(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα, Ἄγγελοι Καρφώνονται μὲ τὸ Κεφάλι στὴν Ἄσφαλτο)
Ἡ μεγάλη sala τῶν χοροεσπερίδων
μὲ τοὺς καθρέπτας ἐφωτίζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τοῦ ἀργυρόχρου σέλαος
τῆς σελήνης, τὸ ὁποῖον διήρχετο μέσῳ ὑπερμεγέθους, ἐντυπωσιακοῦ,
ὑαλίνου θόλου. Καὶ εἶδον εἰς τὸ ἡμίφως καὶ ἐθαύμασα!
Εἶδον γυμνὰ καὶ ἡμίγυμνα, γυναικεῖα
καὶ ἀνδρικὰ σώματα αἰωρούμενα μὲ θείαν χάριν εἰς μέγα ὕψος σχηματίζοντα
κυματίζον δακτυλιοειδὲς ἐρωτικὸν σύμπλεγμα περιστρεφόμενον
βραδέως! Ἐπουράνιον ὄργιον ἐτελεῖτο εἰς τοὺς αἰθέρας… ‘Ρίγος ἠσθάνθην
καὶ ἔπαρσιν καὶ μεταφυσικὴν μεταρσίωσιν ἀλλὰ καὶ ἄμεσον ἐντονωτάτην
στῦσιν.
Τὸ διάπλεγμα τῶν σωμάτων ἐνεθύμιζεν
ζωγραφικοὺς διακόσμους ὀροφῶν ἀναγεννησιακῶν palazzi, ἀναπαριστάνον
τὰς ἐρωτοτροπίας τῶν ὀλυμπίων θεῶν. Ἐθαύμαζον τὴν ποικιλίαν καὶ
πρωτοτυπίαν τῶν ἐρωτικῶν στάσεων καὶ περιπτύξεων, ἐπιτυγχανομένων
χάρις εἰς τὴν ἀποδέσμευσιν τῶν σωμάτων ἐκ τοῦ γηίνου βάρους, ἀλλὰ κυρίως
εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῶν ψυχῶν ἐκ τῶν ἠθικῶν δεσμεύσεων καὶ κανόνων.
Τὰ ἀραχνοϋφῆ φορέματα τῶν γυναικῶν ἐσάλευον χαριέντως ὡς πέπλα
μεδουσῶν, καλύπτοντα κι ἀποκαλύπτοντα ἐξαισίους μηρούς, ἀγλαοὺς
μαστοὺς καὶ ροδίνους σχισμὰς αἰδοίων ἐντός τῶν ὁποίων στίλβοντες φαλλοὶ
πριαπείων ἀνδρῶν ὠλίσθαινον μεθ’ ἁβρότητος εἰς τὸν ῥυθμὸν τοῦ βάλς.
Ἐντὸς τῆς πλειάδος τῶν διονυσιαστῶν
ἀνεγνώρισα τὸν ῥωμαλέον ἰσπανὸν κινηματογραφιστὴν Luis Buñuel (1900-1983) ἐνεργοῦντα βαθεῖαν εἰσέλασιν ἐπὶ τῆς
βεβυθισμένης εἰς ἡδονικὴν ἔκστασιν δεσποινίδος Genevieve Straus
(1849-1926), τῆς ὁποίας οἱ ὡραῖοι πλόκαμοι ἐκυμάτιζον ἀκτινοειδῶς,
ἐνῷ τὸν μαστὸν αὐτῆς ἐμάλαζεν περιπαθῶς ὁ γάλλος ποιητὴς Guillaume
Apollinaire (1880–1918), ὅστις ἔχων τὴν περισκελίδα καταβιβασμένην ἕως
τῶν ἀστραγάλων προσέφερεν θυσίαν αἰνέσεως τὸ πέος αὐτοῦ εἰς τὴν αὐστριακὴν
φωτογράφον Dora Kallmus, γνωστὴν ὡς madame D' Ora (1881-1963), ἡ ὁποία εἶχεν
ἐγκαταλειφθῇ ψυχῇ τε καὶ σώματι εἰς τὸν πεώδη γάλλον συγγραφέα
Georges Bataille (1897–1962), τοὺς ὀγκώδεις ὄρχεις τοῦ ὁποίου ἐκράτη διὰ
τῆς δεξιᾶς ἡ ἀναρχικὴ φεμινίστρια ρωσὶς Anna Kuliscioff ἢ Kulischov
(1857-1925), ἥτις διὰ τῆς ἀριστερᾶς προσέφερεν βότρυν σταφυλῆς εἰς τὸν
κορυφαῖον ἰδικόν μας Ἀνδρέαν Ἐμπειρίκον (1901-1975) τὸν ἀπολαμβάνοντα
ταυτοχρόνως τὴν χαλαρωτικὴν πεολειχίαν τῆς αἰσθησιακῆς ἰταλίδος
δημοσιογράφου καὶ κριτικοῦ τέχνης Margherita Sarfatti (1880–1961), ἐρωμένης
τοῦ δικτάτορα Benito Mussolini, ἡ ὁποία… Καὶ ἡ ἐρωτικὴ ἅλυσος ἐσυνεχίζετο
μὲ πολλὰ ἀκόμη γνωστὰ ἱστορικὰ ὀνόματα, τῶν ὁποίων ἡ ἁπλὴ καὶ μόνον
μνημόνευσις θὰ ἀπήτει σελίδας ἐπὶ σελίδων...
Ἐθεώρουν ἔκθαμβος τὸν δακτύλιον
τῶν ἀστροναυτῶν-βακχευτῶν ὅστις ἐλικνίζετο κυματοειδῶς εἰς τὴν ὑψηρεφῆ
αἴθουσαν ὡς σιωπηρόν, γαλήνιον ὅραμα, ἐνῷ ἡ ὀρχήστρα ἐπὶ τοῦ δαπέδου
ἐξετέλει μὲ ἄψογον τρόπον τὸ διάσημον βάλς.
«Mon Dieu!
Quelle partouse!» ἐθαύμασα.
«Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν γαμόσφαιραν, ἐκτὸς πεδίου βαρύτητος καὶ ἠθικῆς...» ἐξήγησεν ὁ Marcel........................................................................................................................................
«Χί, χί, χί..!»
Ἔκρηξις γυναικείου γέλωτος εἵλκυσεν τὴν προσοχήν μου καὶ ἀνασηκώσας τὸ βλέμμα πρὸς τὸν ὑάλινον θόλον.., ἔμεινα μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν!
Ἡ signora del Giocondo -ἡ διάσημος Mona Lisa!- μὲ τὰ αἰθέρια πέπλα της ἀναπεπταμένα καὶ τοὺς πόδας εἰς πλήρη διάστασιν -spagato- ἱπταμένη βραδέως ἐν μέσῳ δακτυλίου ἀνδρῶν ἀναφωνοῦντων ρυθμικῶς ὤ..! ὤ..! ὤ..!, φλάπ! ἐδέχθη εἰς τὸν χαλαρόν της πρωκτὸν καὶ χὶ-χὶ-χί! ἐγέλασεν, τὸ μέγα πέος τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ ντανταϊσμοῦ[1] Tristan Tzara (1896–1963), ὅστις μὲ ἀριστοτεχνικὴν κίνησιν τῆς λεκάνης – ὤωπ! τὴν ἐξαπέστειλεν -ὤ..! ὤ..! ὤ..! τὴν ἐνεθάρρυνεν ἡ χορεία τῶν ντανταϊστῶν- ἐπὶ τοῦ ἀναμένοντος αὐτὴν πέους - φλούπ!, τοῦ ρωμανο-ἑβραίου ζωγράφου καὶ ἀρχιτέκτονος Marcel Janco[2] (1895-1984), ὅστις μὲ τὴν σειράν του τὴν ἔπεμψεν –ὤ..! ὤ..! ὤ..!– πρὸς τὸ λαμβάνον ἐπίκαιρον θέσιν πέος – γλούπ! τοῦ γάλλο-γερμανοῦ ζωγράφου γλύπτου καὶ ποιητοῦ Hans Arp (1886 – 1966). Οὕτω, μὲ ἀλλεπάλληλα φλάπ! καὶ φλούπ! καὶ γλούπ! καὶ χὶ-χὶ-χί! τὴν διεβίβαζον ὁ εἷς εἰς τὸν ἄλλον, ἀθλούμενοι κατ’ αὐτὸν τὸν πρωτότυπον τρόπον εἰς τὸ ἀπαιτητικὸν ἄθλημα τῆς πεοειδοῦς πετοσφαιρίσεως, ἐνῷ κατὰ τὴν τεθλασμένην διαδρομήν της ἡ signora Gioconda –ἡ περίφημος Mona Lisa!– διὰ κυβιστήσεων, ἀναστροφῶν καὶ περιστροφῶν τοῦ εὐλυγίστου σώματός της, ἐσάρωνεν τὸν χῶρον συλλέγουσα εἰς τὸ στόμα της τὰς σελαγιζούσας, διαυγεῖς, σφαιρικὰς σταγόνας τοῦ σπέρματος τῶν ντανταϊστῶν.
[1] ‘Dada’ or ‘Dadaism’ is a cultural movement that began in Zürich, Switzerland, during World War I and peaked from 1916 to 1922. According to its proponents, Dada was not art, it was ‘anti-art’. For everything that art stood for, Dada was to represent the opposite. Where art was concerned with traditional aesthetics, Dada ignored aesthetics. If art was to appeal to sensibilities, Dada was intended to offend. Through their rejection of traditional culture and aesthetics, the Dadaists hoped to destroy traditional culture and aesthetics.
[2] Marcel Janco recalled, ‘We had lost confidence in our culture. Everything had to be demolished. We would begin again after the ‘tabula rasa’. At the Cabaret Voltaire we began by shocking common sense, public opinion, education, institutions, museums, good taste, in short, the whole prevailing order’.
[3] She has a hot ass