(ακούγονται οι πρώτες νότες του πιάνου)
Α..! Η Fantasie impromptu. Θα μου φέρει δάκρυα στα μάτια· ο Chopin θα ήταν από τους αγαπημένους μου. Θα προσπαθήσω να μη σκέφτομαι το θάνατο· θα συγκεντρωθώ στη μουσική. Ο Alfred θα είναι εξαιρετικός δεξιοτέχνης. Τα μακριά του δάχτυλα θ’ απελευθερώνουν δεκάδες ανάλαφρες, πολύχρωμες πεταλούδες που θα πετούν ολόγυρά μου, θα καλύπτουν τα χέρια μου, το κορμί μου, θα μου χαϊδεύουν το πρόσωπο, τα βλέφαρα. Θα πετούν στο χώρο του υπογείου, θα ζουν για λίγες στιγμές, και μετά θα πέφτουν απαλά κι αθόρυβα στο τσιμεντένιο δάπεδο.
‘Πόσο ευαίσθητη, πόσο ακριβή και σπάνια είναι η ζωή!’ θ’ αναλογιστώ. ‘Πόσο ευάλωτοι είμαστε... Ζούμε σχεδόν σαν από θαύμα.’ Θα κλαίω βουβά, θα θρηνώ τον εαυτό μου, το θάνατό μου, γιατί δε θα υπάρχει άλλος να με θρηνήσει. ‘Μια μεταχειρισμένη οδοντογλυφίδα στα δάχτυλα του θανάτου είμαστε, που την τσακίζει αδιάφορα.’ Οι καημένες νότες-πεταλούδες θα βάζουν όλες μαζί τις ελάχιστες δυνάμεις τους για να σηκώσουν το βάρος που θα συνθλίβει το στήθος μου και ω.., ναι! Θα τα καταφέρουν για λίγο. Ναι, η μουσική θα είναι η μόνη που θα μας παρηγορεί για τον αμείλικτο θάνατο που μας περιμένει. Θα κάνει λίγο πιο υποφερτή τη θλιβερή ζωή μας.
Οι πεταλούδες θα πετούν γύρω μου, θα γεμίζουν με χρώματα τα μάτια μου, θ’ αποκαλύπτουν με τον ήχο τους μια δροσερή, παρήγορη σιωπή.
Ξαφνικά η πόρτα του υπογείου θ’ ανοίξει και θα εισβάλει μια θορυβώδης παρέα πεντ’ έξι αντρών και γυναικών γύρω στα τριάντα, φορώντας πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα, που δε θα ταιριάζουν καθόλου με το περιβάλλον. Στο πρόσωπο ενός από αυτούς θ’ αναγνωρίσω τον ιδιοκτήτη μιας ποδοσφαιρικής ομάδας και γιο γνωστού τραπεζίτη. Μαζί τους θα έχουν και δύο σωματοφύλακες με μαύρα κουστούμια και μαύρα γυαλιά.
Ο Μπάρντο θα τρέξει να τους εξυπηρετήσει και να τους προσφέρει τραπέζι. Θα κάτσουν, θα παραγγείλουν σαμπάνιες, ο γιος του τραπεζίτη θα απλώσει κοκαΐνη στο τραπέζι και θα σνιφάρουν όλοι. Θα είναι ήδη φτιαγμένοι. Οι μπράβοι τους θα στέκουν όρθιοι πίσω τους στυγεροί κι ανέκφραστοι με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
Θα στραφώ και πάλι προς τον Alfred. Όμως ο γιος του τραπεζίτη -που η θρασύτητα και η χυδαιότητα δε θα εύρισκαν καταλληλότερο πρόσωπο για να εκφραστούν από το δικό του- θα βάλει τα δάχτυλά του στο στόμα και θα σφυρίξει παρατεταμένα μ’ όλη του τη δύναμη. Ο Alfred θα κατορθώσει να διατηρήσει τη συγκέντρωσή του και να συνεχίσει.
Μαύρη, κακή αχλύς θ’ αρχίσει να μαζεύεται· θα δω το δοκάρι της οροφής και τους τοίχους ραντισμένα με αίματα.
«Τι μαλακίες μουσική είναι αυτή που παίζεις! Παίξε κανένα beat!» θα φωνάξει με προκλητική αναίδεια και εξοργιστική ασχετοσύνη.
Ο Alfred για δεύτερη φορά θα τον αγνοήσει και θα συνεχίσει. Ο άξεστος άντρας σημαδεύοντάς τον με μια σαμπάνια, θα την ανοίξει και θα τον πετύχει με το πώμα στο κεφάλι. Η παρέα του θα χειροκροτήσει για την ευστοχία του και θα ξεσπάσει σε μανιακά, αναίσχυντα γέλια που θα τους φέρουν δάκρυα στα μάτια. Ξαφνικά θα παύσει κάθε ήχος· τα πρόσωπά τους θα είναι παραμορφωμένα· θα είναι σαν να υποφέρουν πολύ, σαν να θρηνούν. Η σκηνή θα μου θυμίζει τη μνηστηροφονία της Οδύσσειας. Ο Alfred θα έχει σταματήσει και θα έχει ακουμπήσει ήρεμα τις παλάμες του στα γόνατά του.
Αυτό που θα συμβεί στη συνέχεια θα έχει ήδη συμβεί. Το πεπρωμένο θα είναι παρόν καταμεσής στην αίθουσα αλλά δε θα το βλέπουμε, γιατί θα είναι κατάφωρα φανερό.
Ο γιος του τραπεζίτη και πρόεδρος μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας θα πλησιάσει τον Alfred, θα βγάλει ένα μικρό, ασημένιο πιστόλι απ’ την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και θα του το κολλήσει στο μέτωπο. Νεκρική ησυχία θα επικρατήσει στην αίθουσα. Οι μπράβοι θ’ αγγίξουν τις λαβές των όπλων τους.
«Παίξε, beat!»
Ο Alfred θα κάθεται στητός και θα κοιτάζει ίσα μπροστά του με αμείλικτη αξιοπρέπεια.
«Παίξε ή θα πεθάνεις!»
Ούτε βλέφαρο από τον Alfred δε θα σαλέψει. Θα είναι αποφασισμένος να πεθάνει παρά να προδώσει τη μουσική. Όλοι θα κρατούν την αναπνοή τους. Θ’ ακουστεί τότε μια φωνή που θα ’ρχεται από πολύ μακριά, από έναν άλλον κόσμο...
«Άφησε ήσυχο τον Alfred, και φύγετε από το μαγαζί εσύ και η παρέα σου.»
Μ’ έκπληξη θα διαπιστώσω ότι είναι η δική μου φωνή. Θα παρακολουθώ μία-μία τις λέξεις να βγαίνουν αβίαστα απ’ το στόμα μου μόνες τους, λείες, και να κρέμονται μετέωρες, άχρωμες σαν παγεροί σταλακτίτες στο μέσον της αίθουσας. Οι μπράβοι θα τραβήξουν τα όπλα τους και θα με σημαδέψουν.
Ο γιος του τραπεζίτη θα στραφεί με ύφος ειλικρινούς απορίας:
«Ποια μίλησε;!»
«Εγώ...»
«Θέλεις να πεθάνεις;»
«Όλοι θα πεθάνουμε.., αυτό είναι γνωστό. Εκείνο που μένει να μάθουμε είναι ποιος απ’ τους δυό μας θα πεθάνει πρώτος»
Ο Krill θα τρέξει κοντά μου:
«Λάρρα, τρελάθηκες;! Ξέρεις ποιοι είναι; Θα σε σκοτώσουν· δεν αστειεύονται!»
«Μην ανακατεύεσαι, Krill. Δεν είναι δική σου δουλειά. Πήγαινε...» θα πω απομακρύνοντάς τον. Θα κοιτάξω το ρολόι μου και θα πω ήρεμα προς τον γιο του τραπεζίτη: «Σου δίνω πέντε δευτερόλεπτα να φύγεις εσύ κι η παρέα σου.»
«Ποια στο διάολο είσαι ’συ;» θα με ρωτήσει.
Δε θα βιαστώ ν’ απαντήσω. Θα γεμίσω το ποτήρι μου αργά, θα πιω και μετά θα πω:
«Είμαι κάποια που άκουγε την αγαπημένη της μουσική, και ήρθες εσύ -ένα τσογλάνι- και της στέρησες την απόλαυση.»
«Θα σε σκοτώσω.» θα πει στρέφοντας το όπλο του εναντίον μου.
«Δεν μπορείς...» θα ψιθυρίσω, «είμαι ήδη νεκρή.»
«Τι είπες;!»
«...»
Δε θα έχω βούληση, δε θα σκέφτομαι, δε θα αισθάνομαι τίποτα. Πανίσχυρες ροές θα ξεχυθούν μέσα στα μέλη μου και θα με συμπαρασύρουν στην πελώρια κοσμική χορογραφία που όλοι μας χορεύουμε χωρίς να το θέλουμε και χωρίς να το ξέρουμε. Το σώμα μου θα είναι τυφλό όργανο της μοίρας. Θ’ ακούω καθαρά τη φωνή και θα με συνεπαίρνει η πνοή που θ’ αφηγείται τη ζωή μου. Θα ταυτίζομαι απόλυτα με ό,τι μου είναι γραμμένο.
Μέσα σε μια στιγμή θα συμβούν όλα: Θα δω το σώμα μου να τινάζεται σε αργή, αέρινη κίνηση, να περιστρέφεται, το χέρι μου να γυρίζει πίσω στη μέση μου και να τραβά το πιστόλι... Θα δω τέσσερις σφαίρες κατασκευασμένες από το πιο σκληρό υλικό του κόσμου -την οργή- να βγαίνουν από την κάνη προωθούμενες από την πιο εκρηκτική ύλη – τον καταπιεσμένο θυμό δεκαετιών! Θα τις δω να κατευθύνονται αναπότρεπτα εναντίον εκείνων που στέρησαν τη μουσική από τις ζωές μας και μας έκαναν δυστυχισμένους. Οι δύο πρώτες θα μπουν στα μάτια του άντρα που ήθελε τα beat. Κι αμέσως μετά, τα μαύρα γυαλιά των δύο μπράβων θα τιναχτούν μακριά σπασμένα στη μέση αποκαλύπτοντας τα έκπληκτα μάτια τους και μία κόκκινη τρυπούλα ακριβώς στο πάνω σημείο της μύτης, ανάμεσα στα μάτια.
Θα χρειαστούν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι το κοινό της υπόγειας αίθουσας να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη... Αμέσως μετά αναποδογυρίζοντας καρέκλες και τραπέζια θα στριμωχτούν όλοι στην έξοδο και θα βγουν στον δρόμο τρέχοντας.
Στο άδειο υπόγειο θα μείνουμε τρεις: ο Alfred, ο Krill, κι εγώ· θα κοιταζόμαστε μεταξύ μας, ενώ στα πόδια μας θα κείτονται τρία πτώματα.
«Είσαι πολύ καλός εκτελεστής,» θα πει ο Alfred χαμογελώντας. «Παρακαλώ καθίστε! Μας διέκοψαν, αλλά μην ανησυχείτε, θα ξαναπαίξω το κομμάτι από την αρχή.»
Ο Krill όμως θ’ ανησυχεί:
«Θα ’ρθουν οι μπάτσοι.»
«Ό,τι και να γίνει, η μουσική προηγείται.» θα πει αποφασιστικά ο Alfred.
Θα είναι μια υπέροχη εκτέλεση. Στο τέλος θα χειροκροτήσω· θ’ ανέβουμε πάνω, θ’ αποχαιρετήσουμε τον Alfred, και θα καβαλήσουμε τη μοτοσυκλέτα. Καθώς θ’ απομακρυνόμαστε θ’ ακούσουμε πίσω μας τις σειρήνες των περιπολικών που θα καταφθάνουν στο piano-bar όπου θα είχε συμβεί το τριπλό φονικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου