Σπογγίσασα τὰ χείλη της διὰ τῆς ἐμπροσθέλλας –κοινῶς ποδιᾶς– ἔσπευσεν εἰς τὸ μαγειρεῖον, ἐνῷ ἐγὼ ἀναβιβάσας τὴν περισκελίδα, ἀλλ’ ἀφήσας τὰ γεννητικά μου ὄργανα ἐκτὸς αὐτῆς δι’ εὐνοήτους λόγους -ποίους ἄραγε;!- ἀνέβην εἰς τὸν πρῶτον ὄροφον καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν τραπεζαρίαν ἐστάθην εἰς τὴν εἴσοδον μειδιῶν καὶ εὐδιάθετος.
Οἱ παρευρισκόμενοι μ’ ἐκοίταζον ὄρθιοι κι ἄλαλοι μετ’ ἀποδοκιμαστικῆς ἐκπλήξεως. Ἦσαν ἐκεῖ ἁπαξάπαντες: ἡ σύζυγός μου Adelaide, ὁ υἱός μου Albert, ὁ συμμαθητής του Marcel, καὶ ὁ οἰκογενειακός μας φίλος, ἰατρὸς Barnabe.
«Καθήσατε, καθήσατε, νὰ γευματίσωμεν,» τοὺς παρώτρυνα λαμβάνων θέσιν ἐπὶ κεφαλῆς. «Ἄλμπερτ, τὴν προσευχήν!» διέταξα.
Ἀντεπάθουν τὸν υἱόν μου Albert, διότι ἔβριθεν σπυρίων ἀκμῆς. Ὅλοι ἐκλίναμεν τὰς κεφαλὰς καὶ ὁ Ἄλμπερτ ἀπήγγειλεν μηχανικῶς τὴν σύντομον προσευχήν:
«Κύριε, Σ’ εὐχαριστοῦμεν διὰ τὸν ἐπιούσιον, ὑμνοῦμεν τὸ ὄνομά Σου, ὑπηρετοῦμεν τὸ θέλημά Σου καὶ δὲν παρεκκλίνομεν τοῦ ὀρθοῦ δρόμου. Ἀμήν.»
«Ἀμήν.»
Ἡ Ἄννια ἐπλήρωσεν τὰ πινάκια μὲ εὐώδη soupe de pistou –ζωμὸν λαχανικῶν.
«Mon chère...» ἤρχισεν ἡ Adelaide· - δὲν τῆς ἔδωσα σημασίαν. «Mon chère, Λαρρύ...» ἐπέμεινεν. «Σήμερον τὴν πρωίαν συνέβη κάτι τὸ ὁποῖον μὲ κατεθορύβησεν.» Ἡ Adelaide ἦτο ὑστερική.
«Μμ.., ναί;» ἔκαμα μὲ ἀπόλυτον ἀπάθειαν ἀπομακρύνων ἕναν δαῦκον –κοινῶς καρότο– ἐκ τοῦ ζωμοῦ μου, διότι οἱ δαῦκοι δὲν μοῦ ἤρεσαν.
«Ἦλθεν ὁ Marcel διὰ νὰ μελετήσουν μετὰ τοῦ Albert τὸ μάθημα τῶν μαθηματικῶν…»
Ἔπαιζον ὠθῶν διὰ τοῦ κοχλιαρίου τεμάχιον ἄρτου τὸ ὁποῖον ἐπέπλεεν εἰς τὸν ζωμόν μου ὡς μικρὰ λέμβος. Ἡ Ἀδελαῒς ἐσυνέχισεν:
»Ἐκτύπησα τὴν θύραν τοῦ δωματίου των προσκομίζουσα δύο ἀναψυκτικά, καὶ μὴ λαβοῦσα ἀπόκρισιν, ἐτόλμησα καὶ ἤνοιξα. Καὶ τί εἶδον Λαρρύ μου οἱ ὀφθαλμοί μου; Τί εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου;!»
Ἀνεσήκωσα τὸ βλέμμα ἐκ τοῦ πινακίου μου καὶ ἐκοίταξα τοὺς ὀφθαλμούς της: Ἦσαν βλακώδεις ὡς ἀγελάδος.
«Τί εἶδον οἱ ὡραῖοι ὀφθαλμοί σας, θησαυρέ μου;» εἶπα μὲ εἰρωνικὴν τρυφερότητα.
«Εἶδον εἰς τὴν κλίνην τὸν Marcel ἐπὶ τοῦ Albert μας, καὶ ὁ Μαρσὲλ ἠσπάζετο τὸν Ἄλμπερτ ἐρωτικῶς εἰς τὰ χείλη λέγων: ‘Albertin, Albertin! Mon amour, Albertin!’»
Διὰ μίαν στιγμὴν ἔμεινα κεχηνώς...
«Πῶς τὸν ἀπεκάλει;»
«Albertin.»
«Ἀλμπερτίν;! Μπουὰ-χὰ-χά!» ἐξέσπασα εἰς μέχρι δακρύων βροντώδεις γέλωτας. «Ἀλμπερτιίν, Ἀλμπερτιιίν..!» περιεγέλων αὐτὸν καὶ τὸν ἐδείκνυον διὰ τοῦ δείκτου.
Ἅπαντες μ’ ἐκοίταζον ἀποροῦντες, μὴ ἀντιλαμβανόμενοι ποῦ τὸ ἀστεῖον, καὶ συναισθανθεὶς τὸ βάρος τῆς κοινῆς γνώμης διὰ τὴν ἄστοχον –mal a propos– στάσιν μου ὡς πατρός, ἔβηξα –γκούχ, γκοὺχ– καὶ λαβὼν αὐστηρὸν ὕφος ἠρώτησα εὐθέως καὶ ἄνευ περιστροφῶν τὸν Albert.
«Εἶσαι πούστης, υἱέ μου;» ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην νὰ συγκρατήσω τοὺς γέλωτας τοὺς ὁποίους μετὰ δυσκολίας κατέπνιγον και.., «μπουὰχ-χὰ-χά! Ἀλμπερτίν! Ὦ θεέ μου! Σὲ γαμεῖ ὁ Marcel, Ἀλμπερτίν; Χὰ-χὰ-χά!»
«Papa, γίνεσθε χυδαῖος. Ο Marcel θὰ γίνῃ μία των ἡμερῶν μέγας συγγραφεύς. Μοῦ ὑπεσχέθη μάλιστα ὅτι θὰ ἀπαθανατίσῃ τὸν ἀσπασμόν μας εἰς τὸ μέγα μυθιστόρημα τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ συγγράψῃ. Οἱ καθηγηταί μας εἰς τὸ Λύκειον τὸν ἐπαινοῦν καὶ τὸν ἐνθαρρύνουν συνεχῶς... Τοὺς προβληματίζει μόνον τὸ γεγονὸς ὅτι αἱ προτάσεις του εἶναι σχοινοτενεῖς, τινὲς τῶν ὁποίων καταλαμβάνουσιν ἔκτασιν ἀρκετῶν σελίδων...»
Ἀπευθύνθην πρὸς τὸν Marcel μειδιῶν πονηρῶς:
«Κωλομπαριλίκι, ἔ Μαρσέλ;»
«Απαξιῶ, κύριε!» εἶπεν ἀνασηκώσας τὴν ὀφρὺν περιφρονητικῶς καὶ ἔλαβεν ἐκ τοῦ δίσκου ἓν γλύκισμα μαντλὲν ἐκ τοῦ ὁποίου ἐδοκίμασεν ὀλίγον.
«Μμμ..!» ἔκαμεν.
«Τί συμβαίνει Μαρσέλ;» τὸν ἠρώτησεν μὲ λατρείαν ὁ Ἄλμπερτ.
«Μμ, ἡ γεῦσις του... Ἡ γεῦσις του μοῦ ἐνθυμίζει, μοῦ ἐνθυμίζει…»
«Τί σᾶς ἐνθυμίζει; Τί σᾶς ἐνθυμίζει;»
Ἅπαντες ἐκρεμώμεθα ἐκ τῶν χειλέων του.
«Μμμ, ὡς ἄγκυρα ἀνασύρεται βραδέως ἐκ τῆς ἀβυσσαλέας μνήμης μου...» συνέχισεν ὁ Μαρσέλ.
Ἠγέρθην καὶ τὸν ἐνεψύχωσα μὲ ἐσφιγμένους γρόνθους:
«Θάρρος Μαρσέλ! Ἐμπρός! Ἀνδρίζου! Μπρούστ, Μπρούστ!»
«Ἄαχ, ὄχι!» ἔκαμεν ἀπογοητευμένος.
«Τί;!»
«Ἦτο πολὺ βαρεῖα ἀνάμνησις καὶ δὲν ἠδυνήθην νὰ τὴν ἀνελκύσω· ἡ ἅλυσσος ἐθραύσθη καὶ κατέπεσεν δυστυχῶς!»
«Φάγε ἓν ἀκόμη γλύκισμα ν’ ἀναλάβῃς,» εἶπα καὶ τοῦ προσέφερα τὸν δίσκον.
«Ἐνθυμοῦμαι.., ἐνθυμοῦμαι…»
«Τί;»
«Ἄααχ.., πάλιν μοῦ ἔπεσεν!»
«Γαμῶ το σου! Φάγε, φάγε νὰ ἐνδυναμωθῇς!» καὶ τοῦ ἔχωσα διὰ τῆς βίας δύο γλυκίσματα εἰς τὸ στόμα.
Ὁ Μαρσὲλ μὲ ὑπερπεπληρωμένον στόμα περιπεσῶν εἰς ἔκστασιν ἔλεγεν:
«Ἐνθυμοῦμαι, ὢ ναί, ἐπιτέλους ἐνθυμοῦμαι τὴν παιδικήν μου ἡλικίαν. Ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν κατεκλινόμην ἐνωρίς...»
«Θὰ γενῆτε μέγας συγγραφεύς!» τὸν ἐνεθάρρυνεν ὁ Ἄλμπερτ. «Θὰ συγγράψητε ποτάμιον μυθιστόρημα…»
Ἡ Ἀδελαῒς ἐπανέφερεν τὴν συζήτησιν εἰς τὸ ὀξὺ οἰκογενειακόν μας πρόβλημα.
«Λαρρύ, φοβοῦμαι ὅτι ἐνῷ ὁ πολυαγαπημένος μας υἱὸς εἶναι κίναιδος – bardache, ἐσεῖς συμπεριφέρεσθε μὲ ἀκατανόητον ἀνευθυνότητα. Ὡς πατήρ του έχετε καθῆκον νὰ τὸν συνετίσητε.»
«Τί νὰ κάμνῃ ὁ πατὴρ ἂν ἀρέσει τοῦ υἱοῦ;»
«Ο Barnabe προτείνει ἐγκλεισμὸν τοῦ Albert εἰς τὴν κλινικήν του καὶ ἀφαιμάξεις διὰ βδελλῶν, χλιαρὰ καὶ παρατεταμένα λουτρά, ἐπιθέσεις πάγου ἐπὶ τῆς ὀσφυακῆς χώρας, ἀναφροδισιακὰ ποτά, φυτικὴ δίαιτα, καὶ ἀποχὴ ἀπὸ τροφὰς καὶ ποτὰ διεργετικά.»
«Ἐξαίρετος θεραπεία,» ἐπεκρότησα.
Ο Albert, εἰς τὸν ὁποῖον οὐδόλως ἤρεσεν ἡ ἰδέα, ἀντέδρασεν ὡς πούστης μὲ ὕπουλον καὶ δηκτικὸν τρόπον:
«Πάτερ, γνωρίζετε ὅτι ὁ ἰατρὸς εἶναι ἐραστὴς τῆς maman;»
«Πωῶς;!»
Αιχμηρό ..
ΑπάντησηΔιαγραφήγεματο εμμονές...
μα...
πως αλλιως να σμιλευτεί το αίτιο της Γραφης?..
Ενας μεγαλος συγγραφεας ελεγε:
Αβίαστα Γραφουμε ΜΟΝΟ για όσα Ζήσαμε ή Φανταστήκαμε ... δλδ όσα λαχταρήσαμε να ζήσουμε, μα δεν... ακόμη....
Δύσκολη η γλώσσα που επιλέγεις για μία τσιγγάνα αγραμματη!!!..
μα όσο μπορώ παρακολουθώ τα δύσκολα δρώμενα!!!
ΦΙΛΙ..... και καλώς σε βρήκα και εδω...
{πεισμώνω να σμιλέψω με τη φαντασία το πρόσωπο που κάποιος είπε πως .. στερείσαι, μαλλον από επιλογή!!!...}