Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Ὁ ποιητὴς Κάρολος Μποντλαῖρος:



Ὁ ποιητὴς Κάρολος Μποντλαῖρος:
…Καὶ τότε ἓν ἄλμπατρος μετεμορφώθη εἰς ἄνδρα κομψῶς ἐνδεδυμένον ὅστις τείνων φιλικῶς τὴν χεῖρα, αὐτοσυνεσυστήθη:
       -«Κάρολος Μπωντλαῖρος· Παρίσιοι, 9 Ἀπριλίου 1821 - 31 Αὐγούστου 1867, ποιητὴς συμβολιστὴς»
       Ἔμεινα ἔκπληκτος!
       Αὐθορμήτως ἀπήγγειλα ἀπὸ στήθους τὸ ἀριστουργηματικόν του ποίημα, L’ albatros:

-«Souvent, pour s’amuser, les hommes d’equipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers[1]...»

       -«Λαρρὺ» εἶπεν Μπωντλαίρ, «μὴ φοβοῦ καὶ νὰ ἐλπίζῃς! Μεθ’ ὑμῶν γενόμεθα»
       -«Ποῖοι;!»
       -«Οἱ ἄγγελοι ποιηταὶ ὅλων των ἐποχῶν» εἶπεν δεικνύων εἰς τὸν οὐρανὸν τὰ σμήνη τῶν μυριάδων ὑπεριπταμένων ποιητῶν-πτηνῶν. «Χάρις εἰς τὴν ἀθωότητά σου διέβης τοὺς ὠκεανοὺς τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἀβρόχοις ποσί. Ἐπέστρεψε τώρα εἰς τὸ μέλλον ὅπου κατὰ τὴν κρίσιμον καὶ ἀποφασιστικὴν μάχην αἱ ταξιαρχίαι τῶν ποιητῶν θὰ συμπαραταχθοῦν παρὰ τῷ πλευρῷ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τῶν τυραννικῶν ἀνθρωποειδῶν»
       -«Θὰ νικήσωμεν;»
       -« ἀγὼν θὰ εἶναι ἀδυσώπητος κι ἀμφίρροπος· καὶ δὲν θὰ κριθῇ εἰς τὰς μηχανάς, τὰ ὅπλα καὶ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ εἰς τὸ θεμελιῶδες πεδίον τῆς ὑπάρξεως ἐφοὗ ἱστάμεθα ὅλοι μὲ πέλματα γυμνά. ἀπάντησις εἰς τὸ θεμελιῶδες ἐρώτημα: ‘Ποῖοι εἴμεθα, καὶ πῶς μᾶς καλεῖ ζωὴ νὰ τὴν ζήσωμεν, θὰ κρίνῃ τὴν τελικὴν ἔκβασιν τῆς Ἱστορίας»
       -«Πῶς νὰ ζήσωμεν;»
       -«Νὰ ζήσωμεν τὸ σημαντικὸν – νὰ ζήσωμεν συμπαντικῶς. Νὰ ζήσωμεν τὴν ζωὴν ὁλοψύχως ἀπὸ τὸ τέλος μέχρι τὴν ἀρχήν.  Κατ’ ἐξοχὴν νὰ ζήσωμεν καὶ κατ’ οὐσίαν»
       -«Τί ἐννοεῖτε, Κάρολε;»
       -«Ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα θὰ καταλάβητε... Ὅμως πρὶν θὰ ἔχωμεν πόλεμον μέχρις ἐσχάτων. Οἱ ὀλίγοι ἄνθρωποι θὰ σταθοῦν ἀκλόνητοι εἰς τὰ στενὰ ὑπερασπιζόμενοι τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ποίησιν. Ἀπέναντί τους θὰ παραταχθοῦν τὰ δισεκατομμύρια τῶν ἀψύχων. Κι ἀφοῦ οἱ δύο στρατοὶ ἀναμετρηθοῦν ὥρα πολὺ μὲ τὸ βλέμμα, τ’ ἀνθρωποειδῆ θὰ ἐπιπέσουν μὲ λυσσαλέον μῖσος καὶ φθόνον κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἄλαλα τὰ ἀνδράποδα θὰ φονεύουν καὶ θὰ φονεύωνται κατὰ χιλιάδας χωρὶς πόνον καὶ θλῖψιν διότι ἀνάλγητα εἶναι καὶ οὐδὲν αἰσθάνονται. Οὐδὲ αἷμα μηδὲ δάκρυα θὰ ῥέουν ἐκ τῶν σωμάτων τους διότι στεγνὰ ἀπὸ ζωὴν εἶναι καὶ μηχανικῶς ὡς αὐτόματα κινοῦνται. Ὁ ἥλιος θ’ ἀποστρέψῃ τὸ πρόσωπον καὶ σκότος θὰ καλύψῃ τὴν ὑφήλιον· ἡ γῆ θὰ κορεσθῇ πτωμάτων, τὰ ὕδατα θὰ κοχλάζουν καὶ εἰς τὸν ἀέρα δαίμονες θὰ συρίζουν...»
       -«Θὰ νικήσουν οἱ ἄνθρωποι;»
       -«Εἰς τὸ τέλος τῆς ἡμέρας, οἱ ἐλάχιστοι ἐναπομείναντες ἄνθρωποι σιωπηλοὶ καὶ καταβεβλημένοι θὰ ἵστανται ἐπάνω εἰς τοὺς σωροὺς τῶν πτωμάτων. Καὶ αἴφνης κάποιος ἐξ αὐτῶν, θ’ ἀρχίσῃ νὰ ἅδῃ αὐθορμήτως μὲ δυνατὴν φωνήν, ἄσμα παράξενον καὶ πρωτάκουστον, καὶ οἱ ὑπόλοιποι θὰ τὸν ἀκολουθήσουν...»
      
Δέκα χιλιάδες κλωτσιὲς στὴ σάπια κοιλιὰ τοῦ καπιταλισμοῦ:


[1] Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
  άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης...