Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

38. Η γνωριμία μου με τον Λένιν



Π
οῦ ἤ­μην;!
Ἐ­κοί­τα­ξα γύ­ρω μου καὶ δι­ε­πί­στω­σα ἔκ­πλη­κτος ὅ­τι εὑ­ρι­σκό­μην ἐ­πὶ θε­α­τρι­κῆς σκη­νῆς! Εἶ­χον δι­α­κό­ψει κά­ποι­αν πα­ρά­στα­σιν;! Ἐ­κοί­τα­ξα μὲ ἀ­πο­ρί­αν τοὺς ἠ­θο­ποι­οὺς κι ἐ­κεῖ­νοι ἀν­τα­πέ­δω­σαν τὸ βλέμ­μα μου μὲ ἀ­μη­χα­νί­αν. Θό­ρυ­βος ἀ­νη­συ­χί­ας καὶ ψί­θυ­ροι δυ­σα­ρε­σκεί­ας ὑ­ψώ­θη­σαν ἐκ τοῦ κοι­νοῦ δι­ὰ τὴν αἰφ­νί­δι­ον εἴ­σο­δον καὶ ἄ­σχε­τον παρουσίαν μου.
Εἷς βρα­χύ­σω­μος, μα­δα­ρὸς[1] ἀ­νὴρ μὲ ὑ­πο­γέ­νει­ον, μύ­στα­κα καὶ πε­πυ­ρα­κτω­μέ­νον βλέμ­μα προ­έ­βα­λεν ἐκ τοῦ θι­ά­σου καὶ μὲ ἠ­ρώ­τη­σεν μὲ ἔν­το­νον ρωσ­σι­κὴν προ­φο­ράν:
«Πῶς εὑ­ρέ­θη­τε ἐ­δῶ; Ποῖ­ος εἶ­σθε, κύ­ρι­ε;»
Καὶ τό­τε τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σα! Ὦ Θε­έ μου, ἦ­το...
«Ὁ Λέ­νιν!» ἀ­νε­φώ­νη­σα.
«Αὐ­το­προ­σώ­πως. Κι ἐ­σεῖς;»
«Λαρ­ρὺ Λε­φρὲ ἤ Λάρ­ρα Cool ἄν προ­τι­μᾶ­τε, ἐκ τοῦ μέλ­λον­τος ὁρ­μω­μέ­νη.»
Μ’ ἐ­ξή­τα­σεν μὲ εὔ­λο­γον δυ­σπι­στί­αν.
«Ὥ­στε εἶ­σθε ἡ Λάρ­ρα ἔ; Ἡ Лара[2] ἀ­π’ τὸ μέλ­λον, χμ...» ἔ­κα­μεν μὲ δυ­σπι­στί­αν θω­πεύ­ων τὸ ὑ­πο­γέ­νει­όν του.
«Πε­ρὶ τοῦ προ­σώ­που μου πρέ­πει νὰ σᾶς ἔ­χῃ ὁ­μι­λή­σει ἡ σύν­τρο­φος Ἄν­νι­α»
«Ἄ, μά­λι­στα! Ἐκείνη ἡ μι­κρὰ σύντροφος ἥ­τις κά­μνει ὡ­ραί­ας πί­πας...» εἶ­πεν νο­σταλ­γι­κῶς ὁ Λέ­νιν ψαύ­ων τοὺς ὄρ­χεις του.
«Κι ἐ­σεῖς; Τί κά­μνε­τε;» ἠ­ρώ­τη­σα.
«Ἐ­πα­νά­στα­σιν.»
«Καλῶς, ἄριστα! Ἐ­δῶ, τί εἶ­ναι;»
«Τὸ ἰν­στι­τοῦ­τον Σμόλ­νι· ἕ­δρα τοῦ σο­βι­ὲτ τῆς Ἁ­γί­ας Πε­τρου­πό­λε­ως, τὸ στρα­τη­γεῖ­ον ἐκ τοῦ ὁ­ποί­ου συν­το­νί­ζο­μεν τὰς ἐ­πα­να­στα­τι­κὰς ἐ­πι­χει­ρή­σεις. Νῦν εἶ­ναι ἡ κρί­σι­μος νὺξ τῆς 24ης πρὸς 25ην Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 1917. Αὐ­τὴν τὴν νύ­κτα κρα­τοῦ­μεν εἰς τὰς χεῖ­ρας μας τὰς ἐλ­πί­δας ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων κα­τα­πε­πι­ε­σμέ­νων ἁ­παν­τα­χοῦ τῆς γῆς...»
«Θε­έ μου! Θὰ ζή­σω κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κὰ γε­γο­νό­τα! Ὀρ­θο­τρι­χῶ[3]. Ὁ­πό­σον τυ­χε­ρὸς αἰ­σθά­νο­μαι.»
«Ἀλ­λ’ ἰ­σχυ­ρί­ζε­σθε ὅ­τι ἀ­φί­χθη­τε ἐκ τοῦ μέλ­λον­τος,» ἐ­πα­νῆλ­θεν ὁ Λέ­νιν.
«Μά­λι­στα.»
«Τό­τε εἴ­πα­τέ μας: θὰ ἐ­πι­τύ­χῃ ἡ ἐ­πα­νά­στα­σις; Θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σῃ τὸ σο­σι­α­λι­στι­κὸν κα­θε­στώς; Θὰ ἐ­ξα­λει­φθῇ ἡ ἐ­κμε­τάλ­λευ­σις ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ ἄν­θρω­πον; Θὰ ἐ­πι­τευ­χθῇ ἡ παγ­κό­σμι­ος ἀ­τα­ξι­κὴ κοι­νω­νί­α; Θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν αἱ ἐλ­πί­δες μας; Ζεῖ­τε ’­σεις οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ μέλ­λον­τος εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι;»
«Ἔ­ε...» ἐ­δί­στα­ζον νὰ ἀ­παν­τή­σω.
Ἐκ τῆς σκι­ᾶς προ­έ­βα­λον ὡς ἀ­πει­λη­τι­κὰ φαν­τά­σμα­τα γνω­στὰ πρό­σω­πα τῆς Ἱ­στο­ρί­ας: ὁ Τρότ­σκυ, ὁ Στά­λιν, ὁ Πλε­χά­νωφ, ὁ Πο­τρέ­σωφ, ὁ Μαρ­τώφ, ὁ Μό­λο­τωφ, καὶ ἠ­κο­λού­θουν δε­κά­δες ἐρ­γά­ται καὶ ἀ­γρό­ται κρα­δαί­νον­τες σφύ­ρας καὶ δρέ­πα­να, ἔ­χον­τες ὠ­χρά, ἀ­νέκ­φρα­στα πρό­σω­πα.
«Λοι­πόν;» ἐ­πα­νέ­λα­βεν ἐ­να­γω­νί­ως ὁ Λέ­νιν. «Αἱ ἐλ­πί­δες μας θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν;»
«Ἔ.., ναί... Βε­βαί­ως τὰ πράγ­μα­τα δὲν ἔρ­χον­ται πάν­τα ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­θυ­μοῦ­μεν· ὑ­πάρ­χουν ἀ­στάθ­μη­τοι πα­ρά­γον­τες...» ἔ­λε­γον πα­σχί­ζων ἀ­νε­πι­τυ­χῶς νὰ ὑ­πεκ­φύ­γω.
Ὁ Λέ­νιν ἐ­κόλ­λη­σεν τὸ πε­ρι­στρο­φόν του εἰς τὸν κρό­τα­φόν μου.
«Τὴν ἀ­λή­θει­αν καὶ μό­νον τὴν ἀ­λή­θει­αν, ὅ­σον πι­κρὰ καὶ ἂν εἶ­ναι,» δι­έ­τα­ξεν μὲ βρα­χνὴν φω­νήν.
Εὑ­ρι­σκό­μην εἰς δει­νὴν θέ­σιν. Πῶς νὰ εἴ­πω εἰς τοὺς δυ­στυ­χεῖς ὅ­τι αἱ ἐλ­πί­δες τους δι­ε­ψεύ­θη­σαν καὶ ὅ­τι τί­πο­τε ἐξ ὅ­σων προ­σε­δό­κουν δὲν ἐ­ξε­πλη­ρώ­θη; Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ὡς κο­μι­στὴς δυ­σα­ρέ­στων εἰ­δή­σε­ων, ἐ­φο­βού­μην δι­ὰ τὴν ζω­ήν μου. Στα­γό­νες ψυ­χροῦ ἱ­δρῶ­τος ἐ­κό­σμουν τὸ ὡ­ραῖ­ον μου μέ­τω­πον. Τὰ πρό­σω­πα τῶν ἐ­πα­να­στα­τῶν ἐ­σκλη­ρύν­θη­σαν ἐκ τῆς ἀ­γω­νί­ας.


[1] φαλακρός
[2] Συντόμευση τοῦ LarisaЛариса. Γνωστή ηρωίδα τού Μπόρις Πάστερνακ στο μυθιστόρημα ‘Δόκτωρ Ζιβάγκο’ (1957).
[3] ανατριχιάζω


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου