Τζζτ-τζζζτ! Ἡ συνείδησίς μου ἔκαμνεν συχνὰς καὶ παρατεταμένας διαλείψεις καὶ ἦτο φανερὸν ὅτι θὰ ἐσβέννυε ὁριστικῶς ἐντὸς ὀλίγου. Ἐγνώριζον ὅτι ἐπλησίαζεν τὸ τέλος μου –παρέδιδον πλέον τὰ κῶλα– κι ἐσκεπτόμην στωικῶς ὅτι ἴσως ὁ θάνατος ἦτο ἡ μόνη ἔξοδος ἐκ τῆς φυλακῆς ταύτης.
Εἶχον τότε τὴν παραίσθησιν ὅτι ἡ ἔναντι θύρα ἤνοιξεν καὶ εἰσῆλθεν ἡ Ἄννια ἐνδεδυμένη ὡς θαλαμηπόλος – δηλαδὴ ὡς καμαριέρα. Ἀνεσήκωσεν διὰ τοῦ δακτύλου της τὸ ἡμίκλειστον βλέφαρόν μου καὶ ἔμεινεν ἔκπληκτος:
«Καλὲ κύριε! Ζεῖτε ἀκόμη;!»
«Ἄννια μου, δῶσε μου ὀλίγον ὕδωρ καὶ ὀλίγην τροφήν,» τὴν ἱκέτευσα.
«Οὐ δύναμαι, κύριε· ὁ διευθυντὴς τοῦ hotel ζυγίζει καταλεπτῶς τὰς μερίδας τοῦ φαγητοῦ, καὶ ἐὰν διαπιστώσῃ καμμίαν ἐλλειποβαρῆ θὰ μὲ ὑποπτευθῇ καὶ θὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τὴν NKVD. Τὸν φοβοῦμαι. Παρ’ ὅλα ταῦτα θὰ σᾶς προσφέρω...»
Καὶ λέγουσα αὐτὰ ἐτοποθέτησεν μὲ τρυφερὰς κινήσεις τὴν κεφαλήν μου ἐπὶ τῶν γονάτων της, ἐγύμνωσεν τὸν ἀγλαὸν μαστόν της καὶ πλησιάσασα τὴν θηλὴν ἐπὶ τῶν χειλέων μου, ἤρχισεν νὰ μὲ θηλάζῃ μὲ μητρικὴν στοργικότητα. Διέκοψα πρὸς στιγμὴν τὴν πόσιν...
«Ἀγαπημένη μου κορασίς, πῶς εὑρέθης ἐδῶ;» ἠρώτησα κι ἐσυνέχισα νὰ πίνω - μιούμ, μιούμ.
«Πληροφορηθεῖσα τὴν σύλληψίν σας κύριε ὑπὸ τῆς τρομερᾶς NKVD ᾐτήθην παρὰ τοῦ διευθυντοῦ θέσιν θαλαμηπόλου καὶ προσελήφθην, ὑποκύψασα -τί νὰ ἔκαμνον;- εἰς τὰς ἐκβιαστικὰς καὶ ἀνωμάλους ὀρέξεις του. Εἰς μίαν τῶν συνευρέσεών μας λοιπόν, μοῦ ἀπεκάλυψεν τὴν πτέρυγα ὅπου σᾶς κρατοῦν φυλακισμένον καὶ ἰδού, ἦλθον.»
«Σ’ ἐκλιπαρῶ Ἀννιέσκα μου, φυγάδευσόν με ἐκ τῆς εἱρκτῆς ταύτης.»
«Ἀποκλείεται, κύριε.., μὴ μοῦ ζητεῖται νὰ θέσω εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν μου. Ἤδη μᾶς ἐκάμνατε μέγα κακόν.»
«Μά, τί ἔκαμα ὁ δείλαιος[1];»
«Συνετρίψατε τὰς ἐλπίδας μας καὶ μᾶς ἐβυθίσατε εἰς ἐσχάτην ἀπόγνωσιν. Εἴπετε ὅτι εἰς τὴν παγκόσμιον ἀναμέτρησιν θὰ ἐπικρατήσουν τελικῶς οἱ κεφαλαιοκράται καὶ ὅτι ἠμεῖς οἱ ἐργαζόμενοι θὰ ἠττηθῶμεν κατὰ κράτος. Πῶς θὰ ζήσωμεν τώρα χωρὶς νὰ ἐλπίζωμεν; Πῶς θὰ ἀντιπαλεύσωμεν τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἐκμετάλλευσιν, ἐὰν γνωρίζωμεν ὅτι δὲν θὰ ὑπάρξῃ δικαιοτέρα κοινωνία; Πῶς νὰ θραύσωμεν τὰ δεσμὰ τῆς δουλείας μας ἐὰν δὲν πιστεύωμεν εἰς τὴν ἐλευθερίαν;»
«Ζητῶ συγγνώμη. Δὲν εἶχα πρόθεσιν νὰ βλάψω κανέναν· τὴν ἀλήθειαν καὶ μόνον τὴν πικρὰν ἀλήθειαν εἶπα.»
«Ἄς τ’ ἀφήσωμεν πρὸς τὸ παρὸν αὐτά,» εἶπεν ἀλλάζουσα ὕφος. «Σᾶς μεταφέρω τοὺς θερμοὺς χαιρετισμοὺς τῆς οἰκογενείας σας. Ὁ ἰατρὸς Bernabe καὶ ὁ Marcel ἔχουν ἐγκατασταθῇ μονίμως εἰς τὸν οἶκον σας, γαμοῦν τὴν σύζυγον καὶ τὸν υἱόν σας ἀνέτως, κατασπαταλοῦν τὴν περιουσίαν σας καὶ ἀπολαμβάνουν τὸν οἶνον ἐκ τῆς οἰναποθήκης σας τὸν ὁποῖον μὲ τόσην φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν συλλέξατε. Ἔχουσιν καλῶς εἰς τὴν ὑγείαν των, τὸ ἴδιον ἐπιθυμοῦν καὶ δι’ ὑμᾶς, καὶ σᾶς εὔχονται θάρρος καὶ εὐψυχίαν. Ἄ! νὰ μὴν τὸ λησμονήσω! Ὁ Μαρσὲλ ἤρχισεν ἐπιτέλους νὰ γράφῃ τὸ μέγα μυθιστόρημά του μὲ τίτλον: ‘A la recherche du temps perdu’[2]»
Καὶ ἐνῷ μ’ ἐγαλούχει, παρεισέδυσεν ἐπιτηδείως τὴν χεῖρα ἐντὸς τῆς περισκελίδος μου μαλάζουσα τὰ γεννητικά μου ὄργανα.
«Ἄννια μου, νομίζεις ὅτι εἶναι ἡ κατάλληλος στιγμὴ διὰ μαλακίαν;»
«Διατί ὄχι, καλὲ κύριε;»
«Διότι εἶμαι ἡμιθανὴς ὁ δυστυχής καὶ θὰ μὲ ἀποτελειώσῃς.»
Ἡ νεᾶνις ἐγέλασεν αὐθορμήτως οὐδόλως πτοηθεῖσα. Ἀντιθέτως ἐνέτεινεν τὴν παλινδρομικὴν κίνησιν καὶ ἐντὸς ὀλίγου ἐξεσπερμάτισα εἰς τὴν παλάμην της. Σφογγίζουσα τὴν χεῖρα διὰ τῆς ἐμπροσθέλας -κοινῶς ποδιάς, εἶπεν:
«Πρέπει νὰ ἀποχωρήσω, διότι ἐὰν ὁ κακὸς κύριος Μπαρντὸ ἀντιληφθῇ τὴν ἀπουσίαν μου θὰ μὲ ἀπολύσῃ.»
«Πότε θὰ ἐπανέλθῃς, Ἀννούλα μου;»
«Δὲν γνωρίζω,» εἶπεν καὶ ἐξηφανίσθη ὄπισθεν λευκῆς τινας θύρας.
Ἀπέμεινα μόνος μὲ τὴν ἀόριστον ὑπόνοιαν ὅτι τὸ πορνίδιον ἦτο μυστικὴ πληροφοριοδότις τῆς NKVD.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου