Τὴν θύραν ἤνοιξεν ἡ πάντοτε εὔχαρις, μικρὰ Ἄννια (Аня[1]). «Мои Аннушка, Мои Аннушка![2]» εἶπα μὲ χαμηλήν, βραγχώδη ἐκ τοῦ πόθου φωνήν, τείνων τὰς χεῖρας πρὸς τὰ δροσερά της στήθη.
«Ἄχ, κύριε· ἄχ, καλὲ κύριε! Θὰ σᾶς μαλώσω!» εἶπεν ἀκκιζομένη, διαφεύγουσα τῆς συλλήψεως δι’ ἐπιδεξίου ἑλιγμοῦ τοῦ εὐλυγίστου σώματός της. «Τὸ γεῦμα εἶναι ἕτοιμον καὶ σᾶς ἀναμένουν ἄνω εἰς τὴν τραπεζαρίαν ἵν’ ἀρχίσωσιν»
Ἤρχισα τότε νὰ λύω τὰ κομβία τῆς περισκελίδος μου ἐν σπουδῇ, λέγων:
«Τί ἔχει ἐδῶ ὁ κύριος Λαρρὺ διὰ τὸ μικρόν του τὸ πορνίδιον; Τί ἔχει, ἔ;»
«Τί, τιί;»
«Voila!» εἶπα ἑξαγαγὼν τὸ γαυριὸν πέος μὲ μίαν μεγαλόσχημον, θεατρικὴν κίνησιν. «Ἔχει πουλὶ γιὰ σένα!»
«O-la-la! Μία ψωλάρα σφύζουσα! Καλὲ κύριε, ὡσὰν ὀβίδα σᾶς εἶναι· κατέρυθρη καὶ ἕτοιμη νὰ ἐκραγῇ!»
«Μὴ φοβοῦ κόρη κεχαριτωμένη· ὁ κύριος μετά σοῦ,» εἶπα πλησιάζων μὲ προτεταμένην λεκάνην. «Θώπευσον, ἀσπάσου καὶ μετάλαβε αὐτῆς μετ’ εὐλαβείας,» τὴν ἐνεθάρρυνα.
Μόλις τὸ ἤγγιξεν ἀπεμακρύνθη, λέγουσα:
«Σᾶς τυφλώνει ἡ λαγνεία καὶ γίγνεσθε ῥιψοκίνδυνος. Ἡ κυρία ἀπὸ καιρὸ ὑποψιάζεται...»
«Νὰ σταθῇς νὰ σὲ γαμήσω λέγω ἐγὼ καὶ νὰ ἀφήσῃς τὰς δικαιολογίας,» εἶπα ὀργίλως.
Ἤρχισα νὰ τὴν καταδιώκω λάβρος πέριξ τῆς ῥοτόντας ἐπιχειρῶν νὰ ψαύσω τὰ ἀπιδοειδῆ[3] ὀπίσθιά της. Φεῦ, ἡ ἡλικία μου μ’ ἐπρόδωσεν! Συντόμως ἐξουθενώθην κι ἐστάθην ἀσθμαίνων, καταβεβλημένος, μὲ τὸ πέος ἀνὰ χεῖρα.
«Ἀννίτσκα μου· μικρά, τρυφερά μου δορκάς! –οὔφ!– ὑποφέρω· ὡς παῖς ἐν καμίνῳ φλέγομαι ἐκ τῆς καύλας ὁ τάλας· μάρτυς εἰμί, ἀναβαίνων τὸν Γολγοθὰν αἴρων βαρύτατον πέος –οὔφ!– δεσμώτης τοῦ πάθους εἶμαι κι ὁ ἄσπλαγχνος Πόθος μοῦ κατατρώγει τὰ σπλάγχνα...»
«Καλὲ κύριε, τὸ βλέμμα σας εἶναι θολερὸν καὶ ἀφεγγές· τί ἔχετε πάθει; Χὶ-χὶ-χί!»
«Ὑπερεπείγομαι νὰ σὲ γαμήσω, μανάρι μου! Μ’ ἐννοεῖς; Ἄχ, δὲν μὲ κατανοεῖς... Ὅλον το πρωινὸν εἰς τὸ ἐμπορικόν, ἐσυλλογιζόμην τὸ τρυφερὸν μουνέτον σου κι εἶχον πριαπισμὸν πολύωρον κι ὀδυνηρόν.»
«Χὶ-χὶ-χί! Θὰ σᾶς βάλω πέπερι εἰς τὴν γλῶτταν, κύριε· τί κακὰς λέξεις λέγετε!»
Οἱ ὀφθαλμοί μου ὑγράνθησαν καὶ εἶπον εἰς τόνον παρακλητικόν:
«Νὰ καθήσῃς νὰ σὲ γαμήσω Ἀννούλα μου, νὰ καθήσῃς σὲ παρακαλῶ... Βασανίζομαι, δὲν μὲ λυπεῖσαι; Βλέπεις τὸ κατάντημά μου; Βλέπεις τί μοῦ ἔχεις κάμνει; Τί θὰ κάμνω ἐγὼ τώρα μὲ τοῦτον τὸν κεκαυλωμένον ποῦτσον· ὄχι, εἰπέ μου σὲ παρακαλῶ, τί νὰ τὸν κάμνω;»
«Χὶ-χὶ-χί! Γίγνεσθε λίαν ἀστεῖος, κύριε.»
Εἶχον γίνει πράγματι περίγελως καὶ τὸ ἐγνώριζον. Εἶχον ποδοπατήσει τὴν ἀξιοπρέπειάν μου, εἶχον ἐξευτελισθῇ, εἶχον ταπεινωθῇ ἐνώπιόν τῆς ὑπηρετρίας... Αἴφνης φαεινὴν ἰδέαν εἶχα κι εἶπα:
«Νά, λαβέ, λαβὲ ταῦτα τὰ χρήματα διὰ νὰ ἀγοράσωμεν ἓν ἀκόμη τυφέκιον,» τῆς εἶπα ἐνσφηνώνων δύο χαρτονομίσματα τῶν εἴκοσι φράγκων –ὅλον το κέρδος τῆς ἡμέρας ἐκείνης– εἰς τὴν μεταξύ τῶν σφριγηλῶν μαστῶν της σχισμήν.
Ἡ Ἄννια ἦτο ἐξόριστος Ῥωσὶς κομμουνίστρια καὶ συνεκέντρωνεν δωρεὰς πρὸς ἐνίσχυσιν τοῦ κόμματος τῶν μπολσεβίκων, οἱ ὁποῖοι προετοίμαζον ἐπανάστασιν εἰς τὴν πατρίδα της. Ἐγὼ ποσῶς ἐνδιεφερόμην διὰ τὴν πολιτικὴν καὶ διὰ τὸν ἀναρχοκομμουνισμόν· ἐγὼ τὸ μόνον τὸ ὁποῖον ἐπεθύμουν ἦτο νὰ γαμῶ τὴν μικρὰν Ἄννια καὶ διὰ νὰ κερδίσω τὴν εὔνοιάν της ὑπεκρινόμην ὅτι συνεμεριζόμην τὸ πάθος της διὰ τοὺς πολιτικούς ἀγώνας.
Ἔκυψα εἰς τὸ ῥοδαλόν της οὖς ψιθυρίζων:
«Ὤ, βάλσαμον τῶν ὀφθαλμῶν μου· ὡς ἄνθος εὐωδιάζεις, ὡς χρυσαλλὶς σκορπίζεις τὴν χαράν! Ἐλθέ, ἐλθὲ νὰ μοῦ πάρῃς μίαν πίπαν, νὰ ἀνακουφισθῶ ὁ δυστυχὴς,» καὶ παρέσυρα αὐτὴν εἰς τὴν ὑπὸ τῆς κλίμακος μικρὰν ἀποθήκην ἔνθα ἡ μικρὰ κορασὶς ἐγονυπέτησεν εὐπειθῶς μὲ τὴν ῥάχην εἰς τὸν τοῖχον, ἀνοίγουσα τὸ τερπνὸν στόμα ὡς ἀνυπόμονος νεοσσὸς προσμένων τροφήν. Μόλις ὅμως ἤγγιξεν τὴν βάλανον εἰς τὰ χείλη, ἠρώτησεν:
«Θὰ ἔλθετε σήμερον εἰς τὴν ἔναρξιν τοῦ 5ου συνεδρίου τῆς Δευτέρας Διεθνοῦς;»
«Θὰ ἔλθω, γλυκεῖα μου· θὰ ἔλθω ἀνυπερθέτως. Λεῖξε τώρα, λεῖξε!»
«Ὤ, κύριε, εἶναι μέγα κρῖμα νὰ ἐξαπατᾶτε μίαν ἀδύναμον παιδίσκην μὲ ψευδεῖς ὑποσχέσεις προκειμένου νὰ σᾶς πεοθηλάσῃ.»
«Θὰ ἔλθω σοῦ λέγω, θὰ ἔλθω... Θὰ ἴδης. Θὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ εἰς τὸ πέμπτον συνέδριον μὲ βῆμα ταχύ. Βεβαίως... Οὐδεὶς θὰ λείψῃ ἐκ τοῦ πέμπτου συνεδρίου. Ζήτω τὸ 5ον συνέδριον! Λεῖξε ὅμως τώρα καλή μου, λεῖξε σὲ παρακαλῶ!»
«Θὰ εἶναι κρίσιμον διὰ τὸ μέλλον τοῦ κινήματος. Θὰ ληφθοῦν σημαντικαὶ ἀποφάσεις.»
«Γαμῶ τὸ κέρατό μου. Εἶναι σημαντικὸν καὶ κρίσιμον νὰ χύσω· ἀντιλαμβάνεσαι;»
Ὕψωσα τὰς χεῖρας ἐκ τῆς ἀπογνώσεως ἀναστενάζων:
«Θεέ, ἔλεος! Τί ἐζήτησα; Μίαν πίπαν ἐζήτησα κι ἐγὼ ὁ ταπεινός σου δοῦλος…»
«Ὁ товарищ Ульянов[5] ἡγεῖται τοῦ κόμματός μας καί...» γκλούπ! τὴν ἀπεστόμωσα αἰφνιδίως διὰ τοῦ μεγάλου διαμετρήματος φαλλοῦ, τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῆς διασταλθέντων ὑπερμέτρως.
Μὲ τὰς παλάμας ἐπὶ τοῦ τοίχου καὶ ἀνοικτά τα σκέλη ὤθουν διὰ παλινδρομικῶν κινήσεων τὸ ἄλκιμον πέος. Ἡ κεφαλὴ τῆς ὑπηρετρίας ἀντερειδομένη ἐπὶ τοῦ τοίχου μετέδιδεν τοὺς κραδασμοὺς τῶν γαμικῶν ὤσεων εἰς ὁλόκληρον τὸν οἶκον. Τὰ ὑαλικὰ τῆς οἰκίας συνήχουν τρέμοντα, ἡδονιζόμενα και αὐτά.
Κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, τὸ δεκτικὸν κοράσιον ηὐνανίζετο διὰ τῆς δεξιᾶς συντόνως, ἀμιλλώμενοι ἀμφότεροι –ἀστὸς καὶ προλετάρια– τὸν καλὸν ἡδονικὸν ἀγώνα, συντηκόμενοι καὶ συγχωνευόμενοι ἐν τῇ ἐρωτικῇ καμίνῳ, ἀντικαθιστῶντες καὶ ὑπερβαίνοντες τὴν πάλην τῶν τάξεων δι’ ἐκείνης τῆς τερπνῆς τῶν ὀργώντων σωμάτων.
«Ἄννια!» ἠκούσθη ἡ ὀξεῖα κραυγὴ τῆς συζύγου μου. «Ἄννιαα!»
Ἡ μικρὰ ὑπηρέτρια ἀπεκρίθη εἰς τὸ κάλεσμα τῆς κυρίας της μὲ παραμεμορφωμένην φωνήν, «-αὰ-ιστα.., κυ-ίαα…»[6] ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι τὸ στόμα αὐτῆς ἦτο σφιγκτῶς πεπληρωμένον –κατὰ τὸ κοινῶς λεγόμενον, ἦτο ‘στουμπωμένη’– ἀπὸ τὸν κωνοειδῆ φαλλὸν τοῦ κυρίου της.
«Ἦλθεν ὁ κύριος, Ἄννια;»
«-αὰ-ι-τα, κυ-ία...»
«Διατί ἀργεῖ;»
«-ὰ χὺ-ῃ κι ἔ-χεται[7]»
«Τιί;»
«-ὰ χὺ-ῃ ὕδω- -ό-ω-ον κι ἔ-χεταιαι...[8]»
Παρελήρουν κατειλημμένος ὑπὸ βακχικῆς μανίας:
«Ῥόφει, ὦ ἀμβροσία τῆς ζωῆς μου κι ἐντρύφημα τῶν λογισμῶν μου! Ῥόφει, ὦ γλυκασμὲ τοῦ πέους μου! Ῥόφει ἰσχυρῶς κι ἀκαταπαύστως.»
Αἰσθανθεὶς τὸ ὀργασμικὸν κύμα -τσουνάμι ἦτο- πλησιάζον ἀκάθεκτον, ἐπέσπευσα τὰς ὠθήσεις καὶ ἀπεφόρτωσα κατὰ ριπὰς τὸ ἄφθονον καὶ ἀρωματικόν μου σπέρμα, χρεμετίζων ὡς ἵππος –ὅλοι μὲ ἤκουσαν– ὑπερχειλίζων τὸ χωρητικὸν στόμα τῆς ληπτικῆς μικρᾶς, ἥτις καταπίνουσα αὐτὸ ἀπλήστως μέχρι τελευταίας ῥανίδος, ἔφθασεν εἰς τὴν ἰδικήν της ἡδονικὴν κορύφωσιν.
Ἀπόσμασμα ἀπό τό μυθιστόρημα: ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ
[1]Ηρωίδα τού Άντον Τσέχωφ στο θεατρικό έργο, ‘Ο Βυσσινόκηπος’
[2]Αννούσκα μου, Αννούσκα μου!
[3] αχλαδωτά
[4] Vladimir Ilyich Ulyanov (Lenin)
[5] Σύντροφος Οὐλιάνωφ
[6] Μάλιστα, κυρία
[7] Νὰ χύσῃ κι ἔρχεται.
[8] Νὰ χύσῃ ὕδωρ εἰς τὸ πρόσωπόν του κι ἔρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου