Κυριακή 17 Ιουλίου 2011

24. Στρασβούργο - η μαύρη πανώλη

Αργά το α­πό­γευ­μα της ε­πο­μέ­νης θα περ­νώ τα σύ­νο­ρα Γερ­μα­νί­ας - Γαλ­λί­ας.
Σύ­θαμ­πο· έ­τσι ό­πως ο στρό­βι­λος της σκό­νης θα κυ­κλώ­νει την πό­λη του Στρα­σβούρ­γου, θα εί­ναι σαν έ­να πε­λώ­ριο, με­τέ­ω­ρο στοι­χει­ό σε φα­σμα­τι­κό κό­σμο. Τί­πο­τε δε θα ’­ναι πραγ­μα­τι­κό· ό­λα θα εί­ναι πα­ρα­στά­σεις του μυα­λού μου, και η φαν­τα­σί­α μου δε θα μπο­ρεί να συλ­λά­βει την ‘πραγ­μα­τι­κό­τη­τα’, για­τί θα εί­ναι σαν να προ­σπα­θεί κά­ποι­ο φάν­τα­σμα να πιά­σει έ­να πράγ­μα.
Το Στρα­σβούρ­γο θα εί­ναι νε­κρή πο­λι­τεί­α. Πριν α­πό δέ­κα χρό­νια θα εί­χε χτυ­πη­θεί α­πό κά­ποι­α με­ταλ­λαγ­μέ­νη μορ­φή πα­νώ­λης ε­ξαι­ρε­τι­κά με­τα­δο­τι­κή. Η πό­λη θα εί­χε μπει σε κα­ραν­τί­να, ο στρα­τός θα την εί­χε κυ­κλώ­σει και θα ’­χαν α­φή­σει τους κα­τοί­κους να πε­θά­νουν α­βο­ή­θη­τους, χω­ρίς για­τρούς και φάρ­μα­κα. Ό­σοι θα εί­χαν προ­σπα­θή­σει να δι­α­φύ­γουν θα εί­χαν ε­κτε­λε­στεί εν ψυ­χρώ. Οι δυ­στυ­χείς πο­λι­ορ­κη­μέ­νοι θα πέ­θαι­ναν κά­θε μέ­ρα κα­τά χι­λιά­δες· οι ζων­τα­νοί δε θα εί­χαν πού να θά­ψουν τους νε­κρούς· θα τους έ­χω­ναν πρό­χει­ρα στους δρό­μους, και θα εί­χαν α­νοί­ξει τους πύρ­γους στα τεί­χη της πα­λιάς πό­λης και θα πε­τού­σαν μέ­σα τα πτώ­μα­τα· η δυ­σω­δί­α θα ή­ταν α­φό­ρη­τη.
Μπαί­νον­τας στην πό­λη θα στα­μα­τή­σω.­.. Στο μού­χρω­μα της νύ­χτας θα μου φα­νεί ό­τι το ο­δό­στρω­μα κι­νεί­ται σαν θα­λάσ­σιο ρεύ­μα! Θα στα­μα­τή­σω πα­ρα­ξε­νε­μέ­νη και πα­ρα­τη­ρών­τας προ­σε­κτι­κό­τε­ρα θα δι­α­κρί­νω κο­πά­δια πον­τι­κών να τρέ­χουν α­π’ τη μια ως την άλ­λη ά­κρη. Με­ρι­κοί α­π’ αυ­τούς θα πα­ρα­ξε­νευ­τούν α­π’ την πα­ρου­σί­α μου και θα στα­θούν στα πί­σω τους πό­δια· θα μυ­ρί­σουν τον α­έ­ρα κου­νών­τας νευ­ρι­κά τις μυ­τε­ρές μου­σού­δες τους και τα μου­στά­κια τους, και α­μέ­σως με­τά θα συ­νε­χί­σουν τα βι­α­στι­κά πη­γαι­νέ­λα τους και την πο­λυ­ά­σχο­λη ζω­ή τους.
Θα βά­λω α­πο­φα­σι­στι­κά τα­χύ­τη­τα και θα πα­τή­σω γκά­ζι. Α­η­δι­α­στι­κά τσι­ρίγ­μα­τα θ’ α­κου­στούν κά­τω α­π’ τα ε­λα­στι­κά της c­h­e­v­r­o­l­et. Θα κοι­τά­ξω α­π’ τον κα­θρέ­φτη και θα δω πί­σω μου τα αι­μά­τι­να ί­χνη που θα α­φή­νουν οι τρο­χοί στο ο­δό­στρω­μα.
Ο καυ­τός ά­νε­μος θα χτυ­πά με δύ­να­μη τις ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νες πόρ­τες και τα πα­τζού­ρια των κτι­ρί­ων. Η α­σχή­μια των ε­ρει­πω­μέ­νων οι­κο­δο­μών θα εί­ναι τό­σο ο­δυ­νη­ρή που θα προ­κα­λεί πό­νο στα μά­τια. Οι ε­πι­γρα­φές με τα ο­νό­μα­τα των ο­δών -R­ue d­es E­c­h­a­s­s­es, R­ue d­es J­u­i­fs, R­ue d­es F­r­è­r­es- θα στοι­χει­ώ­νουν τους έ­ρη­μους δρό­μους κά­νον­τας α­βά­στα­χτη την α­που­σί­α των αν­θρώ­πων. Πά­νω σ’ έ­ναν γερ­μέ­νο στύ­λο με κομ­μέ­να κα­λώ­δια θα κά­θε­ται έ­να πα­χύ όρ­νιο που θα ε­πο­πτεύ­ει την ε­πι­κρά­τειά του με ά­γριο βλέμ­μα.
Κα­θώς θα έρ­χο­μαι α­πό τη R­ue M­a­r­c­i­é­re, θα δι­α­σχί­σω χω­ρίς να κό­ψω τα­χύ­τη­τα τη P­l­a­ce de la C­a­t­h­é­d­r­a­le, θα πέ­σω πά­νω στη σά­πια πύ­λη της N­o­t­re-D­a­me της πό­λης, που θα ή­ταν έ­τοι­μη να κα­ταρ­ρεύ­σει α­πό και­ρό και θα μπω μέ­σα στον εκ­κλη­σί­α με την c­h­e­v­r­o­l­et.
Θ’ α­να­τρι­χιά­σω α­π’ τη φρί­κη! Ο τε­ρα­τώ­δης κα­θε­δρι­κός θα εί­ναι κα­τα­σκό­τει­νος και στο φως των προ­βο­λέ­ων του αυ­το­κι­νή­του θα δω το δά­πε­δο κα­λυμ­μέ­νο με ε­κα­τον­τά­δες αν­θρώ­πι­νους σκε­λε­τούς. Η τε­λευ­ταί­α πρά­ξη της τρα­γω­δί­ας θα εί­χε παι­χτεί ε­δώ.
Χω­ρίς να σβή­σω τη μη­χα­νή θα κα­τέ­βω. Θα προ­σπα­θώ να δι­α­τη­ρή­σω την ι­σορ­ρο­πί­α μου πα­τών­τας α­νά­με­σα στα οστά· θα υ­πάρ­χουν αγ­κα­λι­α­σμέ­νοι σκε­λε­τοί μα­νά­δων και παι­δι­ών και ο­λό­κλη­ρων οι­κο­γε­νει­ών.
«Θε μου!» θα ψι­θυ­ρί­σω συγ­κλο­νι­σμέ­νη, «τι έ­γι­νε ε­δώ μέ­σα;»
Στον ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο θα εί­ναι γερ­μέ­νος έ­νας σκε­λε­τός ντυ­μέ­νος με πο­λυ­τε­λή πορ­φυ­ρά άμ­φια που θα ’­χουν ξε­θω­ριά­σει α­π’ τα χρό­νια, ε­νώ μια χρυ­σή τιά­ρα θα στο­λί­ζει τη νε­κρο­κε­φα­λή. Το σκε­λε­τω­μέ­νο χέ­ρι θα κρα­τά έ­να φύλ­λο χαρ­τί. Θα το τρα­βή­ξω με πολ­λή προ­σο­χή.., και ξαφ­νι­κά ο ε­τοι­μόρ­ρο­πος σκε­λε­τός θα κα­ταρ­ρεύ­σει και θα δι­α­λυ­θεί με υ­πό­κω­φο γδού­πο μέ­σα σ’ έ­να σύν­νε­φο σκό­νης. Θα δι­α­βά­σω:
‘Σή­με­ρα, ε­ορ­τή της πο­λι­ού­χου Πα­να­γί­ας μας, ε­μείς οι χί­λι­ες ε­ξα­κό­σι­ες ψυ­χές που α­πο­μεί­να­με, μην ελ­πί­ζον­τας σε σω­τη­ρί­α και μην μπο­ρών­τας ν’ αν­τέ­ξου­με άλ­λο το κα­κό που μας βρή­κε, συγ­κεν­τρω­θή­κα­με ε­δώ στη μη­τρό­πο­λη και, α­φού τε­λέ­σα­με πα­ρα­κλη­τι­κή λει­τουρ­γί­α, με­τα­λά­βα­με ό­λοι το δη­λη­τή­ριο α­πό το χέ­ρι του ε­πι­σκό­που μας -πρώ­τα οι άρ­ρω­στοι και τα παι­διά- βά­ζον­τας τέρ­μα στην α­πελ­πι­σί­α μας και στη δυ­στυ­χι­σμέ­νη μας ζω­ή.
’­Κα­νείς δε θα κα­τα­λά­βει πώς φτά­σα­με στο ση­μεί­ο να σκο­τώ­σου­με τα ί­δια μας τα παι­διά.­.. Ο πό­νος και η α­πό­γνω­σή μας εί­ναι α­πε­ρί­γρα­πτη. Εί­θε ο θε­ός να μας συγ­χω­ρέ­σει κι οι άν­θρω­ποι να μας συμ­πο­νέ­σουν.­..’
Θ’ α­να­τρι­χιά­σω α­πό τη φρί­κη. Θα α­φή­σω το χαρ­τί στον ε­πι­σκο­πι­κό θρό­νο και θα βια­στώ να ε­πι­στρέ­ψω στο αυ­το­κί­νη­το πα­τών­τας και σπά­ζον­τας τους σκε­λε­τούς.
Στους δρό­μους θα συ­νω­στί­ζον­ται ε­κα­τομ­μύ­ρια, δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια τρω­κτι­κά. Το p­a­re-b­r­i­se θα γε­μί­σει κόκ­κι­νες πι­τσι­λι­ές· θ’ α­νοί­ξω τους υ­α­λο­κα­θα­ρι­στή­ρες. Στις στρο­φές, οι ρό­δες θα γλι­στρά­νε πά­νω στα ξε­κοι­λι­α­σμέ­να πτω­μα­τά­κια. Θα ε­πι­τα­χύ­νω και θα γε­λά­ω δυ­να­τά, πα­ρα­νο­ϊ­κά.
«Χα-χα-χα! Κα­τα­ρα­μέ­να, κα­τα­ρα­μέ­να, σας πα­τά­ω, σας πα­τά­ω! Χα-χα-χα!» Θα ’­χω πα­ρα­φρο­νή­σει α­π’ την α­πέ­ραν­τη μο­να­ξιά και την α­πε­ρί­γρα­πτη φρί­κη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου