(ἀπόσπασμα)
Ἡ οἰστρηλατουμένη μαινάς, ἐξεδύθη κατεσπευσμένως τῶν ἱματίων της –σχεδὸν διαρήξασα αυτά– κι ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην, μὴ ἐνοχλουμένη ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ δευθυντοῦ, ὅστις ὅλως περιέργως παρέμενεν καὶ δεν ἀπεχώρει.
Ἡ οἰστρηλατουμένη μαινάς, ἐξεδύθη κατεσπευσμένως τῶν ἱματίων της –σχεδὸν διαρήξασα αυτά– κι ἔπεσεν εἰς τὴν κλίνην, μὴ ἐνοχλουμένη ἐκ τῆς παρουσίας τοῦ δευθυντοῦ, ὅστις ὅλως περιέργως παρέμενεν καὶ δεν ἀπεχώρει.
«Ἐμπρὸς διεστραμμένε ἐραστά,» εἶπεν· «τηρήσατε τὴν συμφωνίαν μας εἰς τὸ ἀκέραιον καὶ μετ’ αὐταπαρνήσεως! Ἰδοὺ τὸ ἀνοικτόν, δονούμενον αἰδοῖον μου! Σᾶς τὸ προσφέρω ὁλοψύχως, ἄνευ ὅρων καὶ ἐπιφυλάξεων· καταγαμήσατέ το· γαμήσατε αὐτὸ σφοδρῶς καὶ ἀδιαλείπτως.»
«Εἶσθε ἀπολύτως σαφής, madame.»
Ἐδίσταζον...
«Τί ἀναμένετε, λοιπόν; Εἶναι κατεπείγουσα εἰσαγγελικὴ ἐντολή,» εἶπεν εἰς τόνον μὴ ἐπιδεχόμενον ἀντίρρησιν.
«Γκούχ, γκούχ, ἔ.., διὰ ποῖον λόγον παρευρίσκεται ὁ ἀξιότιμος κύριος Μπαρντό;»
«Monsieur Λεφρέ,» ἀπήντησεν οὗτος εἰς ὗφος σοβαρόν· «ἐντὸς τῶν καθηκόντων μου ὡς διευθυντοῦ εἶναι καὶ ὁ ποιοτικὸς ἔλεγχος τῶν συνουσιῶν αἱ ὁποῖαι λαμβάνουσιν χώραν εἰς τὸ hotel καὶ ἡ ἔγκαιρος ἐπέμβασίς μου διὰ ὑποδείξεων καὶ νουθεσιῶν ὅταν δὲν ἐκτελούνται ὀρθῶς αἱ γαμικαὶ κινήσεις. Φαντασθεῖτε ὁπόσον καταστροφικὴ θὰ ἦτο ἐνδεχομένως ἡ φήμη ὅτι εἰς τὸ ξενοδοχεῖον μας αἱ πελάτισες μας δὲν μένουν ἱκανοποιημέναι.»
«Κατανοῶ· ἀλλά.., ἐπειδὴ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ συνευρεθῶ μετὰ γενικῆς εἰσαγγελέως, αἰσθάνoμαι φυσικήν τινα συστολὴν καὶ ἀμηχανίαν.»
«Εἶσθε ἀνίκανος, κύριε;» ἠρώτησεν μὲ χαιρέκακον μειδίαμα ἡ εἰσαγγελικὴ λειτουργός.
«Θεὸς φυλάξοι! Τί εἶναι αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέγετε, madame;»
«Δεν ὑπάρχει μεγαλύτερον ὄνειδος διὰ τὴν ἀνδρικήν σας τιμὴν ἀπὸ τὸ να μὴν ἔχετε στύσιν κατ’ αὐτὴν τὴν κρίσιμον ὥραν. Ἄγος καὶ καταισχύνη θὰ σᾶς καταδιώκουν εἰς τὸ ὑπόλοιπον τοῦ βίου σας.»
«Σᾶς διαβεβαιῶ κυρία, εἶμαι δόκιμος καὶ ἀπολύτως ἱκανός.»
«Ἰδοὺ ἡ τάφρος ἰδοὺ καὶ τὸ πήδημα,[1]» εἶπεν δεικνύουσα τὴν βαθυτάτην της αὔλακα. «Πρέπει νὰ γνωρίζητε, κύριε ὅτι δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα ἀγένεια ἀπὸ τὸ νὰ ἀφήνητε μίαν κυρίαν να σᾶς ἀναμένῃ ἀνημμένη,»
Ἠσθανόμην ἄγχος καὶ φόβον μήπως ἀποδειχθῶ ἀνεπαρκὴς καὶ κατώτερος τῶν περιστάσεων. Θὰ ἀνταπεκρίνετο ἄραγε τὸ πέος μου εἰς τὰς ὑψηλὰς ἀπαιτήσεις τῆς εἰσαγγελέως; Ἐδειλίων, τὸ θάρρος μου ἀπέλειπεν.
«Ἂς σβήσωμεν τουλάχιστον τὸ ἠλεκτρικὸν φῶς,» παρεκάλεσα.
«Ἂς σβήσωμεν τουλάχιστον τὸ ἠλεκτρικὸν φῶς,» παρεκάλεσα.
Κλικ!
Ἤρχισα να ἐκδύομαι τοῦ ῥάσου. Κρύος ἱδρὼς μὲ περιέλουεν. ‘Πώς θὰ γαμήσω αὐτὴν τὴν μέγαιρα;’ ἐσυλλογιζόμην. Ἠσθανόμην ὄχι ἔλξιν, ἀλλὰ φρίκην καὶ βδελυγμίαν διὰ τὴν στυγερὰν εἰσαγγελέα. ‘Τί ζητῶ ἐγὼ ἐδῶ;’ ἀνερωτήθην. Αἴφνης...
Κρὰ-κρά! ἤκουσα βραγχώδη κρωγμὸν κι ἐτρόμαξα!
«Κύριε διευθυντά, ἁρπακτικὸν τι ὄρνεον ὑπάρχει ἐντὸς τοῦ δωματίου! Ποῦ εἶσθε;» εἶπα ψηλαφῶν τετρομαγμένος τὸ σκότος. «Κυρία εἰσαγγελεῦ, τὸ ἠκούσατε κι ἐσεῖς; Τὶ ἦτο;!»
«Τὸ αἰδοῖον μου.»
«Κρώζει τὸ αἰδοῖον σας;!»
«Κρώζει, χριστιανέ μου· κρώζει ἐκ τῆς πολυετοῦς ἀγαμίας κι ἀνοιγοκλείει ἐκ τῆς προσδοκίας.»
«Ἰησοῦ Χριστέ! Τί ἄλλον θὰ ἀκούσουν τὰ ὦτα μου εἰς τοῦτο τὸ παρανοϊκὸν μυθιστόρημα;!» εἶπον σταυροκοπούμενος.
«Ὄχι μόνον κρώζει, ἀλλὰ διαθέτει ἐπιπροσθέτως καὶ ὀδόντας.»
«Ὀδόντας;! Κινδυνεύει τὸ πέος μου!»
«Μὴν ὀρρωδεῖτε φίλτατε καὶ μὴν πτοεῖσθε.» μὲ ἐνεθάρρυνεν ὁ διευθυντής.
«Σᾶς τὴν παραχωρῶ· ἐγὼ αποχωρῶ...» καὶ ἀνοίξας τὴν θύραν ἔφυγα δρομέως.
«Προδόταα, ῥίψασπιιι!» ἔρρηξεν κραυγὴν ὀξεῖαν ἐγειρομένη ἐκ τῆς κλίνης καὶ καταδιώκουσά με γυμνὴ εἰς τὸν διάδρομον. «Ἐπιστρέψατε εἰς τὸν κράβατον!» ἐκραύγαζεν. «Διευθυντααά! Συλλάβατε τὸν λιποτάκτην!»
Κρὰ-κρά! συνηγόρει τὸ τερατῶδες αἰδοῖον...
[1] Ἡ φράση προέρχεται ἀπό τὸν αἰσώπειο μῦθο, ‘Ἀνὴρ κομπαστής’: ‘Ἀλλ’ ὦ οὗτος, εἰ τοῡτο ἀληθὲς ἐστι, οὐδέν δεῖ σοι μαρτύρων· αὐτοῦ γὰρ καὶ τάφρος καὶ πήδημα’.
Ἐγχειρίδιο ἐπιβίωσης στοὺς καιροὺς τῆς κρίσης: http://issuu.com/larrycool/docs/larry_cool_-______________________________________?mode=window
Ἐγχειρίδιο ἐπιβίωσης στοὺς καιροὺς τῆς κρίσης: http://issuu.com/larrycool/docs/larry_cool_-______________________________________?mode=window