Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Το μεταγωγικό Antonov


Το αυτοκίνητο θα μπει στην πίστα και θα σταματήσει δίπλα σ’ ένα κολοσσιαίο μεταγωγικό Antonov όπου κάτω από το ισχυρό φως προβολέων και τις άγριες φωνές του ρωσικού πληρώματος που θα κάνει έλεγχο στα εισιτήρια, θα μπούμε από το τεράστιο άνοιγμα τού ανασηκωμένου ρύγχους μέσα στη αχανή κοιλιά τού αεροσκάφους που θα είναι σαν εσωτερικό αίθριο φυλακής περιτριγυρισμένο από εξώστες με συρματοπλέγματα και σιδερόφρακτα κελιά. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι, φυγάδες κάθε χρώματος, φύλου και ηλικίας θα είναι στοιβαγμένοι εκεί μέσα καθισμένοι κάτω στις χαλύβδινες λαμαρίνες. Η μπουκαπόρτα θα κλείσει, οι μηχανές θα μουγκρίσουν, ο λεβιάθαν θα τροχοδρομήσει και τελικά θα τα καταφέρει ν’ απογειωθεί.
Πράγα, Βαρσοβία, Μινσκ, Κίεβο, Μόσκα, Βόλγκογκραντ, Σαμάρα, Καζάν, Τσελιαμπίνσκ, Αστάνα, Αλμάτι, Ουλάν Μπατόρ, Τιαντζίν, Τζινάν.., το ταξίδι θα διαρκεί μέρες. Δεν θα ξέρουμε αν έξω είναι μέρα ή νύχτα γιατί το cargo δεν θα ’χει παράθυρα, και μόνον όταν θα προσγειώνεται θ’ ανοίγει η γιγαντιαία μπουκαπόρτα και θα βλέπουμε έξω πένθιμα αεροδρόμια. Άλλοι θα κατεβαίνουν, κι εκείνους που θ’ ανεβαίνουν θα τους ρωτάμε πού βρισκόμαστε και πώς είναι η κατάσταση εκεί.
Δίπλα μου θα σφίγγεται τρέμοντας απ’ το φόβο ένα εξάχρονο κοριτσάκι από την Ολλανδία που μέσα στη σύγχυση και τον πανικό θα ’χε χάσει τους γονείς του οι οποίοι θα ’χαν κατέβει σε κάποιο αεροδρόμιο, και τώρα το κακόμοιρο θα πετούσε επί ένα μήνα μη τολμώντας να κατέβει σε κάποια άγνωστη πόλη του κόσμου όπου σίγουρα δεν θα επιβίωνε.
Ακριβώς μπροστά μας ένας άνδρας και μια γυναίκα άγνωστοι μεταξύ τους -αδιαφορώντας για όλους, κι όλοι αδιαφορώντας γι’ αυτούς- θα κάνουν παθιασμένα έρωτα πασχίζοντας απεγνωσμένα ν’ κρατηθούν ο ένας απ’ το σώμα του άλλου καθώς ο κόσμος γύρω τους θα γκρεμίζεται στην άβυσσο.
Το φαγητό θα ’ναι απαίσιο. Ο κόσμος θα σχηματίζει ουρές έξω από τις τουαλέτες που θα ξεχειλίζουν ακαθαρσίες και θα βρωμάνε. Κανείς δεν θα ’χει όρεξη για κουβέντα γιατί ο θόρυβος μέσα στο παλιό Antonov θα ’ναι εκκωφαντικός και γιατί θα είμαστε όλοι σαν υπνοβάτες βυθισμένοι σ’ έναν άρρωστο λήθαργο· θα έχουμε χάσει την αίσθηση του χρόνου, θα είμαστε στο πουθενά, εναέριοι νομάδες, πρόσφυγες χωρίς τόπο, χωρίς σκέψεις, αισθήματα, αύριο...
«Tokyo! Tokyo!» θ’ ακούσω ξαφνικά μέσα στη νάρκη μου.
        Το μικρό κορίτσι θα με σκουντά και θα μού δείχνει έξω: «Tokyo! Tokyo!» Η τεράστια μπουκαπόρτα θα έχει σχεδόν κλείσει και οι μηχανές θα μουγκρίζουν για την απογείωση. Θα πεταχτώ πάνω και αρπάζοντας το σακίδιο θα τρέξω πηδώντας έξω την τελευταία στιγμή.