Αργά το απόγευμα της επομένης θα περνώ τα σύνορα Γερμανίας - Γαλλίας.
Σύθαμπο· έτσι όπως ο στρόβιλος της σκόνης θα κυκλώνει την πόλη του Στρασβούργου, θα είναι σαν ένα πελώριο, μετέωρο στοιχειό σε φασματικό κόσμο. Τίποτε δε θα ’ναι πραγματικό· όλα θα είναι παραστάσεις του μυαλού μου, και η φαντασία μου δε θα μπορεί να συλλάβει την ‘πραγματικότητα’, γιατί θα είναι σαν να προσπαθεί κάποιο φάντασμα να πιάσει ένα πράγμα.
Το Στρασβούργο θα είναι νεκρή πολιτεία. Πριν από δέκα χρόνια θα είχε χτυπηθεί από κάποια μεταλλαγμένη μορφή πανώλης εξαιρετικά μεταδοτική. Η πόλη θα είχε μπει σε καραντίνα, ο στρατός θα την είχε κυκλώσει και θα ’χαν αφήσει τους κατοίκους να πεθάνουν αβοήθητους, χωρίς γιατρούς και φάρμακα. Όσοι θα είχαν προσπαθήσει να διαφύγουν θα είχαν εκτελεστεί εν ψυχρώ. Οι δυστυχείς πολιορκημένοι θα πέθαιναν κάθε μέρα κατά χιλιάδες· οι ζωντανοί δε θα είχαν πού να θάψουν τους νεκρούς· θα τους έχωναν πρόχειρα στους δρόμους, και θα είχαν ανοίξει τους πύργους στα τείχη της παλιάς πόλης και θα πετούσαν μέσα τα πτώματα· η δυσωδία θα ήταν αφόρητη.
Μπαίνοντας στην πόλη θα σταματήσω... Στο μούχρωμα της νύχτας θα μου φανεί ότι το οδόστρωμα κινείται σαν θαλάσσιο ρεύμα! Θα σταματήσω παραξενεμένη και παρατηρώντας προσεκτικότερα θα διακρίνω κοπάδια ποντικών να τρέχουν απ’ τη μια ως την άλλη άκρη. Μερικοί απ’ αυτούς θα παραξενευτούν απ’ την παρουσία μου και θα σταθούν στα πίσω τους πόδια· θα μυρίσουν τον αέρα κουνώντας νευρικά τις μυτερές μουσούδες τους και τα μουστάκια τους, και αμέσως μετά θα συνεχίσουν τα βιαστικά πηγαινέλα τους και την πολυάσχολη ζωή τους.
Θα βάλω αποφασιστικά ταχύτητα και θα πατήσω γκάζι. Αηδιαστικά τσιρίγματα θ’ ακουστούν κάτω απ’ τα ελαστικά της chevrolet. Θα κοιτάξω απ’ τον καθρέφτη και θα δω πίσω μου τα αιμάτινα ίχνη που θα αφήνουν οι τροχοί στο οδόστρωμα.
Ο καυτός άνεμος θα χτυπά με δύναμη τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και τα πατζούρια των κτιρίων. Η ασχήμια των ερειπωμένων οικοδομών θα είναι τόσο οδυνηρή που θα προκαλεί πόνο στα μάτια. Οι επιγραφές με τα ονόματα των οδών -Rue des Echasses, Rue des Juifs, Rue des Frères- θα στοιχειώνουν τους έρημους δρόμους κάνοντας αβάσταχτη την απουσία των ανθρώπων. Πάνω σ’ έναν γερμένο στύλο με κομμένα καλώδια θα κάθεται ένα παχύ όρνιο που θα εποπτεύει την επικράτειά του με άγριο βλέμμα.
Καθώς θα έρχομαι από τη Rue Marciére, θα διασχίσω χωρίς να κόψω ταχύτητα τη Place de la Cathédrale, θα πέσω πάνω στη σάπια πύλη της Notre-Dame της πόλης, που θα ήταν έτοιμη να καταρρεύσει από καιρό και θα μπω μέσα στον εκκλησία με την chevrolet.
Θ’ ανατριχιάσω απ’ τη φρίκη! Ο τερατώδης καθεδρικός θα είναι κατασκότεινος και στο φως των προβολέων του αυτοκινήτου θα δω το δάπεδο καλυμμένο με εκατοντάδες ανθρώπινους σκελετούς. Η τελευταία πράξη της τραγωδίας θα είχε παιχτεί εδώ.
Χωρίς να σβήσω τη μηχανή θα κατέβω. Θα προσπαθώ να διατηρήσω την ισορροπία μου πατώντας ανάμεσα στα οστά· θα υπάρχουν αγκαλιασμένοι σκελετοί μανάδων και παιδιών και ολόκληρων οικογενειών.
«Θε μου!» θα ψιθυρίσω συγκλονισμένη, «τι έγινε εδώ μέσα;»
Στον επισκοπικό θρόνο θα είναι γερμένος ένας σκελετός ντυμένος με πολυτελή πορφυρά άμφια που θα ’χουν ξεθωριάσει απ’ τα χρόνια, ενώ μια χρυσή τιάρα θα στολίζει τη νεκροκεφαλή. Το σκελετωμένο χέρι θα κρατά ένα φύλλο χαρτί. Θα το τραβήξω με πολλή προσοχή.., και ξαφνικά ο ετοιμόρροπος σκελετός θα καταρρεύσει και θα διαλυθεί με υπόκωφο γδούπο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Θα διαβάσω:
‘Σήμερα, εορτή της πολιούχου Παναγίας μας, εμείς οι χίλιες εξακόσιες ψυχές που απομείναμε, μην ελπίζοντας σε σωτηρία και μην μπορώντας ν’ αντέξουμε άλλο το κακό που μας βρήκε, συγκεντρωθήκαμε εδώ στη μητρόπολη και, αφού τελέσαμε παρακλητική λειτουργία, μεταλάβαμε όλοι το δηλητήριο από το χέρι του επισκόπου μας -πρώτα οι άρρωστοι και τα παιδιά- βάζοντας τέρμα στην απελπισία μας και στη δυστυχισμένη μας ζωή.
’Κανείς δε θα καταλάβει πώς φτάσαμε στο σημείο να σκοτώσουμε τα ίδια μας τα παιδιά... Ο πόνος και η απόγνωσή μας είναι απερίγραπτη. Είθε ο θεός να μας συγχωρέσει κι οι άνθρωποι να μας συμπονέσουν...’
Θ’ ανατριχιάσω από τη φρίκη. Θα αφήσω το χαρτί στον επισκοπικό θρόνο και θα βιαστώ να επιστρέψω στο αυτοκίνητο πατώντας και σπάζοντας τους σκελετούς.
Στους δρόμους θα συνωστίζονται εκατομμύρια, δισεκατομμύρια τρωκτικά. Το pare-brise θα γεμίσει κόκκινες πιτσιλιές· θ’ ανοίξω τους υαλοκαθαριστήρες. Στις στροφές, οι ρόδες θα γλιστράνε πάνω στα ξεκοιλιασμένα πτωματάκια. Θα επιταχύνω και θα γελάω δυνατά, παρανοϊκά.
«Χα-χα-χα! Καταραμένα, καταραμένα, σας πατάω, σας πατάω! Χα-χα-χα!» Θα ’χω παραφρονήσει απ’ την απέραντη μοναξιά και την απερίγραπτη φρίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου