Τ |
ί ἦτο πάλιν τοῦτο; Εἰς τὰ ὦτα μου ἔφθανεν ἐλαφρύς, ῥυθμικὸς κτύπος. Προσεπάθησα νὰ τὸν ἀγνοήσω. Ἀλλ’ ὅσον προσεπάθουν νὰ μὴν δίδω σημασίαν, τόσον εὐκρινέστερον τὸν ἤκουον, ὡσὰν τὸν ἐγκρατῆ χριστιανὸν ὅστις ὅσον περισσότερον προσπαθεῖ νὰ κρατήσῃ τὴν σκέψιν του μακρὰν τοῦ πειρασμοῦ, τόσον ἐντονωτέρως σκέπτεται αὐτόν.
Τάκ, τὰκ-τάκ, τάκ! ἀντήχει ὡς ἔμμονος ἰδέα ἐντὸς τοῦ ἐγκεφάλου μου. Ἠγέρθην, κατέβην τοὺς ὀρόφους, ἐπέρασα ἀπὸ τὴν reception, τὴν αἴθουσαν μουσικῆς, τὸ ἑστιατόριον, τὰ μαγειρεῖα, τὰς ἀποθήκας, τὰ πλυντήρια... Ἀπόλυτος ἐρημία! Ἅπαντες ἐκοιμῶντο τοιαύτην ὥραν καὶ τὸ ξενοδοχεῖον ἀπέπνεεν τρομακτικὴν ἐντύπωσιν ἐγκαταλελειμμένου οἰκοδομήματος.
Τάκ, τὰκ-τάκ, τάκ!
Ἤνοιξα τὴν θύραν τῶν θερμῶν λουτρῶν. Ὤζεν[1] χλώριον καὶ οὐρία, ἡ δὲ ἀτμόσφαιρα ἦτο ἀποπνικτικὴ ἐκ τῆς πνιγηρᾶς θερμότητος -αὐχμοῦ. Αἱ ἐγκαταστάσεις ἦσαν παλαιαί, ἐφθαρμέναι καὶ ὀξειδωμέναι. Εἰς τὸ μέσον ὑπῆρχεν μεγάλη, παραλληλεπίπεδος δεξαμενὴ κολυμβήματος, ἐκ τῆς ἐπιφανείας τῆς ὁποίας ἀνεδίδοντο ἀτμοὶ ὡς φαντάσματα. Τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας ἦτο ἀκάθαρτον ἐνῷ ἀσύλληπτον δίκτυον διαθλάσεων καὶ ἀντανακλέσεων ἐκινεῖτο ἀενάως ἐπὶ τῶν λιθοκτίστων τοίχων καὶ τοῦ θόλου τῆς ὑψηρεφοῦς αἰθούσης.
Τάκ, τὰκ-τάκ, τάκ! Ἡ ἠχὼ ἐπολλαπλασίαζεν τοὺς κτύπους.
Εἶδον τότε τὴν μικρὰν Μάρφα, τὴν ψωλώδη ἀνεψιὰν τῆς δουκίσσης Ὀριάν, ἡ ὁποία ἔπαιζεν τὸ ‘κουτσό’, ἐμπηδοῦσα ἐναλλὰξ εἰς τὰς λευκὰς καὶ μελανὰς πλάκας τοῦ ὑγροῦ δαπέδου, καὶ ὁ κρότος τὰκ-τάκ τῶν μποτινιῶν της ἀντήχει εἰς ὁλόκληρον τὸ ξενοδοχεῖον. Καὶ πατοῦσα εἰς λευκὴν πλάκα, «εἶμαι!» ἀνεφώνει, μεταπηδοῦσα δὲ ἀκολούθως εἰς παρακειμένην μέλαιναν, «δὲν εἶμαι!» ἔλεγεν κι ἐξηφανίζετο..!
«Εἶμαι - δὲν εἶμαι, εἶμαι - δὲν εἶμαι,» ἐνεφανίζετο καὶ ἀπηλείφετο κατὰ διαδοχικὴν ἐπανάληψιν.
«Marfa!» ἐφώνησα. Τάκ, τὸ πεῶδες κοράσιον ἐστάθη ἐπὶ λευκῆς πλακὸς κι ἐστράφη πρὸς τὸ μέρος μου. «Τὶ κάμνετε ἐδῶ τοιαύτην προκεχωρημένην ὥραν;!» ἠρώτησα.
«Παίζω.»
«Τί παίζετε;!»
«Τὸ ‘εἶμαι-δὲν εἶμαι’. Πρόκειται περὶ τοῦ κοσμικοῦ παιγνίου τοῦ χρόνου, ὅστις ἐμφανίζει καὶ ἀφανίζει τὰς ἀπειραρίθμους μορφὰς τῆς ζωῆς κατὰ τὴν δίκην αὐτοῦ»
«Φοβοῦμαι ὅτι δὲν σᾶς κατανοῶ.»
«Ἐκπηδῶ ἐκ τοῦ ‘εἶναι’ ἐν τῷ ‘μὴ εἶναι’ καὶ τούμπαλιν, εἰσέρχομαι ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἐξερχομένη αὐτοῦ. Παλινδρομῶ μεταξὺ ὑπάρξεως καὶ ἀνυπαρξίας δι’ ἁλμάτων. Κατελάβατε;»
«Ὄχι· πῶς ἀφανίζεσαι ἐκ περιτροπῆς καὶ κατόπιν παρουσιάζεσαι ἐκ νέου;»
«Μὰ εἶναι ἁπλοῦν, καλὲ κύριε. Τὴν μίαν στιγμὴν εἶμαι παροῦσα καὶ τὴν ἑπομένην ἀποῦσα κατὰ διαμοιβήν. Πατῶ δηλαδὴ εἰς τὰς στιγμάς, ζῶ πάντοτε εἰς τὸ παρόν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἐσᾶς ὅστις πλανᾶσθε ὁτὲ μὲν εἰς τὸ παρελθόν, ὁτὲ δὲ εἰς τὸ μέλλον καὶ οὐδέποτε ἵστασθε ἐπὶ τοῦ παρόντος.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου