Ο ήλιος θα βιάσει τα μάτια μου υπερφωτίζοντας και τις πιο απόκρυφες γωνιές του μυαλού μου. Σαν πανικόβλητες νυχτερίδες οι σκέψεις μου θα χτυπιούνται δεξιά αριστερά στα τοιχώματα του κρανίου πασχίζοντας να βρουν διέξοδο.
«Θα πεθάνω..,» θα ψιθυρίσω απελπισμένη.
Θα στέκομαι στα φθαρμένα μαρμάρινα σκαλιά της εξόδου του ογκολογικού νοσοκομείου στη λεωφόρο Αλεξάνδρας με τον φάκελο κάτω από τη μασχάλη.
«Θα πεθάνω,» θα επαναλάβω για να τ’ ακούσω και να το συνειδητοποιήσω· θα νιώσω το σώμα μου να καταρρέει σαν άμμος. Θα κοιτάξω ψηλά εκλιπαρώντας τον αστραφτερό, αβάσταχτο ουρανό για σωτηρία, και...
Θα αισθανθώ ότι είμαι μια χίμαιρα· θα νιώσω ότι δε ζω πραγματικά, ότι δεν υπάρχω στ’ αλήθεια, ότι ο κόσμος που βλέπω γύρω μου είναι ψευδαίσθηση, αυταπάτη, κι ο θόρυβος της κυκλοφορίας ακροαματισμός.
Και ταυτόχρονα θα υποψιασθώ κάποια απροσδιόριστη, αθέατη ύπαρξη που θα πλάθει την ιστορία μου λέγοντας: ‘θα είμαι η Λάρρα.., θα έχω καρκίνο.., θα στέκομαι στα σκαλιά του νοσοκομείου, θα είμαι σε απόγνωση, θα ζω σ’ ένα κόσμο που θα ’ναι έτσι, θα ’ναι αλλιώς, θα.., θα.., θα...’ Και θα προσπαθήσω να διακρίνω το πρόσωπο αυτής της μυστηριώδους γυναίκας που θ’ αφηγείται τη ζωή μου, αλλά δε θα μπορώ γιατί θα το καλύπτει ένα νέφος ομίχλης. Η φωνή της που θα περνά μέσα από παγωμένους αιώνες και θα μυρίζει υγρασία σπηλαίων, θα ’ναι η μοίρα μου, όχι γιατί θα είμαι παγιδευμένη στην πλοκή της διήγησής της, αλλά γιατί εγώ η ίδια θα ’μαι πλασμένη από λέξεις...
Θα περπατώ σαν αυτόματο, έτσι, χωρίς σκοπό, χωρίς προορισμό· δε θα ξέρω πού θα βρίσκομαι και πού θα πηγαίνω· δε θα μ’ ενδιαφέρει. Θα βαδίζω... θα βαδίζω μέσα στον αφόρητο καύσωνα που δε θα τον νιώθω, μόνη μέσα στο πλήθος που δε θα το βλέπω και δε θα με βλέπει. Το μυαλό μου θα ’χει μουδιάσει, θα ’χει αναισθητοποιηθεί από την αφόρητη σκέψη ότι σε έξι μήνες θα είμαι νεκρή· θα με βαραίνει μια τόσο δυσβάστακτη θλίψη που ο κόσμος γύρω μου θα ’χει χάσει κάθε νόημα, θα ’χει ξεθωριάσει, θα είναι όνειρο που θα διαλύεται, και τα πράγματα δε θα ’ναι πλέον απτά, θα εξαχνίζονται.
«Glioma.., glioma...» θα ψιθυρίζω σαν να προσπαθώ να σπάσω κρυφά ένα καρύδι στην τσέπη μου. «Glioma...» θα επαναλάβω για να κατανοήσω την άτεγκτη, απάνθρωπη αλήθεια που θα έκρυβε μέσα της αυτή η μικρή, παράξενη λεξούλα. Θα προσπαθώ να την ερμηνεύσω, αλλά οι λέξεις δυστυχώς θα ’ναι ανίκανες να εξηγήσουν τι είναι θάνατος, γιατί οι λέξεις είναι φλύαρα σπουργίτια που τιτιβίζουν στα δέντρα και που μόλις ακουστεί πυροβολισμός σκορπίζουν τρομαγμένα.
Θα μετρώ κρυφά με τα δάχτυλά μου: ‘Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος... Μέχρι τα Χριστούγεννα... Αχ, μέχρι τα Χριστούγεννα... Τον επόμενο χρόνο δε θα ζω... Θα πεθάνω στα τριάντα τρία μου... Είναι άδικο, άδικο...’ Θα με πιάσουν τα κλάματα· θα περπατώ και δάκρυα θα τρέχουν απ’ τα μάτια μου. Κανείς δε θα μου δίνει σημασία.
Δε θ’ αντέχω άλλο· θα θέλω να μιλήσω σε κάποιον, να μοιραστώ τη θλίψη που θα με συντρίβει, να του πω πόσο φοβάμαι να πεθάνω, να μ’ αγκαλιάσει, να με παρηγορήσει, να μου δώσει λίγο κουράγιο κι ελπίδα. Και θα ψάξω με το νου μου να βρω σε ποιον να καταφύγω και δε θα βρίσκω κανέναν. ‘Θε μου, είμαι μόνη, εντελώς μόνη, δεν έχω κανέναν...’ θα συνειδητοποιήσω με τρόμο.
Και τότε θα παρουσιαστεί μπροστά μου ολοζώντανο το όμορφο πρόσωπο της Bluma! Α, ναι! Την Bluma θα ήθελα να είχα κοντά μου αυτή την ώρα· σ’ αυτή θα μπορούσα να μιλήσω, να της εξομολογηθώ ότι έχω καρκίνο, ότι οι γιατροί μου έχουν δώσει μόνο έξι μήνες ζωής...
Γιατί η Bluma θα ήταν η μόνη που θα ’χα αγαπήσει στη ζωή μου και θα τη θυμόμουν ακόμη, δέκα χρόνια από τότε που θα εργαζόμασταν σαν μεταπτυχιακές φοιτήτριες στο πείραμα CERN στη Γενεύη. Θα ήμουν ερωτευμένη μαζί της, αλλά μόνο μια φορά θα την είχα φιλήσει, εκείνη τη νύχτα στο αεροδρόμιο της Γενεύης που θα έφευγε· μόνο ένα φιλί, αλλά με ’κείνο το φιλί θα είχε κλέψει την ψυχή μου. Έτσι θα ήταν οι μεγάλοι έρωτες, ένα φιλί θα ήταν αρκετό για να τους διατηρεί αιώνια.
Μετά το τραγικό τέλος του πειράματος CERN θα είχαμε χωρίσει, εκείνη θα είχε πάει στο Παρίσι, εγώ θα είχα επιστρέψει στην Αθήνα... Δε θα είχαμε διατηρήσει επικοινωνία, δε θα είχαμε ξαναειδωθεί, θα είχαμε χαθεί, δε θα ήξερα πού θα βρισκόταν, τι θα έκανε... Θα τη σκεφτόμουν όμως και θα τη νοσταλγούσα παρ’ όλους τους δεσμούς που θα είχα αυτά τα χρόνια. Και θα ήταν το πρώτο και μοναδικό πρόσωπο που θα μου είχε έρθει στο μυαλό μέσα στην απελπισία μου. ‘Θε μου, την αγαπώ· πόσο μου λείπει... Πόσο θα ’θελα να ήταν τώρα κοντά μου!’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου