Τὰ ὕδατα τοῦ ἀσυνειδήτου:
Ὁ διάδρομος εἶχεν
μετατραπῇ εἰς ὁρμητικὸν ποταμὸν καὶ τὰ φρεάτια τῶν ἀνελκυστήρων
εἰς ἠχηροὺς καταρράκτας. Πανταχόθεν ἠκούοντο κελαρύσματα, βορβορυγμοί,
γλουγλουκισμοί, κοχλασμοί, παφλασμοὶ καὶ φλοισβίματα. Ὑδάτιναι φλέβες
διέτρεχον τοὺς τοίχους καὶ τὰς ὀροφὰς ἐσωτερικῶς, καὶ ὁποθενδήποτε τὰ
ὕδατα εὕρισκον ρωγμὴν ἐξηκοντίζοντο ὡς πίδακες ἕνεκα μεγάλης πιέσεως.
Φθάνοντες εἰς τὸ κεντρικὸν
κλιμακοστάσιον παρεσύρθημεν ὑπὸ τοῦ ρεύματος καὶ ἐκάμαμεν ἑλικοειδὲς
rafting εἰς τὸν καταρρέοντα χείμαρρον τῆς μεγαλοπρεποῦς art nouveau
κεντρικῆς κλίμακος, ἀπολήξαντες εἰς τὴν μεγάλην αἴθουσαν τῶν δεξιώσεων
ἔνθα τὰ ἔπιπλα ἐπέπλεον, καὶ ὅπου ἐπὶ τῶν τραπεζῶν ἐπέβαινον οἱ ἀξιότιμοι
πελάται οἱ ὁποῖοι ἐγέλων καὶ διεσκέδαζον διεξάγοντες ἀπηδαλιοχήτους
ἀγώνας, χρησιμοποιοῦντες τὰς χεῖρας των ὡς κώπας, ἀναφωνοῦντες - ἄαα!,
ὤωω!, ἴιι!, ὅταν τὰ αὐτοσχέδια σκάφη των συνεκρούοντο καὶ ἀνετρέποντο.
Καὶ ἐν μέσῳ ὅλων αὐτῶν,
ὁ maitre d’ hotel μεσιὲ Μπαρντὸ ματαίως
ἐπάσχιζεν νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν τάξιν –«κυρίαι μου, κύριοι, παρεκτρέπεσθε,
δὲν εἶναι κόσμιον»– τίλλων τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του ἐκ τῆς ἀπελπισίας,
ἀναστενάζων «mon Dieu, quelle catastrophe!», ἐνῷ τὰ lift boys καὶ οἱ
laquais (λακέδες) ἵσταντο ἀμήχανοι κρατοῦντες σάρωθρα, μάκτρα καὶ
κάδους –ἐξοπλισμὸς ἐντελῶς ἀναποτελεσματικὸς καὶ ἀκατάλληλος
διὰ τὴν ἀντιμετώπισιν τοιούτου μεγέθους κατακλυσμοῦ καὶ ἐλευθεριότητος.
Ἰδὼν με ὁ Μπαρντὸ ὕψωσεν
ἐκ τῆς ἀπελπισίας τὰς χεῖρας κραυγάζων:
«Μεσιὲ Λαρρύ, ἂχ μεσιὲ
Λαρρύ, κάματε κάτι ἐπιτέλους! Δὲν τολμῶ νὰ ἀναλογισθῶ τὴν βλάβην τὴν
ὁποίαν θὰ ὑποστῇ ἡ φήμη τοῦ ξενοδοχείου μας!»
«Δὲν πταίω ἐγώ, κύριε
Μπαρντό· τὸ ἀσυνείδητον ὡς γνωστὸν εἶναι ἀνεξέλεγκτον. Ὑπόσχομαι ὅμως
νὰ κάμω πᾶν τὸ ἀνθρωπίνως δυνατὸν ἵν’ ἀποκαταστήσω τὴν βλάβην.»
Διεσχίσαμεν τὴν μεγάλην
αἴθουσαν μὲ ὀρθίαν κολύμβησιν –κοινῶς, ὀρθοπλεξιὰ– ἀγγίζοντες τὰ
ὑπὸ τῶν ποδῶν μας πλέοντα μαῦρα ἐπικίνδυνα κήτη τὰ ὁποῖα ἐγέννα
διαρκῶς τὸ ὑποσυνείδητόν μου, καὶ μετέβημεν εἰς τὰ οὐρητήρια τῶν ἀνδρῶν.
Ὁ Marcel ἔκυψεν καὶ ἀπεκοχλίωσεν
τὸ περικόχλιον τῆς ἀποχετεύσεως τοῦ οὐρητήρα διὰ τοῦ γαλλικοῦ
του κλειδίου –κ. κάβουρα– καὶ καθὼς ἀπέφραζεν τὸν ἀποχετευτικὸν ἀγωγόν...
«Marcel Duchamp!» τὸν ἀνεγνώρισα
αἴφνης, δεικνύων αὐτὸν διὰ τοῦ δείκτου τῆς δεξιᾶς. «Σὺ εἶ ὁ Marcel
Duchamp,» ἐφώναξα, «ὁ γάλλο-ἀμερικανὸς καλλιτέχνης ντανταϊστὴς καὶ
ὑπερπραγματιστής, ὁ δημιουργός της θρυλικῆς ‘fountain’.[1]»
«Μὲ ἐνεθυμήθητε!»
«Πῶς καὶ ὑδραυλικός,
Marcel?»
«Μὰ εἶναι φυσικὸν ἡμεῖς
οἱ ὑπερρεαλισταὶ νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὰ ὑδάτινα ὄνειρα τὰ ἐκπηγάζοντα
τοῦ ἀσυνειδήτου. Ἐξ ἄλλου, διὰ τῶν ὀνείρων πλάθομεν τὸν κόσμον ἐντός
τοῦ ὁποίου ζῶμεν.
[1] ‘Fountain’ is a 1917 work by Marcel Duchamp. It is one of the pieces which he called readymades (also known as found
art), because he made use of an already existing object—in this case a urinal, which he titled Fountain and signed ‘R. Mutt’.
από,
http://en.wikipedia.org/wiki/Fountain_(Duchamp)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου