οῦ ἤμην;! Ἐκοίταξα γύρω μου καὶ διεπίστωσα ἔκπληκτος ὅτι εὑρισκόμην ἐπὶ θεατρικῆς σκηνῆς! Εἶχον διακόψει κάποιαν παράστασιν;! Ἐκοίταξα μὲ ἀπορίαν τοὺς ἠθοποιοὺς κι ἐκεῖνοι ἀνταπέδωσαν τὸ βλέμμα μου μὲ ἀμηχανίαν. Θόρυβος ἀνησυχίας καὶ ψίθυροι δυσαρεσκείας ὑψώθησαν ἐκ τοῦ κοινοῦ διὰ τὴν αἰφνίδιον εἴσοδον καὶ ἄσχετον παρουσίαν μου. Εἷς βραχύσωμος, μαδαρὸς[1] ἀνὴρ μὲ ὑπογένειον, μύστακα καὶ πεπυρακτωμένον βλέμμα προέβαλεν ἐκ τοῦ θιάσου καὶ μὲ ἠρώτησεν μὲ ἔντονον ρωσσικὴν προφοράν: «Πῶς εὑρέθητε ἐδῶ; Ποῖος εἶσθε, κύριε;» Καὶ τότε τὸν ἀνεγνώρισα! Ὦ Θεέ μου, ἦτο... «Ὁ Λένιν!» ἀνεφώνησα. «Αὐτοπροσώπως. Κι ἐσεῖς;» «Λαρρὺ Λεφρὲ ἤ Λάρρα Cool ἄν προτιμᾶτε, ἐκ τοῦ μέλλοντος ὁρμωμένη.» Μ’ ἐξήτασεν μὲ εὔλογον δυσπιστίαν. «Ὥστε εἶσθε ἡ Λάρρα ἔ; Ἡ Лара[2] ἀπ’ τὸ μέλλον, χμ...» ἔκαμεν μὲ δυσπιστίαν θωπεύων τὸ ὑπογένειόν του. «Περὶ τοῦ προσώπου μου πρέπει νὰ σᾶς ἔχῃ ὁμιλήσει ἡ σύντροφος Ἄννια» «Ἄ, μάλιστα! Ἐκείνη ἡ μικρὰ σύντροφος ἥτις κάμνει ὡραίας πίπας...» εἶπεν νοσταλγικῶς ὁ Λένιν ψαύων τοὺς ὄρχεις του. «Κι ἐσεῖς; Τί κάμνετε;» ἠρώτησα. «Ἐπανάστασιν.» «Καλῶς, ἄριστα! Ἐδῶ, τί εἶναι;» «Τὸ ἰνστιτοῦτον Σμόλνι· ἕδρα τοῦ σοβιὲτ τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, τὸ στρατηγεῖον ἐκ τοῦ ὁποίου συντονίζομεν τὰς ἐπαναστατικὰς ἐπιχειρήσεις. Νῦν εἶναι ἡ κρίσιμος νὺξ τῆς 24ης πρὸς 25ην Ὀκτωβρίου τοῦ 1917. Αὐτὴν τὴν νύκτα κρατοῦμεν εἰς τὰς χεῖρας μας τὰς ἐλπίδας ἑκατομμυρίων καταπεπιεσμένων ἁπανταχοῦ τῆς γῆς...» «Θεέ μου! Θὰ ζήσω κοσμοϊστορικὰ γεγονότα! Ὀρθοτριχῶ[3]. Ὁπόσον τυχερὸς αἰσθάνομαι.» «Ἀλλ’ ἰσχυρίζεσθε ὅτι ἀφίχθητε ἐκ τοῦ μέλλοντος,» ἐπανῆλθεν ὁ Λένιν. «Μάλιστα.» «Τότε εἴπατέ μας: θὰ ἐπιτύχῃ ἡ ἐπανάστασις; Θὰ ἐπικρατήσῃ τὸ σοσιαλιστικὸν καθεστώς; Θὰ ἐξαλειφθῇ ἡ ἐκμετάλλευσις ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπον; Θὰ ἐπιτευχθῇ ἡ παγκόσμιος ἀταξικὴ κοινωνία; Θὰ πραγματοποιηθοῦν αἱ ἐλπίδες μας; Ζεῖτε ’σεις οἱ ἄνθρωποι τοῦ μέλλοντος εὐτυχισμένοι;» «Ἔε...» ἐδίσταζον νὰ ἀπαντήσω. Ἐκ τῆς σκιᾶς προέβαλον ὡς ἀπειλητικὰ φαντάσματα γνωστὰ πρόσωπα τῆς Ἱστορίας: ὁ Τρότσκυ, ὁ Στάλιν, ὁ Πλεχάνωφ, ὁ Ποτρέσωφ, ὁ Μαρτώφ, ὁ Μόλοτωφ, καὶ ἠκολούθουν δεκάδες ἐργάται καὶ ἀγρόται κραδαίνοντες σφύρας καὶ δρέπανα, ἔχοντες ὠχρά, ἀνέκφραστα πρόσωπα. «Λοιπόν;» ἐπανέλαβεν ἐναγωνίως ὁ Λένιν. «Αἱ ἐλπίδες μας θὰ πραγματοποιηθοῦν;» «Ἔ.., ναί... Βεβαίως τὰ πράγματα δὲν ἔρχονται πάντα ὅπως ἀκριβῶς ἐπιθυμοῦμεν· ὑπάρχουν ἀστάθμητοι παράγοντες...» ἔλεγον πασχίζων ἀνεπιτυχῶς νὰ ὑπεκφύγω. Ὁ Λένιν ἐκόλλησεν τὸ περιστροφόν του εἰς τὸν κρόταφόν μου. «Τὴν ἀλήθειαν καὶ μόνον τὴν ἀλήθειαν, ὅσον πικρὰ καὶ ἂν εἶναι,» διέταξεν μὲ βραχνὴν φωνήν. Εὑρισκόμην εἰς δεινὴν θέσιν. Πῶς νὰ εἴπω εἰς τοὺς δυστυχεῖς ὅτι αἱ ἐλπίδες τους διεψεύθησαν καὶ ὅτι τίποτε ἐξ ὅσων προσεδόκουν δὲν ἐξεπληρώθη; Ἐπιπροσθέτως, ὡς κομιστὴς δυσαρέστων εἰδήσεων, ἐφοβούμην διὰ τὴν ζωήν μου. Σταγόνες ψυχροῦ ἱδρῶτος ἐκόσμουν τὸ ὡραῖον μου μέτωπον. Τὰ πρόσωπα τῶν ἐπαναστατῶν ἐσκληρύνθησαν ἐκ τῆς ἀγωνίας. |
Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011
38. Η γνωριμία μου με τον Λένιν
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου