Χωρίς να προλάβω ν’ αντιδράσω ο γιγαντόσωμος θα πιέσει στο πρόσωπό μου ένα μεγάλο κομμάτι βαμβάκι εμποτισμένο με κάποια ουσία που θα μυρίζει πικραμύγδαλο. Θα προσπαθήσω να ελευθερωθώ, αλλά ο άντρας θα ’ναι πολύ δυνατός και δε θα μ’ αφήνει και σε λίγα δευτερόλεπτα θα παραλύσω· το σώμα μου θα αναισθητοποιηθεί εντελώς.
Θα κείτομαι γυμνή κι ασάλευτη· δε θα μπορώ ούτε το δαχτυλάκι μου να κουνήσω, ούτε να μιλήσω. Θ’ ακούω και θα βλέπω, αλλά με μια παράξενη, παραμορφωτική διαύγεια σαν να είμαι ξαπλωμένη στο βυθό και να βλέπω προς τα πάνω τους ανθρώπους που θα είναι έξω από το νερό. Οι δύο άνδρες με τις μακριές γενειάδες θα χαμογελούν παράξενα, τρομακτικά σχεδόν· ο κοντός θα μασά τσίχλα. Θα μ’ έχουν αδρανοποιήσει, όπως η αράχνη το θύμα της με το δηλητήριό της. Μ’ ένα πονηρό νεύμα θα συνεννοηθούν μεταξύ τους κι ο μικρόσωμος θα πει διστακτικά στη Bluma:
«Γκουχ, γκουχ, κυρία...»
Η Bluma θα στέκει γυμνή στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω και θα καπνίζει αφηρημένα. Ο νάνος θα κάνει δυό βήματα προς το μέρος της και θα επαναλάβει πιο θαρρετά:
«Κυρία»
«Μμ..;»
«Μ’ όλο το σεβασμό...» θα πει βγάζοντας ταπεινά το καπέλο του. «Επιτρέπεται να γαμήσομεν (sic) κι εμείς αυτό το ωραίο μουνάκι;»
«Τι;»
«Σας παρακαλούμε καλέ κυρία, αφήστε μας να το γαμήσομεν,» θα παρέμβει ο γιγαντόσωμος.
«Βγάλε το καπέλο σου, ηλίθιε!» θα τον επιπλήξει ο κοντός. «Στην κυρία μιλάς.»
Θα υπακούσει αμέσως. «Ω, με συγχωρείτε, το ξέχασα.»
«Κάντε της ό,τι θέλετε...» θα πει εκείνη αδιάφορα· και μετά από μια μικρή παύση: «...γρήγορα μόνο!»
«Έννοια σας, κυρία...»
«Είστε πολύ καλή· σας ευχαριστούμε.»
«Εγώ πρώτος» θα πει ο κοντός.
«Γιατί εσύ πάντα πρώτος, Μω;» θα διαμαρτυρηθεί ο μεγαλόσωμος. «Καλέ κυρία, πείτε του κάτι, είναι άδικο!»
«Ο Μω πρώτος» θ’ αποφασίσει εκείνη.
Το ανθρωπάκι ο Μω θα ξεκουμπώσει την καμπαρντίνα, θα κατεβάσει τα παντελόνια του και θ’ ανέβει πάνω μου. Δε θα νιώθω απολύτως τίποτα· το σώμα μου θα ’ναι νεκρό. Ο άλλος, ο γίγαντας, θα βγάλει έξω έναν τεράστιο φαλλό και θα μαλακίζεται όση ώρα περιμένει. Η Bluma θα συνεχίζει να κοιτάζει την κίνηση κάτω στο δρόμο αφηρημένα. Θα φυσήξει ψηλά τον καπνό και θα πει:
«Δυστυχώς Larra, δεν μπορώ να κάνω τίποτα· είσαι μέρος του πειράματος. Όταν διάβασα το όνομά σου στον κατάλογο, ξαφνιάστηκα... Θα προτιμούσα βέβαια να μην ήσουν εσύ -πίστεψέ με- αλλά πρέπει να με καταλάβεις· δεν αποφασίζω εγώ γι’ αυτά τα πράγματα, άλλοι που βρίσκονται πολύ ψηλά αποφασίζουν...
»Η Paribas χρηματοδοτεί ένα μυστικό project με σκοπό να κατανοήσουμε πώς γεννιούνται οι ελπίδες στους ανθρώπους...»
«Ώωπα, αντρούλη μου· ώπα-ώπα, δωσ’ του!» θα ενθαρρύνει ο γιγαντόσωμος το σύντροφό του που θα ξεφυσά -ουφ, ουφ- πάνω στο πρόσωπό μου· η ανάσα του θα μυρίζει τη γλυκερή μυρωδιά της τσίχλας που θα μασάει.
Η Bluma θα συνεχίσει σαν να μονολογεί:
«Οι μάζες έχουν πειστεί από καιρό ότι δεν υπάρχει ελπίδα ν’ αλλάξει η κατάσταση κι έτσι προς το παρόν το status quo δεν απειλείται.
»Βεβαίως επιτρέπουμε στις μάζες να εκτονώνονται κατά διαστήματα σε πράξεις τυφλής βίας αλλά, αφού δεν ελπίζουν σε τίποτα, αποδέχονται τελικά την υπάρχουσα κατάσταση και αναγκαστικά επανέρχονται στα ίδια... Αν όμως αποκτούσαν κάποιο όραμα, τότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά· δε θα δίσταζαν να καταστρέψουν ολοσχερώς το σύστημά μας για να υλοποιήσουν το όραμά τους.»
«Έλα παλικαράκι μου, έλα αντρούλη μου, τέλειωνε να γαμήσω κι εγώ» θα πει ο γιγαντόσωμος στο Μω χτυπώντας τον τρυφερά στους γλουτούς. «Και.., φτύσε την τσίχλα· δεν μασάμε τσίχλα όταν γαμάμε. Είναι προσβλητικό, δεν έχεις τρόπους;»
«Σκάσε γαμώ το κέρατό μου! Μιλάει η κυρία, μιλάς κι εσύ, πώς να συγκεντρωθώ να χύσω;!»
Η Bluma δε θα τους ακούει:
«...Το τελευταίο διάστημα παρουσιάστηκαν αρκετές περιπτώσεις ατόμων τα οποία άρχισαν -εντελώς αναίτια- να ελπίζουν σ’ ένα καλύτερο μέλλον. Αυτό μας ανησύχησε, γιατί η ελπίδα είναι εκ φύσεως ανατρεπτική για κάθε καθεστώς.
»Θέλουμε να καταλάβουμε πώς και γιατί γεννιούνται οι ελπίδες για να τις εξαλείψουμε εν τη γενέσει τους. Θέλουμε να μάθουμε γιατί αυτά τα παράξενα όντα που ονομάζονται ‘άνθρωποι’ επιμένουν να ελπίζουν ακόμη κι όταν όλα έχουν χαθεί. Επιλέχθηκαν λοιπόν μερικές δεκάδες άτομα από διάφορες χώρες που πάσχουν από ανίατες ασθένειες και που δεν έχουν καμιά ελπίδα σωτηρίας, κι αρχίσαμε να παρακολουθούμε -εν αγνοία τους φυσικά- τη συμπεριφορά τους και την εξέλιξη της ασθένειάς τους μέχρι το θάνατό τους...
»Σε μερικά απ’ αυτά λοιπόν εμφανίστηκε η παράλογη ελπίδα ότι θα γίνει κάποιο θαύμα και θα θεραπευτούν. Πώς; Γιατί; Η δική σου βέβαια περίπτωση είναι λίγο πιο σύνθετη κι γι’ αυτό πιο ενδιαφέρουσα. Ο έρωτάς σου για μένα αποδείχτηκε πιο ισχυρός από το φόβο του θανάτου, και η ελπίδα να με συναντήσεις σ’ έκανε να ξεπεράσεις όλα τα εμπόδια και τους κινδύνους. Ειλικρινά το βρίσκω συγκινητικό...»
Θα στρέψει το όμορφο κεφάλι της προς το μέρος μου.
»Τώρα που τα ’μαθες όλα, εξακολουθείς να μ’ αγαπάς; Δεν αισθάνεσαι προδομένη; Δε με μισείς; Ελπίζεις ακόμα; Σε τι; Το πείραμα συνεχίζεται...»
Θα κοιτάζει τους περαστικούς κάτω στο δρόμο αφηρημένα. Μετά θα πει κάτι που θα μου φανεί πολύ παράξενο και άσχετο.
«Θυμάσαι στο CERN? Το μεγάλο πείραμα δεν κατέληξε στην καταστροφή που όλοι γνωρίζουν... Κατέληξε σ’ ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα που το κρατήσαμε μυστικό, γιατί, αν γινόταν γνωστό, ίσως άλλαζε ο κόσμος... Γι’ αυτό φροντίσαμε να μη μαθευτεί»
Θα σβήσει τη γόπα στο περβάζι του παραθύρου και λέγοντας «φεύγουμε!» θ’ αρχίσει να ντύνεται αποφασιστικά.
«Μισό λεπτό να χύσω!» θα πει ο νάνος επιταχύνοντας τις κινήσεις της λεκάνης του.
«Κυρία, εγώ δε γάμησα!» θα παραπονεθεί ο γίγαντας σαν παιδί που δεν πρόλαβε να κάνει τραμπάλα.
Χλάτς - χλούτς! θα τους χαστουκίσει και τους δύο δυνατά.
«Φεύγουμε είπα· ακούσατε;!»
Ο κοντός θα φτύσει τη τσίχλα και θα με χώσουν σ’ ένα μεγάλο καννάβινο τσουβάλι. Ο γιγαντόσωμος θα με φορτωθεί στον ώμο, κι η τελευταία εικόνα που θα έχω πριν χάσω τις αισθήσεις μου, θα είναι η μεγάλη ροζ τσίχλα που θα επιμηκύνεται απ’ τη μοκέτα μέχρι τη σόλα του καθώς θα σηκώνει το πόδι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου