Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

55. Δὲν εὑρισκόμεθα ἐντὸς τοῦ κόσμου· ὁ κόσμος εὑρίσκεται ἐντὸς ἡμῶν


Εὑρισκόμην εἰς τὸ κατακεκλυσμένον ὑπὸ ὑδάτων δωμάτιόν μου, ἡ στάθμη τῶν ὁποίων ἔφθανεν ἕως τοῦ στήθους μου καὶ πέριξ μου ἐπέπλεον ἐν μεγάλῃ ἀταξίᾳ –φύρδην μίγδην– τὰ βιβλία μου, τὰ ἐνδύματά μου, ὁ πίλος μου, καθίσματα, σινδόναι, καὶ κάθε τι τοῦ ὁποίου ἡ ἄνωσις ἦτο μεγαλυτέρα τοῦ βάρους αὐτοῦ...
       Ἡ κατάστασις δὲν ἦτο ἁπλῶς ἀνεξήγητος· ἦτο κυρίως καὶ πρὸ πάντων ἀνησυχητική. Ἡ μόνη λογικὴ ἐξήγησις τὴν ὁποίαν ἤμην εἰς θέσιν νὰ φαντασθῶ, ἦτο ὅτι ἀφυπνίσθην εἰς ἄλλον ὄνειρον καὶ ὅτι ὁλόκληρος ἡ ζωή μου ἦτο μία διαδοχὴ ὀνείρων κατὰ τὴν ὁποίαν πρὶν ἐξέλθω τελείως ἐκ τοῦ ἑνὸς εἰσηρχόμην ἤδη εἰς τὸ ἑπόμενον. Ἠσθανόμην λίαν ἄρρωστος καὶ διεκολύμβησα μὲ κόπον πρὸς τὴν τουαλέτταν. Ἐστάθην μὲ τοὺς πόδας εἰς διάστασιν, ἐξήγαγον τὸ πέος μου, ἀλλ’ εὑρέθην εἰς δεινὴν ἀμηχανίαν διότι πῶς νὰ οὐρήσω ἀφοῦ ἤμην ἐντός τοῦ ὕδατος καὶ τὰ οὖρα τὰ ὁποῖα θὰ ἐνέχυνον θὰ διεχέοντο εἰς τὸ ὕδωρ καὶ θὰ ἤρχοντο εἰς ἀναγκαστικὴν ἐπαφὴν μὲ τὸ σῶμα μου –ἔστω καὶ ἠραιωμένα–  ἐνδεχόμενον τὸ ὁποῖον μοῦ προεκάλει ἀηδίαν καὶ ἀπέχθειαν; Καὶ τελικῶς δὲν οὔρησα κι ἐτοποθέτησα καὶ πάλιν τὸ πέος μου ἐντὸς τῆς περισκελίδος.
       Εἶδον τὸ πρόσωπόν μου εἰς τὸν καθρέπτην καὶ εἶχον ὄψιν ψυχοπαθοῦς εὑρισκομένου εἰς χαοτικὴν σύγχυσιν. Εἷς ἀπτηνοδύτης[1] ἐπὶ τοῦ φοριαμοῦ, ἰδών με ἐτρόμαξεν καὶ κατεδύθη ἐν τοῖς ὕδασι. Ὡμοίαζον πρὸς τὴν αὐτοπροσωπογραφίαν τοῦ 1912 τοῦ Egon Schiele, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ καλλιτέχνης εἶχεν ἀποτυπώσει μὲ ἀπαράμιλον ἐκφραστικότητα τὴν ὑπαρξιακήν του ἀγωνίαν.
       Ἤνοιξα τὸ στόμα διὰ νὰ κάμνω λαρυγγοσκόπησιν καὶ τρομοκρατηθεὶς μὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖον εἶδον –ἢ μᾶλλον, μὲ αὐτὸ τὸ ὁποῖον δὲν εἶδον– τὸ ἔκλεισα αὖθις ἐπιθέτων καὶ τὴν παλάμην!
       Ὅμως ἡ περιέργεια κατενίκησεν τὸν φόβον, καὶ μετ’ ὀλίγον τὸ ἤνοιξα διστακτικῶς ἵνα βεβαιωθῶ περὶ τοῦ σκανδαλώδους φαινομένου.
       Πῶς νὰ σᾶς τὸ περιγράψω, ἀγαπητὴ ἀναγνώστρια χωρὶς νὰ σᾶς ἀνησυχήσω...  Ἐντός μου ἤμην ἀπύθμενος, σκοτεινὴ ἄβυσσος. Δὲν εἶχον γλῶτταν, μήτε λάρυγγα, μηδὲ σπλάγχνα· δὲν εἶχον τίποτε· ἤμην ἄδειος, κοῦφος, σπηλαιώδης· ἤμην πεφυσημένον δέρμα, κέλυφος μόνον, ἀκατοίκητον σκήνωμα. Ἐπηληθεύετο κατὰ τὸν πλέον κατηγορηματικὸν τρόπον ὁ ἐκ γενετῆς ὑπαρξιακός μου φόβος ὅτι ἤμην περίβλημα τοῦ τίποτε, ἔλυτρον τοῦ κανενός, τέλειον περίγραμμα τοῦ μηδενός.
       Ἐκοίταζον τὸ ἐπὶ τοῦ καθρέπτου ἔντρομον εἴδωλόν μου καὶ ἠσθανόμην συντετριμμένος. Ἤνοιξα καὶ πάλιν τὸ στόμα. Καὶ παρατηρῶν αὐτὴν τὴν φορὰν μὲ προσοχὴν καὶ ψυχραιμίαν ἰατροῦ, διέκρινα ἐντός μου εἰς τὸ ἀχανές, σκοτεινὸν διάστημα τὸ μικρόν, φωτεινὸν ξενοδοχεῖον ταξιδεῦον μονῆρες ἐν μέσῳ γαλαξιῶν, ἀστέρων, νεφελωμάτων καὶ πλανητῶν. Ἴλλιγγον μετὰ δέους ἠσθάνθην, καὶ ἠπόρησα, καὶ τὰ μάλα ἐθαύμασα πῶς τὸ ξενοδοχεῖον καὶ τὸ ἄπειρον σύμπαν εὑρίσκοντο ἐντὸς τοῦ πεπερασμένου σώματός μου! Ὁ νοῦς μου δὲν τὸ ἐχώρει.
       -«Δὲν εὑρίσκεσθε ἐντός τοῦ κόσμου· ὁ κόσμος εὑρίσκεται ἐντός σας»
       Ἐστράφην καὶ εἶδον ἔκπληκτος τὴν μικρὰν Μάρφα –τὴν παῖδα μὲ τὸ πέος– καθημένην μὲ ἀνοικτοὺς πόδας ἐπὶ μεγάλης ταρταρούγης -θαλασσίας χελώνης ἡλικίας ἄνω τῶν 300 ἐτῶν.


[1] πιγγουίνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου