Θα διασχίσουμε τη FYROM, θα μπούμε στο Kosovo, θα περάσουμε την Πρίστινα και θα μπούμε στο έδαφος της Σερβίας. Κάποια στιγμή το GPS θα χάσει την επαφή με το δορυφόρο.
Θα αποφασίσω να πάμε δυτικά προς το Montenegro. Θα χαθούμε μέσα στα ατέλειωτα, γκρίζα βουνά των Βαλκανίων που θα μοιάζουν με απέραντο, πετρωμένο ωκεανό. Οι δρόμοι θα έχουν κλείσει από κατολισθήσεις και κάθε φορά που θα συναντούμε αδιέξοδο θα είμαστε αναγκασμένοι να επιστρέφουμε, και να παίρνουμε διαφορετική κατεύθυνση, διανύοντας μπρος-πίσω δεκάδες χιλιόμετρα μάταια.
Όλη τη μέρα θα περιπλανιόμαστε, ώσπου αργά το απόγευμα θα τελειώσουν τα καύσιμα και θα σταματήσουμε. Θα κατέβω από τη μηχανή, θα κάνω μερικά βήματα και θα κοιτάξω γύρω μου χαμένη· δε θα ξέρω πού βρισκόμαστε.
Θα φάμε αμίλητοι και θα πέσουμε να κοιμηθούμε. Το άλλο πρωί θα πάρουμε όσες προμήθειες σε νερό και τρόφιμα έχουμε και θα ξεκινήσουμε πεζοί.
Μια βδομάδα θα περιπλανιόμαστε πάνω στα άγρια και άνυδρα βουνά χωρίς να συναντήσουμε ψυχή. Θα μας έχει απομείνει ελάχιστο νερό, θα διψάμε, θα είμαστε κατάκοποι, τα πόδια μας θα τσούζουν απ’ τις πληγές. Ο καημένος ο Krill θα υποφέρει ακόμα περισσότερο γιατί οι albino είναι πολύ ευαίσθητοι στον ήλιο. Το δέρμα του θα έχει σκάσει απ’ την αφυδάτωση και στα χείλη θα έχει λευκούς, ξεραμένους αφρούς.
«Λάρρα...» θ’ ακούσω· θα στραφώ και θα τον δω πεσμένο. «Δεν αντέχω άλλο.»
Θα του δώσω νερό και θα τον βοηθήσω να σηκωθεί. Θα περπατήσουμε κάνα δυο χιλιόμετρα. Θα είναι αδύνατον να συνεχίσει.
«Θα κοιμηθούμε εδώ και αύριο το πρωί συνεχίζουμε,» θα πω έχοντας πολύ κακό προαίσθημα.
Το άλλο πρωί ο Krill θα είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση· δε θα μπορεί καν να σηκωθεί. Θα του δώσω όσο νερό θα μας έχει απομείνει και θα προσπαθήσω να τον σηκώσω· μάταια. Δε θα μπορεί να σταθεί στα πόδια του. Θα τον μεταφέρω στη σκιά ενός θάμνου.
«Πάω να φέρω βοήθεια,» θα πω.
Θα πάρω το σακίδιο και θα ξεκινήσω.
«Λάρρα, μην πας.»
«Γιατί;»
«Είναι μάταιο, θα πεθάνω, το νιώθω· μείνε κοντά μου· φοβάμαι..,.» θα πει με δυσκολία.
Ο ξερός άνεμος θα φυσά δαιμονισμένα. Θα στέκω εκεί, καταμεσής στην ερημιά, μεταξύ ουρανού και γης, άπραγη, σαν κεραυνοβολημένο κούτσουρο, κοιτάζοντας τη μακριά σκιά μου πάνω στο σκληρό, άγονο έδαφος.
Θα πάω και θα ξαπλώσω δίπλα του και θα τον αγκαλιάσω. Θα ηρεμήσει· θα μείνουμε έτσι.
«Μίλα μου,» θα πει.
«Τι να πω;»
«Για τον κόσμο που θα ’ρθει. Πες μου ότι θα ’ναι καλύτερος... Ότι οι άνθρωποι θα ζουν ευτυχισμένοι...»
Δε θα ξέρω τι να πω. Ο θάνατός μας είναι η πιο αληθινή στιγμή μας, και θα είναι σαν να τον κοροϊδεύω λέγοντάς του κοινοτοπίες και ψεύτικες παρηγοριές την ώρα που θα πεθαίνει. Θα αισθανθώ ότι θα πρέπει να πω κάτι εξίσου αληθινό και ειλικρινές. Και τότε θα πω κάτι που δεν το ’χα σκεφτεί πιο πριν -ίσως να το ’χα ακούσει ή διαβάσει και το ’χα ξεχάσει- κάτι που η παράξενη αλήθεια των λέξεων που θα το εκφράσει θα με ξαφνιάσει και μένα ακούγοντάς τες:
«Ο κόσμος είναι μια παγίδα που μας έστησε το μυαλό μας και πέσαμε μέσα. Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο Krill· είναι αδύνατον ν’ αλλάξουμε κάτι που δεν υπάρχει... Η ελευθερία που είμαστε, δεν περιορίζεται από κάτι ανύπαρκτο...»
«Συνέχισε να μιλάς Λάρρα· νιώθω όμορφα ν’ ακούω τη φωνή σου...»
«Τον επόμενο κόσμο θα τον πλάσουμε με τα όνειρά μας. Θα ζούμε τη ζωή σαν τα παιδιά που φτιάχνουν διάφορες ιστορίες στη φαντασία τους και τις παίζουν. Θα βλέπουμε τη ζωή σαν ταινία· θα γελάμε, θα κλαίμε αλλά θα ξέρουμε ότι είναι ταινία· θα πιστεύουμε στα μάτια και στ’ αυτιά μας αλλά δε θα τα εμπιστευόμαστε...»
Κάποια στιγμή θα πέσει σε λήθαργο. Αργά το απόγευμα θα ξεψυχήσει· στην αγκαλιά μου, σαν σπουργίτι. Ο Krill θα πεθάνει εδώ· σ’ αυτή τη σελίδα, σ’ αυτή την παράγραφο, σ’ αυτή την τελεία. Θα με πιάσουν τα κλάματα... Θα τον αγαπούσα τον Krill· θα ήταν καλό πλασματάκι· δε θα είχε βλάψει ποτέ κανέναν και θα συμπονούσε τους άλλους.
«Krill, καημένε μου Krill...» θα ψιθυρίσω σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά μου.
Θα σηκωθώ· δε θα ξέρω τι να τον κάνω. ‘Να τον θάψω... Πώς;’ Δε θα έχω τίποτα για να σκάψω, και το έδαφος θα ’ναι πολύ σκληρό. Θα ψάξω τριγύρω και θα βρω μια λακκούβα. Θα σηκώσω το άψυχο σωματάκι του· χωρίς ζωή θα μου φανεί πιο μικρό και πολύ ελαφρύ. Για να χωρέσει στη λακκούβα θα του λυγίσω τα γόνατα. Θα το σκεπάσω με κλαδιά θάμνων κι από πάνω θα τοποθετήσω πέτρες. Θα ελπίσω να μην το ξεθάψουν τα τσακάλια τη νύχτα και το φάνε. Θα κάνω ένα μικρό σωρό από πέτρες και στη κορυφή του θα στήσω το laptop του, σαν σημάδι στο μνήμα του.
Θα σηκωθώ. Δε θα ξέρω τι άλλο να κάνω· δε θα ξέρω καμιά προσευχή· θα υψώσω απ’ την απόγνωση το βλέμμα στον ουρανό και δε θα δω κανένα θεό για να βλαστημήσω. Θα ’χουν κρυφτεί όλοι τους φοβισμένοι μην ξεσπάσει η οργή μου πάνω τους. Θα ζω σε μια εποχή χωρίς θεούς, που δε θα ξέρει τι να κάνει τους νεκρούς της και πώς να τους αποχαιρετήσει. Θα είμαι πιο άδεια κι από μήτρα στείρας γυναίκας...
Θα σηκώσω το σακίδιο μου και θ’ αρχίσω να περπατώ... Θα στραφώ και θα κοιτάξω πίσω μου για τελευταία φορά. Κανείς, ποτέ δε θα μάθει ποιος ήταν ο μικρός Krill, πώς πέθανε, πού είναι ο τάφος του... Και θα συνεχίσω το δρόμο μου· θα κουβαλώ την ασήκωτη απ’ την θλίψη καρδιά μου.
Δυο μέρες θα περιπλανιέμαι τρελή κι εξαντλημένη απ’ τη δίψα μέσα στα άγρια βουνά. Θα έχω όλη την κούραση των αιώνων στην ψυχή μου κι όλο το βάρος της γης στους ώμους μου, ώσπου τελικά θα καταρρεύσω.
Θα μείνω πεσμένη εκεί, με το στόμα γεμάτο σκόνη, πάνω στη μαύρη γη, κάτω από τον βαθύ γαλάζιο ουρανό, μεταξύ ζωής και θανάτου. Θ’ ακούω τα κρωξίματα των όρνιων από πάνω μου και θα τα φανταστώ να μου βγάζουν τα μάτια και να μου τρώνε τα σπλάχνα. Θα φανταστώ χρόνια μετά, το σκελετό μου σ’ αυτό το ίδιο σημείο πάνω στην έρημη γη, στην ίδια στάση... Θα φανταστώ αιώνες μετά, τον πανάρχαιο άνεμο να λιώνει τα κόκαλά μου και να παρασέρνει τη σκόνη τους ώσπου να εξαφανιστώ εντελώς... Όμως, όσο το σκεφτόμουν, δεν μ’ ένοιαζε που θα πέθαινα· μ’ ένοιαζε που θα πέθαινα χωρίς να ξαναδώ τη Bluma...
Θα πέσει η νύχτα και θα ’μαι ακόμα ζωντανή. Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια θα στρέψω λίγο το κεφάλι και θα δω τ’ άστρα. Και τότε θα μου περάσει από το μυαλό η τελευταία, η πιο παράξενη κι ίσως η πιο αληθινή σκέψη της ζωής μου: ‘Εμφανίστηκα σαν κόσμος. Υπάρχω πριν από τ’ άστρα και θα εξακολουθήσω να υπάρχω κι αφού σβήσουν. Είμαι η ταχυδακτυλουργός του σύμπαντος: μ’ ένα -κλαπ! των δακτύλων μου το εμφάνισα, και μ’ ένα - κλαπ! θα το εξαφανίσω.’
Μετά η Λάρρα θα εγκαταλείψει την ανθρώπινη κατάσταση στην οποία υπάρχουν χρόνος, χώρος, αιτίες, γλώσσα, συναισθήματα κλπ, και θα ενωθεί μ’ αυτό που εντελώς αναίτια κι ανέλπιστα εμφανίζεται σαν ‘ανθρώπινη κατάσταση’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου