Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

42. Ἡ ἐπανεμφάνισις τῆς μικρᾶς Ἄννιας


Τζζτ-τζζζτ! Ἡ συ­νεί­δη­σίς μου ἔ­κα­μνεν συ­χνὰς καὶ πα­ρα­τε­τα­μέ­νας δι­α­λεί­ψεις καὶ ἦ­το φα­νε­ρὸν ὅ­τι θὰ ἐ­σβέν­νυ­ε ὁ­ρι­στι­κῶς ἐν­τὸς ὀ­λί­γου. Ἐ­γνώ­ρι­ζον ὅ­τι ἐ­πλη­σί­α­ζεν τὸ τέ­λος μου –πα­ρέ­δι­δον πλέ­ον τὰ κῶ­λα– κι ἐ­σκε­πτό­μην στω­ι­κῶς ὅ­τι ἴ­σως ὁ θά­να­τος ἦ­το ἡ μό­νη ἔ­ξο­δος ἐκ τῆς φυ­λα­κῆς ταύ­της.
Εἶ­χον τό­τε τὴν πα­ραί­σθη­σιν ὅ­τι ἡ ἔ­ναν­τι θύ­ρα ἤ­νοι­ξεν καὶ εἰ­σῆλ­θεν ἡ Ἄν­νι­α ἐν­δε­δυ­μέ­νη ὡς θα­λα­μη­πό­λος – δη­λα­δὴ ὡς κα­μα­ρι­έ­ρα. Ἀ­νε­σή­κω­σεν δι­ὰ τοῦ δα­κτύ­λου της τὸ ἡ­μί­κλει­στον βλέ­φα­ρόν μου καὶ ἔμεινεν ἔκ­πλη­κτος:
«Κα­λὲ κύ­ρι­ε! Ζεῖ­τε ἀ­κό­μη;!»
«Ἄν­νι­α μου, δῶ­σε μου ὀ­λί­γον ὕ­δωρ καὶ ὀ­λί­γην τρο­φήν,» τὴν ἱ­κέ­τευ­σα.
«Οὐ δύ­να­μαι, κύ­ρι­ε· ὁ δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ hotel ζυ­γί­ζει κα­τα­λε­πτῶς τὰς με­ρί­δας τοῦ φα­γη­τοῦ, καὶ ἐ­ὰν δι­α­πι­στώ­σῃ καμ­μί­αν ἐλ­λει­πο­βα­ρῆ θὰ μὲ ὑ­πο­πτευ­θῇ καὶ θὰ μὲ πα­ρα­δώ­σῃ εἰς τὴν NKVD. Τὸν φο­βοῦ­μαι. Πα­ρ’ ὅ­λα ταῦ­τα θὰ σᾶς προ­σφέ­ρω...»
Καὶ λέ­γου­σα αὐ­τὰ ἐ­το­πο­θέ­τη­σεν μὲ τρυ­φε­ρὰς κι­νή­σεις τὴν κε­φα­λήν μου ἐ­πὶ τῶν γο­νά­των της, ἐ­γύ­μνω­σεν τὸν ἀ­γλα­ὸν μα­στόν της καὶ πλη­σι­ά­σα­σα τὴν θη­λὴν ἐ­πὶ τῶν χει­λέ­ων μου, ἤρ­χι­σεν νὰ μὲ θη­λά­ζῃ μὲ μη­τρι­κὴν στορ­γι­κό­τη­τα. Δι­έ­κο­ψα πρὸς στιγ­μὴν τὴν πό­σιν...
«Ἀ­γα­πη­μέ­νη μου κο­ρα­σίς, πῶς εὑ­ρέ­θης ἐ­δῶ;» ἠ­ρώ­τη­σα κι ἐ­συ­νέ­χι­σα νὰ πί­νω - μι­ούμ, μι­ούμ.
«Πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ­σα τὴν σύλ­λη­ψίν σας κύ­ρι­ε ὑ­πὸ τῆς τρο­με­ρᾶς NKVD ᾐ­τή­θην πα­ρὰ τοῦ δι­ευ­θυν­τοῦ θέ­σιν θα­λα­μη­πό­λου καὶ προ­σε­λή­φθην, ὑ­πο­κύ­ψα­σα -τί νὰ ἔκαμνον;- εἰς τὰς ἐκ­βι­α­στι­κὰς καὶ ἀ­νω­μά­λους ὀ­ρέ­ξεις του. Εἰς μί­αν τῶν συ­νευ­ρέ­σε­ών μας λοι­πόν, μοῦ ἀ­πε­κά­λυ­ψεν τὴν πτέ­ρυ­γα ὅ­που σᾶς κρα­τοῦν φυ­λα­κι­σμέ­νον καὶ ἰ­δού, ἦλ­θον.»
«Σ’ ἐ­κλι­πα­ρῶ Ἀν­νι­έ­σκα μου, φυ­γά­δευ­σόν με ἐκ τῆς εἱρ­κτῆς ταύ­της.»
«Ἀ­πο­κλεί­ε­ται, κύ­ρι­ε.., μὴ μοῦ ζη­τεῖ­ται νὰ θέ­σω εἰς κίν­δυ­νον τὴν ζω­ήν μου. Ἤ­δη μᾶς ἐ­κά­μνα­τε μέ­γα κα­κόν.»
«Μά, τί ἔ­κα­μα ὁ δεί­λαι­ος[1]
«Συ­νε­τρί­ψα­τε τὰς ἐλ­πί­δας μας καὶ μᾶς ἐ­βυ­θί­σα­τε εἰς ἐ­σχά­την ἀ­πό­γνω­σιν. Εἴ­πε­τε ὅ­τι εἰς τὴν παγ­κό­σμι­ον ἀ­να­μέ­τρη­σιν θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν τε­λι­κῶς οἱ κε­φα­λαι­ο­κρά­ται καὶ ὅ­τι ἠ­μεῖς οἱ ἐρ­γα­ζό­με­νοι θὰ ἠτ­τη­θῶ­μεν κα­τὰ κρά­τος. Πῶς θὰ ζή­σω­μεν τώ­ρα χω­ρὶς νὰ ἐλ­πί­ζω­μεν; Πῶς θὰ ἀν­τι­πα­λεύ­σω­μεν τὴν ἀ­δι­κί­αν καὶ τὴν ἐ­κμε­τάλ­λευ­σιν, ἐ­ὰν γνω­ρί­ζω­μεν ὅ­τι δὲν θὰ ὑ­πάρ­ξῃ δι­και­ο­τέ­ρα κοι­νω­νί­α; Πῶς νὰ θραύ­σω­μεν τὰ δε­σμὰ τῆς δου­λεί­ας μας ἐ­ὰν δὲν πι­στεύ­ω­μεν εἰς τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­αν;»
«Ζη­τῶ συγ­γνώ­μη. Δὲν εἶ­χα πρό­θε­σιν νὰ βλά­ψω κα­νέ­ναν· τὴν ἀ­λή­θει­αν καὶ μό­νον τὴν πι­κρὰν ἀ­λή­θει­αν εἶ­πα.»
«Ἄς τ’ ἀ­φή­σω­μεν πρὸς τὸ πα­ρὸν αὐ­τά,» εἶ­πεν ἀλ­λά­ζου­σα ὕ­φος. «Σᾶς με­τα­φέ­ρω τοὺς θερ­μοὺς χαι­ρε­τι­σμοὺς τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας σας. Ὁ ἰ­α­τρὸς Bernabe καὶ ὁ Marcel ἔ­χουν ἐγ­κα­τα­στα­θῇ μο­νί­μως εἰς τὸν οἶ­κον σας, γα­μοῦν τὴν σύ­ζυ­γον καὶ τὸν υἱ­όν σας ἀ­νέ­τως, κα­τα­σπα­τα­λοῦν τὴν πε­ρι­ου­σί­αν σας καὶ ἀπολαμβάνουν τὸν οἶ­νον ἐκ τῆς οἰναποθήκης σας τὸν ὁποῖον μὲ τόσην φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν συλλέξατε. Ἔ­χου­σιν κα­λῶς εἰς τὴν ὑ­γεί­αν των, τὸ ἴ­δι­ον ἐ­πι­θυ­μοῦν καὶ δι’ ὑ­μᾶς, καὶ σᾶς εὔ­χον­ται θάρ­ρος καὶ εὐ­ψυ­χί­αν. Ἄ! νὰ μὴν τὸ λη­σμο­νή­σω! Ὁ Μαρ­σὲλ ἤρ­χι­σεν ἐ­πι­τέ­λους νὰ γρά­φῃ τὸ μέ­γα μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλον: ‘A la recherche du temps perdu’[2]»
Καὶ ἐνῷ  μ’ ἐ­γα­λού­χει, πα­ρει­σέ­δυ­σεν ἐ­πι­τη­δεί­ως τὴν χεῖ­ρα ἐν­τὸς τῆς πε­ρι­σκε­λί­δος μου μα­λά­ζου­σα τὰ γεν­νη­τι­κά μου ὄρ­γα­να.
«Ἄν­νι­α μου, νο­μί­ζεις ὅ­τι εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λος στιγ­μὴ δι­ὰ μα­λα­κί­αν;»
«Δι­α­τί ὄ­χι, κα­λὲ κύ­ρι­ε;»
«Δι­ό­τι εἶ­μαι ἡ­μι­θα­νὴς ὁ δυ­στυ­χής καὶ θὰ μὲ ἀ­πο­τε­λει­ώ­σῃς.»
Ἡ νε­ᾶ­νις ἐ­γέ­λα­σεν αὐ­θορ­μή­τως οὐ­δό­λως πτο­η­θεῖ­σα. Ἀν­τι­θέ­τως ἐ­νέ­τει­νεν τὴν πα­λιν­δρο­μι­κὴν κί­νη­σιν καὶ ἐν­τὸς ὀ­λί­γου ἐ­ξε­σπερ­μά­τι­σα εἰς τὴν πα­λά­μην της. Σφογ­γί­ζου­σα τὴν χεῖ­ρα δι­ὰ τῆς ἐμ­προ­σθέ­λας -κοι­νῶς πο­δι­άς, εἶ­πεν:
 «Πρέ­πει νὰ ἀ­πο­χω­ρή­σω, δι­ό­τι ἐ­ὰν ὁ κα­κὸς κύ­ρι­ος Μπαρ­ντὸ ἀν­τι­λη­φθῇ τὴν ἀ­που­σί­αν μου θὰ μὲ ἀ­πο­λύ­σῃ.»
«Πό­τε θὰ ἐ­πα­νέλ­θῃς, Ἀν­νού­λα μου;»
«Δὲν γνω­ρί­ζω,» εἶ­πεν καὶ ἐ­ξη­φα­νί­σθη ὄ­πι­σθεν λευ­κῆς τι­νας θύ­ρας.
Ἀ­πέ­μει­να μό­νος μὲ τὴν ἀ­ό­ρι­στον ὑ­πό­νοι­αν ὅ­τι τὸ πορ­νί­δι­ον ἦ­το μυ­στι­κὴ πλη­ρο­φο­ρι­ο­δό­τις τῆς NKVD.


[1] ο φουκαράς
[2] ‘Σε Αναζήτηση τού Χαμένου Χρόνου’

Ὁλόκληρο τὸ μυθιστόρημα στὸ:

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

38. Η γνωριμία μου με τον Λένιν



Π
οῦ ἤ­μην;!
Ἐ­κοί­τα­ξα γύ­ρω μου καὶ δι­ε­πί­στω­σα ἔκ­πλη­κτος ὅ­τι εὑ­ρι­σκό­μην ἐ­πὶ θε­α­τρι­κῆς σκη­νῆς! Εἶ­χον δι­α­κό­ψει κά­ποι­αν πα­ρά­στα­σιν;! Ἐ­κοί­τα­ξα μὲ ἀ­πο­ρί­αν τοὺς ἠ­θο­ποι­οὺς κι ἐ­κεῖ­νοι ἀν­τα­πέ­δω­σαν τὸ βλέμ­μα μου μὲ ἀ­μη­χα­νί­αν. Θό­ρυ­βος ἀ­νη­συ­χί­ας καὶ ψί­θυ­ροι δυ­σα­ρε­σκεί­ας ὑ­ψώ­θη­σαν ἐκ τοῦ κοι­νοῦ δι­ὰ τὴν αἰφ­νί­δι­ον εἴ­σο­δον καὶ ἄ­σχε­τον παρουσίαν μου.
Εἷς βρα­χύ­σω­μος, μα­δα­ρὸς[1] ἀ­νὴρ μὲ ὑ­πο­γέ­νει­ον, μύ­στα­κα καὶ πε­πυ­ρα­κτω­μέ­νον βλέμ­μα προ­έ­βα­λεν ἐκ τοῦ θι­ά­σου καὶ μὲ ἠ­ρώ­τη­σεν μὲ ἔν­το­νον ρωσ­σι­κὴν προ­φο­ράν:
«Πῶς εὑ­ρέ­θη­τε ἐ­δῶ; Ποῖ­ος εἶ­σθε, κύ­ρι­ε;»
Καὶ τό­τε τὸν ἀ­νε­γνώ­ρι­σα! Ὦ Θε­έ μου, ἦ­το...
«Ὁ Λέ­νιν!» ἀ­νε­φώ­νη­σα.
«Αὐ­το­προ­σώ­πως. Κι ἐ­σεῖς;»
«Λαρ­ρὺ Λε­φρὲ ἤ Λάρ­ρα Cool ἄν προ­τι­μᾶ­τε, ἐκ τοῦ μέλ­λον­τος ὁρ­μω­μέ­νη.»
Μ’ ἐ­ξή­τα­σεν μὲ εὔ­λο­γον δυ­σπι­στί­αν.
«Ὥ­στε εἶ­σθε ἡ Λάρ­ρα ἔ; Ἡ Лара[2] ἀ­π’ τὸ μέλ­λον, χμ...» ἔ­κα­μεν μὲ δυ­σπι­στί­αν θω­πεύ­ων τὸ ὑ­πο­γέ­νει­όν του.
«Πε­ρὶ τοῦ προ­σώ­που μου πρέ­πει νὰ σᾶς ἔ­χῃ ὁ­μι­λή­σει ἡ σύν­τρο­φος Ἄν­νι­α»
«Ἄ, μά­λι­στα! Ἐκείνη ἡ μι­κρὰ σύντροφος ἥ­τις κά­μνει ὡ­ραί­ας πί­πας...» εἶ­πεν νο­σταλ­γι­κῶς ὁ Λέ­νιν ψαύ­ων τοὺς ὄρ­χεις του.
«Κι ἐ­σεῖς; Τί κά­μνε­τε;» ἠ­ρώ­τη­σα.
«Ἐ­πα­νά­στα­σιν.»
«Καλῶς, ἄριστα! Ἐ­δῶ, τί εἶ­ναι;»
«Τὸ ἰν­στι­τοῦ­τον Σμόλ­νι· ἕ­δρα τοῦ σο­βι­ὲτ τῆς Ἁ­γί­ας Πε­τρου­πό­λε­ως, τὸ στρα­τη­γεῖ­ον ἐκ τοῦ ὁ­ποί­ου συν­το­νί­ζο­μεν τὰς ἐ­πα­να­στα­τι­κὰς ἐ­πι­χει­ρή­σεις. Νῦν εἶ­ναι ἡ κρί­σι­μος νὺξ τῆς 24ης πρὸς 25ην Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 1917. Αὐ­τὴν τὴν νύ­κτα κρα­τοῦ­μεν εἰς τὰς χεῖ­ρας μας τὰς ἐλ­πί­δας ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων κα­τα­πε­πι­ε­σμέ­νων ἁ­παν­τα­χοῦ τῆς γῆς...»
«Θε­έ μου! Θὰ ζή­σω κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κὰ γε­γο­νό­τα! Ὀρ­θο­τρι­χῶ[3]. Ὁ­πό­σον τυ­χε­ρὸς αἰ­σθά­νο­μαι.»
«Ἀλ­λ’ ἰ­σχυ­ρί­ζε­σθε ὅ­τι ἀ­φί­χθη­τε ἐκ τοῦ μέλ­λον­τος,» ἐ­πα­νῆλ­θεν ὁ Λέ­νιν.
«Μά­λι­στα.»
«Τό­τε εἴ­πα­τέ μας: θὰ ἐ­πι­τύ­χῃ ἡ ἐ­πα­νά­στα­σις; Θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σῃ τὸ σο­σι­α­λι­στι­κὸν κα­θε­στώς; Θὰ ἐ­ξα­λει­φθῇ ἡ ἐ­κμε­τάλ­λευ­σις ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ ἄν­θρω­πον; Θὰ ἐ­πι­τευ­χθῇ ἡ παγ­κό­σμι­ος ἀ­τα­ξι­κὴ κοι­νω­νί­α; Θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν αἱ ἐλ­πί­δες μας; Ζεῖ­τε ’­σεις οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ μέλ­λον­τος εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι;»
«Ἔ­ε...» ἐ­δί­στα­ζον νὰ ἀ­παν­τή­σω.
Ἐκ τῆς σκι­ᾶς προ­έ­βα­λον ὡς ἀ­πει­λη­τι­κὰ φαν­τά­σμα­τα γνω­στὰ πρό­σω­πα τῆς Ἱ­στο­ρί­ας: ὁ Τρότ­σκυ, ὁ Στά­λιν, ὁ Πλε­χά­νωφ, ὁ Πο­τρέ­σωφ, ὁ Μαρ­τώφ, ὁ Μό­λο­τωφ, καὶ ἠ­κο­λού­θουν δε­κά­δες ἐρ­γά­ται καὶ ἀ­γρό­ται κρα­δαί­νον­τες σφύ­ρας καὶ δρέ­πα­να, ἔ­χον­τες ὠ­χρά, ἀ­νέκ­φρα­στα πρό­σω­πα.
«Λοι­πόν;» ἐ­πα­νέ­λα­βεν ἐ­να­γω­νί­ως ὁ Λέ­νιν. «Αἱ ἐλ­πί­δες μας θὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν;»
«Ἔ.., ναί... Βε­βαί­ως τὰ πράγ­μα­τα δὲν ἔρ­χον­ται πάν­τα ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἐ­πι­θυ­μοῦ­μεν· ὑ­πάρ­χουν ἀ­στάθ­μη­τοι πα­ρά­γον­τες...» ἔ­λε­γον πα­σχί­ζων ἀ­νε­πι­τυ­χῶς νὰ ὑ­πεκ­φύ­γω.
Ὁ Λέ­νιν ἐ­κόλ­λη­σεν τὸ πε­ρι­στρο­φόν του εἰς τὸν κρό­τα­φόν μου.
«Τὴν ἀ­λή­θει­αν καὶ μό­νον τὴν ἀ­λή­θει­αν, ὅ­σον πι­κρὰ καὶ ἂν εἶ­ναι,» δι­έ­τα­ξεν μὲ βρα­χνὴν φω­νήν.
Εὑ­ρι­σκό­μην εἰς δει­νὴν θέ­σιν. Πῶς νὰ εἴ­πω εἰς τοὺς δυ­στυ­χεῖς ὅ­τι αἱ ἐλ­πί­δες τους δι­ε­ψεύ­θη­σαν καὶ ὅ­τι τί­πο­τε ἐξ ὅ­σων προ­σε­δό­κουν δὲν ἐ­ξε­πλη­ρώ­θη; Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ὡς κο­μι­στὴς δυ­σα­ρέ­στων εἰ­δή­σε­ων, ἐ­φο­βού­μην δι­ὰ τὴν ζω­ήν μου. Στα­γό­νες ψυ­χροῦ ἱ­δρῶ­τος ἐ­κό­σμουν τὸ ὡ­ραῖ­ον μου μέ­τω­πον. Τὰ πρό­σω­πα τῶν ἐ­πα­να­στα­τῶν ἐ­σκλη­ρύν­θη­σαν ἐκ τῆς ἀ­γω­νί­ας.


[1] φαλακρός
[2] Συντόμευση τοῦ LarisaЛариса. Γνωστή ηρωίδα τού Μπόρις Πάστερνακ στο μυθιστόρημα ‘Δόκτωρ Ζιβάγκο’ (1957).
[3] ανατριχιάζω