Θα βαδίζω και τα βήματα δε θα ’ναι δικά μου· θα βαδίζω σαν άλλη, σαν υπνοβάτης, ή καλύτερα σαν όνειρο υπνοβάτη, άσκοπα, χωρίς να ξέρω πού πάω, ώρες ατέλειωτες, χωρίς να αισθάνομαι κούραση, γιατί θα ’μαι ολόκληρη μια κούραση, χωρίς να αισθάνομαι δίψα, γιατί θα ’μαι η δίψα... Θα είναι απόγευμα, θα βραδιάζει κι η ζέστη θα κρέμεται πάνω από την πόλη σαν τεράστια, μωβ αιμορροΐδα· ο Θεός θα μας έχει εντελώς χεσμένους. Στους εντελώς έρημους και στενούς σαν φαράγγια δρόμους θ’ αντηχεί παράξενα η μετάδοση κάποιου ποδοσφαιρικού αγώνα που θ’ ακούγεται από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Θα νιώθω ξένη· ξένη σ’ αυτή την πόλη, ξένη μέσα σ’ αυτό το σώμα που θα ’χει καρκίνο, εξορισμένη εδώ στον κόσμο και στη ζωή.
Μπιιιιίπ! Θ’ ακούσω ένα επίμονο κορνάρισμα, λάστιχα να στριγγλίζουν και θα δω ένα αυτοκίνητο να σταματά δέκα εκατοστά δεξιά μου. Θα στέκω εκεί, στη μέση του δρόμου, χαμένη, σαν κούτσουρο...
«Θες να πεθάνεις;!» θα ουρλιάξει οργισμένα ο οδηγός.
«Όχι!» θα ψιθυρίσω.
«Ε, άντε πηδήξου τότε!» θα με βρίσει και θα φύγει σπινάροντας ανατριχιαστικά.
Θα συνεχίσω.., θα συνεχίσω να περπατώ, ώσπου κάποια στιγμή θα συναντήσω μπροστά μου μια καφετέρια που θα ’χει καταλάβει όλο το πεζοδρόμιο με τραπέζια, που θα ’ναι γεμάτα με οπαδούς, με τα μάτια καρφωμένα σε μια τεράστια οθόνη plasma παρακολουθώντας κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα. Θα καθίσω μηχανικά και θ’ ακουμπήσω τον άσπρο φάκελο στο τραπέζι. Θα χαϊδέψω με τα δάχτυλα μου το μέτωπό μου. ‘Εδώ μέσα είναι.., σαν μπάλα του γκολφ...’
«Τι θα πάρετε;»
«Ε..;»
«Θα παραγγείλετε κάτι;»
«Ένα μπουκάλι νερό.»
Θα βγάλω λίγο την τομογραφία από το φάκελο και θα κοιτάξω το μικρό άσπρο κύκλο. Θ’ απορήσω πώς ο τρομακτικός θάνατος θ’ απεικονίζεται απλώς με μια πιο φωτεινή διαβάθμιση στο ασπρόμαυρο φιλμ της ακτινογραφίας.
Ο σερβιτόρος θα φέρει το νερό και κοιτάζοντας προς την τηλεόραση θα το ανοίξει απρόσεκτα· το μπουκάλι θα πέσει και θα βρέξει το φάκελο...
«Ω, συγγνώμη! Θα φέρω άλλο.»
«Όχι δεν πειράζει.»
«Καλά.»
Το νερό θα μαζευτεί σε λιμνούλες στην επιφάνεια της τομογραφίας. Θα σύρω το δάχτυλό μου από την μία στην άλλη ενώνοντάς τες. ‘Τριχοειδές φαινόμενο, υδρόφοβο υλικό,’ θα παρατηρήσω. Θα τρίψω με το δάχτυλό μου τον λευκό κύκλο που θ’ απεικονίζει τον όγκο λες και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να τον σβήσω και να θεραπευτώ.
«Άααααχ..!» θ’ ακουστεί μια μυριόστομη κραυγή απογοήτευσης και θα πεταχτούν όλοι όρθιοι! Θα τρομάξω. Τραπέζια θ’ αναποδογυρίσουν, ποτήρια θα σπάσουν. ‘Τι έγινε;’
«Όχι, ρε πούστη μου!»
«Το ’χασε ο μαλάκας!»
«Νααά.., μαλάκα!» δεκάδες τεντωμένα χέρια θα μουντζώνουν την οθόνη.
Η ομάδα τους θα είχε χάσει κάποια ευκαιρία.
Μόλις θα κατασιγάσει ο θόρυβος, οι απαίσιες σκέψεις θα επιστρέψουν σαν μαύρα όρνια στο ξεραμένο δέντρο της ύπαρξής μου: ‘Ποιος θα ’ρθει στην κηδεία μου; Μόνο ο Krill… Η μάνα μου; Μπα, όχι! Αυτό αποκλείεται. Θε μου, θα ’ναι μια πολύ θλιβερή κηδεία... Μόνο ο Krill, ο παπάς, κι οι νεκροθάφτες... Ο ήλιος θα καρφώνει τα σιδερένια κοντάρια του στην ξερή γη. Ο παπάς θα βιάζεται γιατί θα ξέρει ότι δεν θα πρόκειται να πάρει φιλοδώρημα· ποιος θα του δώσει; Ο Krill?! Χα..! Το φέρετρο θα είναι το πιο φθηνό που θα υπάρχει· σανιδένιο. Οι νεκροθάφτες θα πιάσουν δουλειά αμέσως. Θα φτύσουν τις παλάμες τους και θ’ αρχίσουν να φτυαρίζουν βλαστημώντας τον καύσωνα. Ο απότομος θόρυβος της πρώτης φτυαριάς πάνω στο ξύλινο φέρετρο θα ’χει κάτι το τρομακτικά τελεσίδικο. Κανένας δε θα πληρώσει για να μου φτιάξουν ένα μνήμα με το όνομά μου, την ημερομηνία γέννησης και θανάτου μου. Ο τάφος μου θα ’ναι ένας ανώνυμος σωρός χώμα. Κανείς δε θα ξέρει ότι πέρασα απ’ τη ζωή, ότι ονομαζόμουν Λάρρα, ότι είδα τα δέντρα, τα πουλιά, άκουσα κάποτε τον ήχο των κυμάτων... Θα με θυμηθεί ποτέ κανείς; Μπα! Ποιος; Γιατί; Τι έχω κάνει στη ζωή μου; Τίποτα. Η Bluma? Θα με θυμηθεί άραγε μετά από χρόνια; Θα με θυμάται καμιά φορά; Ω, θα με παρηγορούσε λίγο αν θα ήξερα ότι με θυμάται πού και πού...’
Θα σηκωθώ και θ’ αρχίσω πάλι να βαδίζω· θα διψώ· νερό θα είχα ξεχάσει να πιω... Εφιαλτικές σκέψεις θα περνούν απ’ το μυαλό μου:
‘Του χρόνου τέτοια μέρα, 20 Ιουνίου 2025, το πτώμα μου θα είναι αποσυντεθειμένο. Θα ’μαι φριχτό θέαμα! Πότε θα με ξεθάψουν για την αποκομιδή των οστών; Χρειάζονται τους τάφους· υπάρχει ζήτηση· στοιχίζουν. Θα βάλουν τα κόκαλά μου σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, ή θα τα πετάξουν σε καμιά σκοτεινή καταβόθρα με χιλιάδες άλλα. Θα λιώσω γρήγορα; Όχι με τη χημειοθεραπεία. Τα μαλλιά μένουν, αλλά εγώ δε θα ’χω μαλλιά. Θα προτιμούσα την αποτέφρωση’
«Ιααααααά..!»
Μια ουρανομήκης ιαχή θα τιναχτεί απ’ όλη την πόλη και σε λίγα λεπτά εκατοντάδες χιλιάδες κρετίνοι θα ξεχυθούν στους δρόμους πανηγυρίζοντας. Θα ζουν στον κόσμο τους κι εγώ στο δικό μου.
Ένας κτηνώδης τύπος, που θα βρωμάει μπύρα και ιδρώτα, θα μ’ αγκαλιάσει σφιχτά και σηκώνοντάς με στον αέρα και θα με φιλήσει στο στόμα φωνάζοντάς μου καταπρόσωπο:
«Το πήραμε το γαμημένο! Το πήραμεεε!»
Θα του χώσω μια γονατιά στ’ αρχίδια και θα τον αφήσω ξερό. Θα βαδίζω μέσα στο έξαλλο πλήθος... ‘Γιατί.., γιατί εγώ κι όχι κάποιος άλλος; Ένας απ’ όλους αυτούς, ένας γέρος, η μάνα μου... Είναι άδικο να πεθάνω, άδικο γιατί δεν έζησα, δεν πρόλαβα να ζήσω...’ Θα είμαι συντετριμμένη· ένας κόμπος θα μου φράζει το λαιμό· θα βαδίζω με σκυφτό κεφάλι, ο όχλος σαν βουερό ποτάμι σκοτεινών ενστίκτων, θα με παρασέρνει άβουλη κι αμέτοχη.
Κι όπως γίνεται συνήθως μετά από κάθε αγώνα, θ’ αρχίσουν οι συμπλοκές και οι λεηλασίες. Σαν δαίμονες με βαμμένα πρόσωπα στα χρώματα της ομάδας τους θα πέφτουν πάνω μου κουβαλώντας τηλεοράσεις plasma, laptop, DVD player, CD, κινητά τηλέφωνα, κούτες τσιγάρων, ποτά, κοσμήματα, καλλυντικά, γυαλιά ηλίου, οτιδήποτε. Θα κλέβουν ό,τι θα μπορούν να μεταφέρουν· κι ό,τι δε θα μπορούν να μεταφέρουν, θα το σπάνε· κι ό,τι δε θα μπορούν να σπάσουν, θα το πυρπολούν. Θα υπάρχει αγανάκτηση επειδή δε θα μπορούν να τ’ αγοράσουν, και μαζί θα υπάρχει μίσος και οργή και φθόνος εναντίον εκείνων των λίγων που θα έχουν πολλά χρήματα και θα απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν.
Τίποτε δε θα μ’ αγγίζει· κανένας ήχος δε θα μπορεί να διαπεράσει τη μόνωση της ψυχής μου· καμιά εικόνα δε θα μπορεί να διεισδύσει στο παχύ, αόρατο στρώμα θλίψης που θα τυλίγει σαν κουκούλι το σώμα μου. Θα καταγράφω τα πάντα χωρίς συνείδηση, σαν άψυχη κάμερα.
«Βλέπεις τίποτε παράξενο;!» θα μου φωνάξει με στριγγή φωνή μια πανύψηλη τραβεστί με πράσινο λαμέ σακάκι, μίνι χρυσό φόρεμα και ξανθιά περούκα. Θα έχει σπάσει τη βιτρίνα του Νάκα και θα πασχίζει να τραβήξει μ’ ένα σχοινί ένα μεγάλο άσπρο πιάνο με ουρά.
«Όχι...»
«Ε, τότε δίνε του!»
Θα βγάλει τα τακούνια της και θα προσπαθήσει με μεγαλύτερη δύναμη. Τίποτε· το βαρύ πιάνο θα παραμένει ακούνητο. Θα σταματήσει να πάρει ανάσα· η περούκα θα έχει φύγει από τη θέση της, θα έχει ιδρώσει απ’ την προσπάθεια.
«Τι κάθεσαι και χαζεύεις; Βάλε ένα χεράκι! Δεν βλέπεις ότι δεν μπορώ μόνη μου;»
Το μυαλό μου θα ’ναι ναρκωμένο, και η απαίτηση της τόσο εξωφρενικά παράλογη, που θα πιάσω το σχοινί μηχανικά και θ’ αρχίσω να τραβώ μαζί της. Τελικά θα το βγάλουμε έξω.
Θα είμαι ζεμένη μαζί με μια ξυπόλυτη τραβεστί και θα σέρνουμε ένα μεγάλο άσπρο πιάνο με ουρά στη Σόλωνος. Ακόμη και μέσα στην τόση απελπισία μου θα καταλαβαίνω την παράνοια της κατάστασης.
«Παίζεις πιάνο;» θα ρωτήσω λαχανιασμένη.
«Όχι»
Θα συνεχίσουμε... Μετά από λίγο:
«Θα το πουλήσεις;»
«Όχι»
«Τότε;»
«Τι τότε;»
«Τι θα το κάνεις;»
«Ό,τι γουστάρω! Λογαριασμό θα σου δώσω; Τράβα!»
«Τραβάω»
Θα συνεχίσουμε... Ξαφνικά θα σταματήσει και θα φωνάξει υστερικά: «Θα το βάλω σπίτι μου! Θέλω να έχω πιάνο! Γιατί; Εσύ τι ζόρι τραβάς;!»
«Το πιάνο»
«Τράβα το λοιπόν!»
Θα τραβώ... Μετά από λίγο θα ρωτήσω πάλι:
«Έχεις μεγάλο σπίτι;»
«Γκαρσονιέρα»
«Θα χωρέσει;»
«Ε..;»
Θα σταθεί και ξύνοντας την περούκα της θα το μετρήσει με το βλέμμα: «Χμ, θα γκρεμίσω τον τοίχο και θα μπαίνει λίγο στο διαμέρισμα του διπλανού...»
«Θα γκρεμίσεις ξένο σπίτι;!»
Θα με κοιτάξει με μίσος, έτοιμη να εκραγεί:
«Άντε γαμήσου εσύ και το πιάνο σου. Παρ’ το, στο χαρίζω» Θα βάλει τα τακούνια της και θα απομακρυνθεί νευριασμένη.
Θα στέκω άναυδη στη μέση του δρόμου απορώντας αν ο κόσμος τρελάθηκε ή αν ολ’ αυτά είναι παραισθήσεις που οφείλονται στον όγκο του εγκεφάλου μου.
Θ’ αφήσω το σχοινί να γλιστρήσει απ’ το χέρι μου και θα συνεχίσω την περιπλάνησή μου. Ασυνείδητα θ’ αποφεύγω να πάω προς το σπίτι γιατί μέσα στο μικρό δωμάτιο θα βάραινε περισσότερο η θλίψη και δεν θα μπορούσα ν’ αναπνεύσω.
Ένα βίαιο κύμα όχλου θα πέσει πάνω μου και θα με σπρώξει προς τη βιτρίνα ενός σούπερ-μάρκετ που θα σπάσει με πάταγο και τα τζάμια θα με κόψουν στο πρόσωπο και στα χέρια. Θα κοιτάξω το αίμα στις παλάμες μου παραξενεμένη που το σώμα μου έχει ακόμα αίμα μέσα.
Η έξαλλη μάζα θα ορμήσει στα ράφια και θα αρπάζει ό,τι βρίσκει μπροστά της: λαχανικά, χαρτιά υγείας, κρέατα, σερβιέτες, τυριά, προφυλακτικά, αλλαντικά, tampon, ζυμαρικά, τσίχλες, φακές, μπατονέτες οτιδήποτε... Ο σεκιουριτάς θα τραβήξει πιστόλι και θα πυροβολήσει στον αέρα. Ο κόσμος αντί να φοβηθεί θα εξαγριωθεί· ο φύλακας για να σωθεί θα πυροβολήσει δεύτερη φορά και μια χοντρή τσιγγάνα που θα είχε αρπάξει ένα καρπούζι θα σωριαστεί χάμω· το καρπούζι θα σκάσει στα πόδια μου· πηχτό, μαύρο αίμα θα αναβρύσει από το στόμα της χοντρής τσιγγάνας· θα παρακολουθώ υπνωτισμένη την παχύρρευστη κηλίδα που θα απλώνεται αργά στο δάπεδο... Μόλις αγγίξει το παπούτσι μου θα ξυπνήσω και θα οπισθοχωρήσω τρομαγμένη. Ο άντρας, ο πατέρας, τ’ αδέρφια κι όλο της το σόι θα πέσουν με αλαλαγμούς και κατάρες πάνω στο φύλακα, θα τον σηκώσουν ψηλά, θα τον καρφώσουν στο τσιγκέλι του κρεοπωλείου από τον αυχένα, και θα τον αφήσουν εκεί, να σπαρταρά κρεμασμένος!
Εντελώς ξαφνικά ο όχλος θ’ αποχωρήσει σαν παλίρροια, και θ’ απομείνω μόνη στο κατεστραμμένο super market... Θα κοιτάζω μαγνητισμένη το κρεμασμένο πτώμα του φύλακα να αιωρείται, και μετά θα στραφώ, θα πατήσω πάνω στην ογκώδη κοιλιά της τσιγγάνας που θα μου φράζει την έξοδο –απ’ το στόμα της θ’ αναβλύσει το τελευταίο αίμα– και θα βγω.
Θ’ ακουστεί χαρακτηριστικός θόρυβος ελικοπτέρου και θα κοιτάξω ψηλά. Η αστυνομία δε θα ’κανε πια επίγειες επιχειρήσεις, γιατί θα είχε βαριές απώλειες. Θα επενέβαινε με ειδικά ελικόπτερα που θα ’χαν την ικανότητα να ελίσσονται μέσα στους στενούς δρόμους.
Θα επικρατεί πανδαιμόνιο· το δυνατό ρεύμα αέρα που θα δημιουργούν οι έλικες θα σηκώνει χαρτιά και σύννεφα σκόνης· ισχυροί προβολείς θα σαρώνουν το δρόμο και τις προσόψεις των πολυκατοικιών· ο όχλος θα τρέχει· οι σειρήνες και τα μεγάφωνα θα ουρλιάζουν εκκωφαντικά:
«Διαλυθείτε! Απαγορεύονται η κυκλοφορία και οι συγκεντρώσεις! Διαλυθείτε χωρίς δεύτερη προειδοποίηση!»
Πανικόβλητοι άνθρωποι θα πέφτουν πάνω μου, θα με σπρώχνουν, θα με παρασύρουν, κι εγώ θα περιφέρομαι μέσα στον ορυμαγδό σφίγγοντας το λευκό φάκελο κάτω απ’ τη μασχάλη μου να μην τον χάσω, να μη χάσω την πολύτιμη θανατική μου καταδίκη. Θα είμαι ξένη, αμέτοχη, αδιάφορη σε ό,τι θα συμβαίνει γύρω μου. Οι εικόνες κι οι ήχοι θα γλιστρούν πάνω μου όπως η βροχή κυλά πάνω στο αδιάβροχο, ή όπως ο άνεμος περνά μέσα από το δίχτυ χωρίς να συναντά αντίσταση. Θα είμαι άδεια, εντελώς άδεια... Θα βλέπω τον κόσμο σαν πρωινή ομίχλη που θα παίρνει αλλόκοτες μορφές και που σε λίγο θα τη διέλυε ο ήλιος. Θα είμαι νεκρή σ’ ένα νεκρό κόσμο. Ο θάνατος θα είναι μέσα μου και γύρω μου. Η κοινωνία και το κεφάλι μου θα σαπίζουν από τον ίδιο καρκίνο.
Και τότε τα εξ ουρανού ανθρωποειδή κρεμασμένα από το ένα χέρι έξω από τα ελικόπτερα θ’ αρχίσουν να πυροβολούν με σαδιστική ευχαρίστηση κατά του πλήθους που θα τρέχει να σωθεί σαν πανικόβλητη αγέλη αφήνοντας πίσω του, ασάλευτα στην άσφαλτο, μαύρα κουφάρια θηραμάτων...
Θα μπω στον εθνικό κήπο και θα χωθώ στις σκιές των φυλλωμάτων. Θα καθίσω εξαντλημένη σ’ ένα παγκάκι. Πάνω απ’ τα δέντρα στον ουρανό, θα φαίνεται η αντιφεγγιά των πυρκαγιών· από παντού θ’ ακούγονται ελικόπτερα, σποραδικές ριπές κι απόμακρη οχλοβοή.
Μια σκοτεινή φιγούρα θα με πλησιάσει τρεκλίζοντας και μονολογώντας:
«Είναι τρελοί.., τρελοί όλοι τους.., χικ!»
Θα είναι ένας αλκοολικός γέρος με μαύρο καουμπόικο καπέλο που θα βρωμοκοπάει. Θα με δει, θα σταθεί, θα ταλαντεύεται μπρος-πίσω και καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια θα πει:
«Ποια είσαι ’συ; Χικ! Αυτό είναι το παγκάκι μου» Θα τον κοιτάζω αμίλητη. «Είναι το παγκάκι μου σου λέω· σήκω.., χικ!»
«Θέλω να σου δείξω κάτι· κάτσε!» θα του πω τραβώντας τον από το χέρι. Ο γέρος θα ’ναι σαν άδειο σακί με κόκκαλα που θα κροταλούν.
«Άι, με πονάς»
Θα βγάλω από το φάκελο τη μαγνητική τομογραφία, θα τη σηκώσω ψηλά και θα του δείξω τον όγκο.
«Βλέπεις αυτόν τον άσπρο κύκλο;»
«Ω, η σελήνη!» θα πει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. «Τι όμορφη που είναι.., χικ!»
«Δεν είναι η σελήνη, είναι ένας όγκος που έχω μέσα στο κεφάλι μου. Με λένε Λάρρα κι έχω καρκίνο στον εγκέφαλο· glioma τον είπαν οι γιατροί»
«Λάρρα· μικρή, καημένη μου Λάρρα… Τι μεγάλο καρκίνο έχεις μέσα στ’ όμορφο κεφαλάκι σου!» θα πει γλυκά.
«Μου μένουν έξι μήνες ζωής!»
Θα μετρήσει αργά με τα δάχτυλά του:
«Ένα.., δύο.., χικ! Α, η ζωή! Η ζωή είναι μια παγίδα που πέσαμε μέσα...»· θα γείρει απαλά στον ώμο μου και θ’ αρχίσει να ροχαλίζει.
Θα τον σπρώξω από πάνω μου και θα πέσει κάτω στο έδαφος όπου θα συνεχίσει να κοιμάται του καλού καιρού. Αυτός τουλάχιστον θα είχε τη ζωή μπροστά του.
‘Γκιών!’ θ’ ακουστεί η κραυγή ενός κρυμμένου γκιώνη και θα ’ναι η μικρή απελπισμένη κραυγούλα της ψυχής μου μεσ’ το σκοτάδι...
Θα σηκωθώ και θα πάρω πάλι τους δρόμους· θα περιπλανιέμαι όλη τη νύχτα. Το νεκρικό, ανέκφραστο πρόσωπό μου θα φωτίζεται απ’ τις ανταύγειες των φλεγόμενων τραπεζών, malls, αστυνομικών τμημάτων, αντιπροσωπειών αυτοκινήτων... Στην Πανεπιστημίου οι εξεγερμένοι θα πανηγυρίζουν γύρω από ένα ελικόπτερο της αστυνομίας το οποίο θα είχαν καταρρίψει και τώρα θα καίγεται.