Θα καβαλήσω τη μηχανή και σ’ ένα τέταρτο θα είμαι στο πρατήριο της Shell όπου θα δουλεύω, στα περίχωρα της πόλης που τώρα θα ’ναι στους Αμπελόκηπους. Ο πληθυσμός της Αθήνας θα είχε μειωθεί δραματικά την τελευταία δεκαπενταετία λόγω των επιδημιών, της υπογεννητικότητας και της μετανάστευσης. Από τα πέντε εκατομμύρια θα έχει απομείνει μόλις το ένα κι η πόλη θα είχε συρρικνωθεί στο κέντρο της.
Θα είναι Πέμπτη 23 Ιουλίου 2025. Πλησιάζοντας στο πρατήριο θα δω να με περιμένει, όπως κάθε μέρα, μια ουρά αυτοκινήτων ενός χιλιομέτρου. Ο πονοκέφαλος θα μου τρυπανίζει το κεφάλι επίμονα σαν κομπρεσέρ εκτός ελέγχου. Θα κατέβω από τη μοτοσικλέτα και θα ξεκλειδώσω το μαγαζί και τις αντλίες. Θα έχει 50ο βαθμούς κάτω από το υπόστεγο και μέσα στ’ αυτοκίνητα τουλάχιστον 60ο. Οι οδηγοί θα έχουν βγει από τ’ αμάξια τους και θα τα σπρώχνουν σιγά - σιγά προς το πρατήριο.
Θα πάρω το πλαστικό απόκομμα από τον χοντρό με το ιδρωμένο πρόσωπο και θα το χώσω στη σχισμή· η αυτόματη μηχανή θα το καταπιεί, και θα επιτρέψει την παροχή υδρογόνου για 300 χιλιόμετρα. Αυτά τα μαγικά vouchers θα είναι το πιο ισχυρό νόμισμα του πλανήτη· πιο ισχυρό κι απ’ το ευρώ, το δολάριο και το γεν μαζί.
Θα προσαρμόσω και θ’ ασφαλίσω την αντλία στην είσοδο του ντεπόζιτου. Θα πατήσω το διακόπτη και το συμπιεσμένο στα 350 bar υγρό υδρογόνο θα ξεχυθεί με άγριο μουγκρητό στο ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου.
Την τελευταία δεκαετία θα είχαμε περάσει από την εποχή του πετρελαίου στην εποχή του υδρογόνου. Και φυσικά οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες θα είχαν εκμεταλλευτεί αυτήν την μεγάλη αλλαγή προς το συμφέρον τους.
Το υδρογόνο θα μπορούσε να ήταν η μεγάλη ευκαιρία για την ανθρωπότητα. Θα μπορούσε να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές σε μικρές ανεξάρτητες μονάδες παραγωγής που όλες μαζί θα σχημάτιζαν ένα αυτόνομο, αποκεντρωμένο δίκτυο. Έτσι θα είχαμε άφθονη, καθαρή ενέργεια, που θα παραγόταν από μας τους ίδιους που θα την καταναλώναμε.
Κάτι τέτοιο βέβαια θα σήμαινε την καταστροφή των πετρελαϊκών εταιρειών και δε θα το είχαν επιτρέψει σε καμιά περίπτωση. Γι’ αυτό η Shell θα είχε αγοράσει όλες τις σχετικές πατέντες, θα τις είχε θάψει, και θα παρήγαγε το υδρογόνο που χρειαζόμασταν από υδρογονάνθρακες στα διυλιστήρια της. Έτσι η μεγάλη αλλαγή -απ’ τους υδρογονάνθρακες στο υδρογόνο- θα είχε γίνει χωρίς να χάσει η Shell τα κέρδη της και χωρίς να μειωθεί η εξάρτησή μας απ’ αυτήν.
Οι ώρες θα περνούν γεμίζοντας εκατοντάδες αυτοκίνητα. Θα βραδιάζει. Ψηλά, με φόντο το βαθύ γαλάζιο τ’ ουρανού, θα ανάψει αυτόματα η επιγραφή: ‘Hydrogen, the ecological fuel’.
Αυτό κι αν θα ήταν απάτη: γιατί ναι μεν κατά τη χρήση του υδρογόνου δεν σχηματίζεται διοξείδιο του άνθρακα που είναι υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά σχηματίζεται κατά την παραγωγή του υδρογόνου από υδρογονάνθρακες· κι αυτό ο πολύς κόσμος δε θα το ξέρει.
Ο ιδρώτας θα μπαίνει στα μάτια μου και θα με τσούζουν. Τον μανιακό με το κομπρεσέρ πάνω στο κρανίο μου θα τον έχει πιάσει ντελίριο και στην κοιλιά μου ο κουλουριασμένος βόας του φόβου θα καταβροχθίζει τα σπλάχνα μου.
Κάποια στιγμή θα φυσήξει, και θα νιώσω την πυρωμένη πνοή να κατακαίει τους βολβούς των ματιών μου. Θα κάνω νόημα στον επόμενο -ένα φαλάκρα με μαύρο σαν νεκροφόρα jeep- να πλησιάσει, όταν ξαφνικά μια χιλιοτρακαρισμένη, καμπριολέ chrysler natrium και εκκωφαντική beat μουσική θα έρθει και θα χωθεί μπροστά του. Θα κατέβουν δύο δεκαεξάρηδες Σομαλοί, τόσο μαστουρωμένοι που ως κι απ’ τ’ αυτιά τους θα βγαίνουν καπνοί. Θα απορήσω πώς αντέχουν τόσο δυνατή μουσική με τέτοιο καύσωνα και τόση μαστούρα!
Ο φαλάκρας που θα του είχαν πάρει τη σειρά θα κατέβει και θα τους φωνάξει εξοργισμένος:
«Πίσω στην ουρά, ρε! Εγώ μαλάκας είμαι που περιμένω μια ώρα;! Ε, ’σύ...» θα μου πει προτείνοντας το πλαστικό απόκομμα, «Τι χαζεύεις; Γέμισέ το!»
Θα χαζεύω την ιδρωμένη, γυαλιστερή φαλάκρα του που θ’ αντανακλά ανάποδα τα πράσινα γράμματα: ‘Hydrogen, the ecological fuel’. Η γκόμενά του –μια κότα με μαλλί κάγκελο– θα προβάλει το κακοφτιαγμένο της κεφάλι από το παράθυρο του συνοδηγού φωνάζοντας:
«Παλιοξένοι! Να φύγετε από την Ελλάδα! Δε σας θέλουμε! Βρωμίζετε τη χώρα μας! Μας παίρνετε τις δουλειές, μας κατακλέψατε, πουλάτε ναρκωτικά, δεν τολμάμε να βγούμε από τα σπίτια μας!»
Ο σομαλὸς μεσ’ τη μαστούρα του θα σηκώσει αργά και με απόλυτη απάθεια το μεσαίο δάχτυλο του χεριού του προς το μέρος της.
Ο φαλάκρας θα γουρλώσει τα μάτια έκπληκτος:
«Στη γυναίκα μου, ρε;!» -θα χτυπήσει το δάχτυλό του στο στήθος του– «Στη δικιά μου γυναίκα έκανες κωλοδάχτυλο, ρε;! Θα σε σκίσω παλιοπούστη.., θα.., θα...» και θα ορμήσει καταπάνω του.
Τότε ο πιτσιρικάς θα κάνει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον· χωρίς να βιάζεται, θα σκύψει και μέσα από το αμάξι του θα εμφανίσει ένα καλάσνικωφ. Ο φαλάκρας θα μαρμαρώσει επί τόπου.
«Αμάν!» θα του φύγει ο τσαμπουκάς μονομιάς.
Η χοντρή θα ωρύεται υστερικά:
«Παρ’ του το όπλο Μήτσο! Παρ’ του το!»
«Τι λες, μωρή; Πώς θα του το πάρω; Είσαι με τα καλά σου;»
«Θα με σκοτώσουν, Μήτσο μου· θα με βιάσουν!»
«Σκάσε, γαμώ την Παναγία μου· σκάσε. Με τις φωνές σου τους τσαντίζεις περισσότερο· δεν το καταλαβαίνεις;» θα της σφυρίξει μέσα απ’ τα δόντια· και χαμογελώντας συγκαταβατικά προς τους σομαλούς:
«Είναι αρπαγμένη, μην την ακούτε.»
Ο σομαλός θα του κολλήσει την κάνη στον κρόταφο. Ο φαλάκρας δε θα ξέρει τι να κάνει.
«Αα.., ααα..! Θα με βιάσουν, Μήτσο· θες να με βιάσουν;!»
Πλαφ! πλουφ! θα της αστράψει δυο χαστούκια. Θα μείνει άναυδη.
«Εσένα θα βρουν να γαμήσουν, μωρή; Τα παλικάρια από ’δω γαμούν τις καλύτερες! Έτσι δεν είναι παιδιά; Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου. Για κοιτάξου στον καθρέφτη. Σαν γαμώ το κέρατό μου είσαι... Αλλά και να σε βιάσουν, χέστηκα! Μου κατέστρεψες τη ζωή. Δε σ’ αντέχω άλλο· φεύγω!» και διασχίζοντας τη λεωφόρο θα απομακρυνθεί νευριασμένος.
«Μήτσο μου! Μήτσο μου, πού πας;!»
Χωρίς να στραφεί, θα κάνει μια χειρονομία που θα σημαίνει, ‘παράτα με’.
Η χοντρή θα καθίσει στη θέση του οδηγού νευριασμένη, θα βάλει μπροστά, θα καβαλήσει το διάζωμα και θα τον κυνηγήσει. Αυτός θα τρέξει τρομοκρατημένος και θα χωθεί σ’ ένα μαγαζί με εσώρουχα για να σωθεί.
Θα σκέφτομαι ότι οι σχέσεις των ανθρώπων είναι τόσο σάπιες που στην παραμικρή εξωτερική πίεση θα σπάνε σαν γυάλινα φιαλίδια αναδίδοντας μπόχα και δυσωδία.
Ο πιτσιρικάς με το καλάσνικωφ θα μαζέψει τα αποκόμματα των υπολοίπων οδηγών και θα μου πει ήρεμα:
«Γέμισέ το!»
Πίσω στη μέση μου θα έχω το υπηρεσιακό περίστροφο. Η Hydrogen θα δίνει νόμιμα σ’ όλους τους υπαλλήλους της όπλα για αυτοπροστασία και θα τους εκπαιδεύει για ν’ αντιμετωπίζουν την αυξημένη εγκληματικότητα. Εύκολα θα μπορούσα να τινάξω στον αέρα τ’ άμυαλα κεφάλια των πιτσιρικάδων, αλλά δε θα το κάνω· όχι γιατί θα τους λυπάμαι, αλλά γιατί τίποτε απ’ ό,τι θα γίνεται γύρω μου δε θα με αφορά· τίποτε απ’ ό,τι θα συμβαίνει δε θα ’ναι ικανό να με τραβήξει έξω από το βαθύ πηγάδι της απελπισίας μου· θα κοιτάζω τον κόσμο με γυάλινο βλέμμα, γιατί ο λευκός όγκος μέσα στο μυαλό μου δε θα αφήνει χώρο για οποιαδήποτε άλλη σκέψη...
Η σχισμή θα ρουφήξει το ένα μετά το άλλο τα κουπόνια και θα επιτρέψει να ξεχυθεί το πολύτιμο υδρογόνο. Όση ώρα θα γεμίζω την chrysler, οι άλλοι οδηγοί θα κοιτάζουν τους πιτσιρικάδες με μίσος, ενώ οι τελευταίοι θα τους απειλούν με τα καλάσνικωφ χαμογελώντας προκλητικά.
Έπειτα θα μπουν στo αμάξι τους και θα φύγουν σπινάροντας, ξεφωνίζοντας και πυροβολώντας στον αέρα. Μόλις θα βγουν στη λεωφόρο, θα κάνουν έναν επικίνδυνο ελιγμό για να προσπεράσουν, θα χάσουν τον έλεγχο, το αυτοκίνητο θα διαγράψει μια τρελή πορεία πενήντα - εξήντα μέτρων και θα πέσει με την αριστερή πλευρά πάνω σ’ ένα στύλο.
Μια υπέροχη, θεαματική, γαλάζια λάμψη θα τιναχτεί εκατό μέτρα ψηλά και θ’ αστράψει στο νυκτερινό ουρανό σαν λάμα μαχαιριού. Το αυτοκίνητο θα γίνει παρανάλωμα.
Το παράξενο θα είναι ότι το δυνατό μπητ θα εξακολουθεί να ακούγεται. Δύο φλεγόμενα ανθρώπινα σώματα θα προβάλουν στριγγλίζοντας ανατριχιαστικά. Θα χειρονομούν και θα πηδούν σαν να χορεύουν το break dance της ζωής και του θανάτου.
Ενστικτωδώς θ’ αρπάξω τον πυροσβεστήρα και θα κινηθώ προς το μέρος τους... Κάποιος θα με συγκρατήσει πιάνοντάς με από το μπράτσο:
«Άστους να ψηθούν! Τους αξίζει, γιατί πήραν τη σειρά μας,» θα σφυρίξει χαιρέκακα, σαν οχιά.
Ένας άλλος θα σχολιάσει σαρκαστικά:
«Χμ, δεν είναι κακοί χορευτές.»
Κι ένας τρίτος θα ψιθυρίσει πραγματικά θλιμμένος:
«Κρίμα.., πάει χαμένο τόσο υδρογόνο.»
Θ’ απολαμβάνουν το φριχτό θέαμα των φλεγόμενων παιδιών, που θα πέφτουν στην άσφαλτο.., θα ξανασηκώνονται.., θα ξαναπέφτουν.., πασχίζοντας απεγνωσμένα να μας φτάσουν, ελπίζοντας να τα βοηθήσουμε, και στα μάτια όλων θα αντανακλώνται γαλάζιες φλόγες μοχθηρίας, ενώ τα ρουθούνια τους θα οσμίζονται με ικανοποίηση τη μυρωδιά ψημένου ανθρώπινου κρέατος. Ένα διερχόμενο με μεγάλη ταχύτητα αυτοκίνητο θα πέσει πάνω στα φλεγόμενα σώματα τινάζοντας στον αέρα πυρακτωμένα ανθρώπινα μέλη –χέρια, πόδια, κεφάλια– σ’ ένα μοναδικό, φαντασμαγορικό πυροτέχνημα που θα κόψει την ανάσα των θεατών...
«Όσοι δεν έχουν vouchers να φύγουν!» θα φωνάξω, και κάποιοι θα μπουν στ’ αυτοκίνητά τους βλαστημώντας και θα βάλουν μπροστά τις μηχανές.
Θα συνεχίζω να βάζω υδρογόνο μηχανικά. Θα έχω την αλλόκοτη αίσθηση ότι παρακολουθώ από ψηλά το ιδρωμένο μου σώμα να εργάζεται, να κινείται, να μιλά, να ζει τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Θα μου είναι ξένο, θα μου ήταν πάντα ξένο, δε θα αισθάνομαι τον πόνο που θα αισθάνεται, δε θα με θλίβουν οι θλίψεις του, δε θα με φοβίζουν οι φόβοι του, δε θα αγωνιώ με τις αγωνίες του. Και το σώμα μου δε θα με αντιλαμβάνεται· δε θα γνωρίζει ότι υπήρχα πριν αυτό γεννηθεί και ότι θα είμαι μετά το θάνατό του.
Κάποια στιγμή θα κοιτάξω το ρολόι μου· θα είναι έντεκα· οι δεξαμενές θα ’χουν αδειάσει. Θα είμαι δεκατέσσερις ώρες στο πόδι· θα είμαι εξαντλημένη. Θα διώξω τους υπόλοιπους, θα κατεβάσω διακόπτες και ρολά, θα κλειδώσω, θα καβαλήσω τη μηχανή και θα χαθώ στη νύχτα.
«Μια συνηθισμένη μέρα. Τίποτε το ιδιαίτερο...» θα πω στον εαυτό μου περνώντας ανάμεσα από τους λόφους των απορριμμάτων που θα βρωμοκοπάνε. «Θλιβερή και άθλια που ’ναι η ζωή μας.., μέσα στα σκουπίδια σαν τα ποντίκια,» θα αναλογιστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου