Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

19. Ο Krill πεθαίνει


Θα δι­α­σχί­σου­με τη F­Y­R­OM, θα μπού­με στο K­o­s­o­vo, θα πε­ρά­σου­με την Πρί­στι­να και θα μπού­με στο έ­δα­φος της Σερ­βί­ας. Κά­ποι­α στιγ­μή το G­PS θα χά­σει την ε­πα­φή με το δο­ρυ­φό­ρο.
Θα α­πο­φα­σί­σω να πά­με δυ­τι­κά προς το M­o­n­t­e­n­e­g­ro. Θα χα­θού­με μέ­σα στα α­τέ­λει­ω­τα, γκρί­ζα βου­νά των Βαλ­κα­νί­ων που θα μοιά­ζουν με α­πέ­ραν­το, πε­τρω­μέ­νο ω­κε­α­νό. Οι δρό­μοι θα έ­χουν κλεί­σει α­πό κα­το­λι­σθή­σεις και κά­θε φο­ρά που θα συ­ναν­τού­με α­δι­έ­ξο­δο θα εί­μα­στε α­ναγ­κα­σμέ­νοι να ε­πι­στρέ­φου­με, και να παίρ­νου­με δι­α­φο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση, δι­α­νύ­ον­τας μπρος-πί­σω δε­κά­δες χι­λι­ό­με­τρα μά­ται­α.
Ό­λη τη μέ­ρα θα πε­ρι­πλα­νι­ό­μα­στε, ώ­σπου αρ­γά το α­πό­γευ­μα θα τε­λει­ώ­σουν τα καύ­σι­μα και θα στα­μα­τή­σου­με. Θα κα­τέ­βω α­πό τη μη­χα­νή, θα κά­νω με­ρι­κά βή­μα­τα και θα κοι­τά­ξω γύ­ρω μου χα­μέ­νη· δε θα ξέ­ρω πού βρι­σκό­μα­στε.
Θα φά­με α­μί­λη­τοι και θα πέ­σου­με να κοι­μη­θού­με. Το άλ­λο πρω­ί θα πά­ρου­με ό­σες προ­μή­θει­ες σε νε­ρό και τρό­φι­μα έ­χου­με και θα ξε­κι­νή­σου­με πε­ζοί.
Μια βδο­μά­δα θα πε­ρι­πλα­νι­ό­μα­στε πά­νω στα ά­γρια και ά­νυ­δρα βου­νά χω­ρίς να συ­ναν­τή­σου­με ψυ­χή. Θα μας έ­χει α­πο­μεί­νει ε­λά­χι­στο νε­ρό, θα δι­ψά­με, θα εί­μα­στε κα­τά­κο­ποι, τα πό­δια μας θα τσού­ζουν α­π’ τις πλη­γές. Ο κα­η­μέ­νος ο K­r­i­ll θα υ­πο­φέ­ρει α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο για­τί οι a­l­b­i­no εί­ναι πο­λύ ευ­αί­σθη­τοι στον ή­λιο. Το δέρ­μα του θα έ­χει σκά­σει α­π’ την α­φυ­δά­τω­ση και στα χεί­λη θα έ­χει λευ­κούς, ξε­ρα­μέ­νους α­φρούς.
«Λάρ­ρα.­.­.» θ’ α­κού­σω· θα στρα­φώ και θα τον δω πε­σμέ­νο. «Δεν αν­τέ­χω άλ­λο.»
Θα του δώ­σω νε­ρό και θα τον βο­η­θή­σω να ση­κω­θεί. Θα περ­πα­τή­σου­με κά­να δυ­ο χι­λι­ό­με­τρα. Θα εί­ναι α­δύ­να­τον να συ­νε­χί­σει.
«Θα κοι­μη­θού­με ε­δώ και αύ­ριο το πρω­ί συ­νε­χί­ζου­με,» θα πω έ­χον­τας πο­λύ κα­κό προ­αί­σθη­μα.
Το άλ­λο πρω­ί ο K­r­i­ll θα εί­ναι σε πο­λύ χει­ρό­τε­ρη κα­τά­στα­ση· δε θα μπο­ρεί καν να ση­κω­θεί. Θα του δώ­σω ό­σο νε­ρό θα μας έ­χει α­πο­μεί­νει και θα προ­σπα­θή­σω να τον ση­κώ­σω· μά­ται­α. Δε θα μπο­ρεί να στα­θεί στα πό­δια του. Θα τον με­τα­φέ­ρω στη σκιά ε­νός θά­μνου.
«Πά­ω να φέ­ρω βο­ή­θεια,» θα πω.
Θα πά­ρω το σα­κί­διο και θα ξε­κι­νή­σω.
«Λάρ­ρα, μην πας.»
«Για­τί;»
«Εί­ναι μά­ται­ο, θα πε­θά­νω, το νι­ώ­θω· μεί­νε κον­τά μου· φο­βά­μαι.­.,.» θα πει με δυ­σκο­λί­α.
Ο ξε­ρός ά­νε­μος θα φυ­σά δαι­μο­νι­σμέ­να. Θα στέ­κω ε­κεί, κα­τα­με­σής στην ε­ρη­μιά, με­τα­ξύ ου­ρα­νού και γης, ά­πρα­γη, σαν κε­ραυ­νο­βο­λη­μέ­νο κού­τσου­ρο, κοι­τά­ζον­τας τη μα­κριά σκιά μου πά­νω στο σκλη­ρό, ά­γο­νο έ­δα­φος.
Θα πά­ω και θα ξα­πλώ­σω δί­πλα του και θα τον αγ­κα­λιά­σω. Θα η­ρε­μή­σει· θα μεί­νου­με έ­τσι.
«Μί­λα μου,» θα πει.
«Τι να πω;»
«Για τον κόσμο που θα ’ρθει. Πες μου ό­τι θα ’­ναι κα­λύ­τε­ρος... Ό­τι οι άν­θρω­ποι θα ζουν ευ­τυ­χι­σμέ­νοι.­..»
Δε θα ξέ­ρω τι να πω. Ο θά­να­τός μας εί­ναι η πιο α­λη­θι­νή στιγ­μή μας, και θα εί­ναι σαν να τον κο­ρο­ϊ­δεύ­ω λέ­γον­τάς του κοι­νο­το­πί­ες και ψεύ­τι­κες πα­ρη­γο­ρι­ές την ώ­ρα που θα πε­θαί­νει. Θα αι­σθαν­θώ ό­τι θα πρέ­πει να πω κά­τι ε­ξί­σου α­λη­θι­νό και ει­λι­κρι­νές. Και τό­τε θα πω κά­τι που δεν το ’­χα σκε­φτεί πιο πριν -ί­σως να το ’­χα α­κού­σει ή δι­α­βά­σει και το ’­χα ξε­χά­σει- κά­τι που η πα­ρά­ξε­νη α­λή­θεια των λέ­ξε­ων που θα το εκ­φρά­σει θα με ξαφ­νιά­σει και μέ­να α­κού­γον­τάς τες:
«Ο κό­σμος εί­ναι μια πα­γί­δα που μας έ­στη­σε το μυα­λό μας και πέ­σα­με μέ­σα. Δεν μπο­ρού­με ν’ αλ­λά­ξου­με τον κό­σμο K­r­i­ll· εί­ναι α­δύ­να­τον ν’ αλ­λά­ξου­με κά­τι που δεν υ­πάρ­χει.­.. Η ε­λευ­θε­ρί­α που εί­μα­στε, δεν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται α­πό κά­τι α­νύ­παρ­κτο.­.­.»
«Συ­νέ­χι­σε να μι­λάς Λάρ­ρα· νι­ώ­θω ό­μορ­φα ν’ α­κού­ω τη φω­νή σου.­.­.»
«Τον ε­πό­με­νο κό­σμο θα τον πλά­σου­με με τα ό­νει­ρά μας. Θα ζού­με τη ζω­ή σαν τα παι­διά που φτιά­χνουν δι­ά­φο­ρες ι­στο­ρί­ες στη φαν­τα­σί­α τους και τις παί­ζουν. Θα βλέ­που­με τη ζω­ή σαν ται­νί­α· θα γε­λά­με, θα κλαί­με αλ­λά θα ξέ­ρου­με ό­τι εί­ναι ται­νί­α· θα πι­στεύ­ου­με στα μά­τια και στ’ αυ­τιά μας αλ­λά δε θα τα εμ­πι­στευ­ό­μα­στε.­.­.»
Κά­ποι­α στιγ­μή θα πέ­σει σε λή­θαρ­γο. Αρ­γά το α­πό­γευ­μα θα ξε­ψυ­χή­σει· στην αγ­κα­λιά μου, σαν σπουρ­γί­τι. Ο K­r­i­ll θα πε­θά­νει ε­δώ· σ’ αυ­τή τη σε­λί­δα, σ’ αυ­τή την πα­ρά­γρα­φο, σ’ αυ­τή την τε­λεί­α. Θα με πιά­σουν τα κλά­μα­τα.­.. Θα τον α­γα­πού­σα τον K­rill· θα ή­ταν κα­λό πλα­σμα­τά­κι· δε θα εί­χε βλά­ψει ποτέ κα­νέ­ναν και θα συμ­πο­νού­σε τους άλ­λους.
«K­r­i­ll, κα­η­μέ­νε μου K­r­i­ll.­.­.» θα ψι­θυ­ρί­σω σφίγ­γον­τάς τον στην αγ­κα­λιά μου.
Θα ση­κω­θώ· δε θα ξέ­ρω τι να τον κά­νω. ‘Να τον θά­ψω.­.. Πώς;’ Δε θα έ­χω τί­πο­τα για να σκά­ψω, και το έ­δα­φος θα ’­ναι πο­λύ σκλη­ρό. Θα ψά­ξω τρι­γύ­ρω και θα βρω μια λακ­κού­βα. Θα ση­κώ­σω το ά­ψυ­χο σω­μα­τά­κι του· χω­ρίς ζω­ή θα μου φα­νεί πιο μι­κρό και πο­λύ ε­λα­φρύ. Για να χω­ρέ­σει στη λακ­κού­βα θα του λυ­γί­σω τα γό­να­τα. Θα το σκε­πά­σω με κλα­διά θά­μνων κι α­πό πά­νω θα το­πο­θε­τή­σω πέ­τρες. Θα ελ­πί­σω να μην το ξε­θά­ψουν τα τσα­κά­λια τη νύ­χτα και το φά­νε. Θα κά­νω έ­να μι­κρό σω­ρό α­πό πέ­τρες και στη κο­ρυ­φή του θα στή­σω το l­a­p­t­op του, σαν ση­μά­δι στο μνή­μα του.
Θα ση­κω­θώ. Δε θα ξέ­ρω τι άλ­λο να κά­νω· δε θα ξέ­ρω κα­μιά προ­σευ­χή· θα υ­ψώ­σω α­π’ την α­πό­γνω­ση το βλέμ­μα στον ου­ρα­νό και δε θα δω κα­νέ­να θε­ό για να βλα­στη­μή­σω. Θα ’­χουν κρυ­φτεί ό­λοι τους φο­βι­σμέ­νοι μην ξε­σπά­σει η ορ­γή μου πά­νω τους. Θα ζω σε μια ε­πο­χή χω­ρίς θε­ούς, που δε θα ξέ­ρει τι να κά­νει τους νε­κρούς της και πώς να τους α­πο­χαι­ρε­τή­σει. Θα εί­μαι πιο ά­δεια κι α­πό μή­τρα στεί­ρας γυ­ναί­κας.­..
Θα ση­κώ­σω το σα­κί­διο μου και θ’ αρ­χί­σω να περ­πα­τώ.­.. Θα στρα­φώ και θα κοι­τά­ξω πί­σω μου για τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Κα­νείς, πο­τέ δε θα μά­θει ποι­ος ή­ταν ο μι­κρός K­r­i­ll, πώς πέ­θα­νε, πού εί­ναι ο τά­φος του.­.. Και θα συ­νε­χί­σω το δρό­μο μου· θα κου­βα­λώ την α­σή­κω­τη α­π’ την θλί­ψη καρ­διά μου.
Δυ­ο μέ­ρες θα πε­ρι­πλα­νι­έ­μαι τρε­λή κι ε­ξαν­τλη­μέ­νη α­π’ τη δί­ψα μέ­σα στα ά­γρια βου­νά. Θα έ­χω ό­λη την κού­ρα­ση των αι­ώ­νων στην ψυ­χή μου κι ό­λο το βά­ρος της γης στους ώ­μους μου, ώ­σπου τε­λι­κά θα κα­ταρ­ρεύ­σω.
Θα μεί­νω πε­σμέ­νη ε­κεί, με το στό­μα γε­μά­το σκό­νη, πά­νω στη μαύ­ρη γη, κά­τω α­πό τον βα­θύ γα­λά­ζιο ου­ρα­νό, με­τα­ξύ ζω­ής και θα­νά­του. Θ’ α­κού­ω τα κρω­ξί­μα­τα των όρ­νι­ων α­πό πά­νω μου και θα τα φαν­τα­στώ να μου βγά­ζουν τα μά­τια και να μου τρώ­νε τα σπλά­χνα. Θα φαν­τα­στώ χρό­νια με­τά, το σκε­λε­τό μου σ’ αυ­τό το ί­διο ση­μεί­ο πά­νω στην έ­ρη­μη γη, στην ί­δια στά­ση.­.. Θα φαν­τα­στώ αι­ώ­νες με­τά, τον πα­νάρ­χαι­ο ά­νε­μο να λι­ώ­νει τα κό­κα­λά μου και να πα­ρα­σέρ­νει τη σκό­νη τους ώ­σπου να ε­ξα­φα­νι­στώ εν­τε­λώς.­.. Ό­μως, ό­σο το σκε­φτό­μου­ν, δεν μ’ έ­νοια­ζε που θα πέ­θαι­να· μ’ έ­νοια­ζε που θα πέ­θαι­να χω­ρίς να ξα­να­δώ τη B­l­u­ma.­..
Θα πέ­σει η νύ­χτα και θα ’­μαι α­κό­μα ζων­τα­νή. Με μια υ­πε­ράν­θρω­πη προ­σπά­θεια θα στρέ­ψω λί­γο το κε­φά­λι και θα δω τ’ ά­στρα. Και τό­τε θα μου πε­ρά­σει α­πό το μυα­λό η τε­λευ­ταί­α, η πιο πα­ρά­ξε­νη κι ί­σως η πιο α­λη­θι­νή σκέ­ψη της ζω­ής μου: ‘Εμ­φα­νί­στη­κα σαν κό­σμος. Υ­πάρ­χω πριν α­πό τ’ ά­στρα και θα ε­ξα­κο­λου­θή­σω να υ­πάρ­χω κι α­φού σβή­σουν. Εί­μαι η τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γός του σύμ­παν­τος: μ’ έ­να -κλαπ! των δα­κτύ­λων μου το εμ­φά­νι­σα, και μ’ έ­να - κλαπ! θα το ε­ξα­φα­νί­σω.’
Με­τά η Λάρ­ρα θα εγ­κα­τα­λεί­ψει την αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση στην ο­ποί­α υ­πάρ­χουν χρό­νος, χώ­ρος, αι­τί­ες, γλώσ­σα, συ­ναι­σθή­μα­τα κλπ, και θα ε­νω­θεί μ’ αυ­τό που εν­τε­λώς α­ναί­τια κι α­νέλ­πι­στα εμ­φα­νί­ζε­ται σαν ‘αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση’. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου