Ἀντελήφθην τότε ὅτι κάτι περίεργον συνέβαινεν: Ἐπὶ τῆς ὑαλίνης ἐπιφανείας τοῦ παραθύρου ἔβλεπον τὸ εἴδωλον τῆς Μάρφα, τῆς ἑξαετοῦς ἀνεψιᾶς τῆς δουκίσσης, ἡ ὁποία λανθάνουσα τῆς προσοχῆς ὅλων, εἶχεν ἀπομακρυνθῇ ἀθορύβως καὶ εἶχεν σταθῇ ὄπισθεν τοῦ βαρέως βελουδίνου παραπετάσματος εἰς τοιοῦτον σημεῖον ὥστε διεκρίνετο μόνον ἐκ τῆς θέσεως τῆς δουκίσσης ἥτις ἐκάθητο ἐκ δεξιῶν μου. Τὸ παράξενον κοράσιον εἶχεν καθηλώσει τὴν ὡραίαν δούκισσαν Ὀριὰν διὰ τοῦ μαγνητικοῦ του βλέμματος. Καὶ τότε ἡ κορασὶς –ἀγνοοῦσα ὅτι βλέπω τὸ εἴδωλον της– ἤρχισεν ν’ ἀνασηκώνῃ βραδέως τὸ μελανόν της φόρεμα, ἕως ὅτου ἐφανέρωσεν πλήρως –θεέ μου!– ἕναν μεγάλον ψῶλον ὀγκωδέστερον τοῦ ἰδικοῦ μου καὶ δύο μαλλωτοὺς ὄρχεις – χυδαϊστί, δυὸ τριχωτὰ καλαμπαλίκια! Ἔφριξα εἰς τὴν θέαν τοῦ τέρατος. Πλέον δὲν ἥμην εἰς θέσιν νὰ παρακολουθήσω τί μοῦ ἔλεγεν ἡ madame Blavatsky.
Ἡ μικρὰ ψωλαροῦ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν θέσιν της, καὶ τὴν ἤκουσα ψιθυρίζoυσαν εἰς τὸ οὖς τῆς δουκίσσης:
«Θὰ ἔλθω περὶ τὸ μεσονύκτιον.»
«Ἄ, ὄχι· ὄχι πάλιν, μὴν ἔλθετε,» ἠρνήθη με ἐσβεσμένην φωνὴν ἡ ἁγνὴ δούκισσα. «Πρέπει να διακόψωμεν αὐτὴν τὴν ἀνάρμοστον καὶ διεστραμμένην σχέσιν. Εἶμαι θεία σας, ὥριμος γυνὴ ὕπανδρος, καὶ εἶσθε ἑξαετὴς κορασίς, ἀνεψιά μου.»
«Θὰ ἔλθω καὶ θὰ σᾶς βιάσω παρὰ φύσιν καὶ κατ’ ἐπανάληψιν,» ἠπείλησεν με σκληρότητα τὸ μικρὸν τέρας.
«Σᾶς ἱκετεύω, ἀπελευθερώσατέ με ἐκ τῆς ἐρωτικῆς δουλείας εἰς τὴν ὁποίαν μὲ κρατεῖται διὰ σκοτεινῶν μαγγανειῶν... Ἔλεος, παύσατε πλέον νὰ ἀσκῆτε ἐπάνω μου τὰς σατανικάς σας δυνάμεις.»
«Τοῦτο τὸ φιαλίδιον περιέχει βερονάλη. Φροντίσατε να τὴν πίῃ ὁ δοὺξ ὥστε νὰ μὴν μᾶς ἐνοχλήσῃ,» εἶπεν ἡ μικρὰ ψωλαροῦ.
Εἶχον μείνει ἐνεός μὲ αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου καὶ ἤκουσαν τὰ ὦτα μου! Εἶχον ἀκούσει βεβαίως ὅτι ἡ διαστροφὴ βρίθει εἰς τοὺς κόλπους τῆς ἀριστοκρατίας, ἀλλὰ εἰς τοιοῦτον βαθμὸν δὲν τὸ ἐφανταζόμην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου