ώ­σε­ων ἔν­θα τὰ ἔ­πι­πλα ἐ­πέ­πλε­ον, καὶ ὅ­που ἐ­πὶ τῶν τρα­πε­ζῶν ἐ­πέ­βαι­νον οἱ ἀ­ξι­ό­τι­μοι πε­λά­ται οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­γέ­λων καὶ δι­ε­σκέ­δα­ζον δι­ε­ξά­γον­τες ἀ­πη­δα­λι­ο­χή­τους ἀ­γώ­νας, χρη­σι­μο­ποι­οῦν­τες τὰς χεῖ­ρας των ὡς κώ­πας, ἀ­να­φω­νοῦν­τες - ἄ­α­α!, ὤ­ω­ω!, ἴ­ι­ι!, ὅ­ταν τὰ αὐ­το­σχέ­δι­α σκά­φη των συ­νε­κρού­ον­το καὶ ἀ­νε­τρέ­πον­το.
Καὶ ἐν μέ­σῳ ὅ­λων αὐ­τῶν, ὁ maitre d’  hotel με­σι­ὲ Μπαρ­ντὸ μα­ταί­ως ἐ­πά­σχι­ζεν νὰ ἐ­πι­βάλ­λῃ τὴν τά­ξιν –«κυ­ρί­αι μου, κύ­ρι­οι, πα­ρε­κτρέ­πε­σθε, δὲν εἶ­ναι κό­σμι­ον»– τίλ­λων τὰς τρί­χας τῆς κε­φα­λῆς του ἐκ τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας, ἀ­να­στε­νά­ζων «mon Dieu, quelle catastrophe!», ἐ­νῷ τὰ lift boys καὶ οἱ laquais (λα­κέ­δες) ἵ­σταν­το ἀ­μή­χα­νοι κρα­τοῦν­τες σά­ρω­θρα, μά­κτρα καὶ κά­δους –ἐ­ξο­πλι­σμὸς ἐν­τε­λῶς ἀ­να­πο­τε­λε­σμα­τι­κὸς καὶ ἀ­κα­τάλ­λη­λος δι­ὰ τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­σιν τοι­ού­του με­γέ­θους κα­τα­κλυ­σμοῦ καὶ ἐ­λευ­θε­ρι­ό­τη­τος.
Ἰ­δὼν με ὁ Μπαρ­ντὸ ὕ­ψω­σεν ἐκ τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας τὰς χεῖ­ρας κραυ­γά­ζων:
«Με­σι­ὲ Λαρ­ρύ, ἂχ με­σι­ὲ Λαρ­ρύ, κά­μα­τε κά­τι ἐ­πι­τέ­λους! Δὲν τολ­μῶ νὰ ἀ­να­λο­γι­σθῶ τὴν βλά­βην τὴν ὁ­ποί­αν θὰ ὑ­πο­στῇ ἡ φή­μη τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου μας!»
«Δὲν πταί­ω ἐ­γώ, κύ­ρι­ε Μπαρ­ντό· τὸ ἀ­συ­νεί­δη­τον ὡς γνω­στὸν εἶ­ναι ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτον. Ὑ­πό­σχο­μαι ὅ­μως νὰ κά­μω πᾶν τὸ ἀν­θρω­πί­νως δυ­να­τὸν ἵ­ν’ ἀ­πο­κα­τα­στή­σω τὴν βλά­βην.»
Δι­ε­σχί­σα­μεν τὴν με­γά­λην αἴ­θου­σαν μὲ ὀρ­θί­αν κο­λύμ­βη­σιν –κοι­νῶς, ὀρ­θο­πλε­ξι­ὰ– ἀγ­γί­ζον­τες τὰ ὑ­πὸ τῶν πο­δῶν μας πλέ­ον­τα μαῦ­ρα ἐ­πι­κίν­δυ­να κή­τη τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­γέν­να δι­αρ­κῶς τὸ ὑ­πο­συ­νεί­δη­τόν μου, καὶ με­τέ­βη­μεν εἰς τὰ οὐ­ρη­τή­ρι­α τῶν ἀν­δρῶν.
Ὁ Marcel ἔ­κυ­ψεν καὶ ἀ­πε­κο­χλί­ω­σεν τὸ πε­ρι­κό­χλι­ον τῆς ἀ­πο­χε­τεύ­σε­ως τοῦ οὐ­ρη­τή­ρα δι­ὰ τοῦ γαλ­λι­κοῦ του κλει­δί­ου –κ. κά­βου­ρα– καὶ κα­θὼς ἀ­πέ­φρα­ζεν τὸν ἀ­πο­χε­τευ­τι­κὸν ἀ­γω­γόν...
«Marcel Duchamp!» τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σα αἴφ­νης, δει­κνύ­ων αὐ­τὸν δι­ὰ τοῦ δεί­κτου τῆς δε­ξι­ᾶς. «Σὺ εἶ ὁ Marcel Duchamp,» ἐ­φώ­να­ξα, «ὁ γάλ­λο-ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης νταν­τα­ϊ­στὴς καὶ ὑ­περ­πραγ­μα­τι­στής, ὁ δη­μι­ουρ­γός της θρυ­λι­κῆς ‘fountain’.[1]»
«Μὲ ἐ­νε­θυ­μή­θη­τε!»
«Πῶς καὶ ὑ­δραυ­λι­κός, Marcel?»
«Μὰ εἶ­ναι φυ­σι­κὸν ἡ­μεῖς οἱ ὑ­περ­ρε­α­λι­σταὶ νὰ ἀ­σχο­λού­με­θα μὲ τὰ ὑ­δά­τι­να ὄ­νει­ρα τὰ ἐκ­πη­γά­ζον­τα τοῦ ἀ­συ­νει­δή­του. Ἐξ ἄλ­λου, δι­ὰ τῶν ὀ­νεί­ρων πλά­θο­μεν τὸν κό­σμον ἐν­τός τοῦ ὁ­ποί­ου ζῶ­μεν.



[1] ‘Fountain’ is a 1917 work by Marcel Duchamp. It is one of the pieces which he called readymades (also known as found art), because he made use of an already existing object—in this case a urinal, which he titled Fountain and signed ‘R. Mutt’.
από, http://en.wikipedia.org/wiki/Fountain_(Duchamp)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου