Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

36Α. Ο υἱ­ός μου Albert

Σπογ­γί­σα­σα τὰ χεί­λη της δι­ὰ τῆς ἐμ­προ­σθέλ­λας –κοι­νῶς πο­δι­ᾶς– ἔ­σπευ­σεν εἰς τὸ μα­γει­ρεῖ­ον, ἐνῷ ἐ­γὼ ἀ­να­βι­βά­σας τὴν πε­ρι­σκε­λί­δα, ἀλ­λ’ ἀ­φή­σας τὰ γεν­νη­τι­κά μου ὄρ­γα­να ἐ­κτὸς αὐ­τῆς δι’ εὐ­νο­ή­τους λό­γους -ποί­ους ἄ­ρα­γε;!- ἀ­νέ­βην εἰς τὸν πρῶ­τον ὄ­ρο­φον καὶ εἰ­σελ­θὼν εἰς τὴν τρα­πε­ζα­ρί­αν ἐ­στά­θην εἰς τὴν εἴ­σο­δον μει­δι­ῶν καὶ εὐ­δι­ά­θε­τος.
Οἱ πα­ρευ­ρι­σκό­με­νοι μ’ ἐ­κοί­τα­ζον ὄρ­θι­οι κι ἄ­λα­λοι με­τ’ ἀ­πο­δο­κι­μα­στι­κῆς ἐκ­πλή­ξε­ως. Ἦ­σαν ἐ­κεῖ ἁ­πα­ξά­παν­τες: ἡ σύ­ζυ­γός μου Adelaide, ὁ υἱ­ός μου Albert, ὁ συμ­μα­θη­τής του Marcel, καὶ ὁ οἰ­κο­γε­νει­α­κός μας φί­λος, ἰ­α­τρὸς Barnabe.
«Κα­θή­σα­τε, κα­θή­σα­τε, νὰ γευ­μα­τί­σω­μεν,» τοὺς πα­ρώ­τρυ­να λαμ­βά­νων θέ­σιν ἐ­πὶ κε­φα­λῆς. «Ἄλ­μπερτ, τὴν προ­σευ­χήν!» δι­έ­τα­ξα.
Ἀν­τε­πά­θουν τὸν υἱ­όν μου Albert, δι­ό­τι ἔ­βρι­θεν σπυ­ρί­ων ἀ­κμῆς. Ὅ­λοι ἐ­κλί­να­μεν τὰς κε­φα­λὰς καὶ ὁ Ἄλ­μπερτ ἀ­πήγ­γει­λεν μη­χα­νι­κῶς τὴν σύν­το­μον προ­σευ­χήν:
«Κύ­ρι­ε, Σ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν δι­ὰ τὸν ἐ­πι­ού­σι­ον, ὑ­μνοῦ­μεν τὸ ὄ­νο­μά Σου, ὑ­πη­ρε­τοῦ­μεν τὸ θέ­λη­μά Σου καὶ δὲν πα­ρεκ­κλί­νο­μεν τοῦ ὀρ­θοῦ δρό­μου. Ἀ­μήν.»
«Ἀ­μήν.»
Ἡ Ἄν­νι­α ἐ­πλή­ρω­σεν τὰ πι­νά­κι­α μὲ εὐ­ώ­δη soupe de pistou –ζω­μὸν λα­χα­νι­κῶν.
«Mon chère...» ἤρ­χι­σεν ἡ Adelaide· - δὲν τῆς ἔ­δω­σα ση­μα­σί­αν. «Mon chère, Λαρ­ρύ...» ἐ­πέ­μει­νεν. «Σή­με­ρον τὴν πρω­ί­αν συ­νέ­βη κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ον μὲ κα­τε­θο­ρύ­βη­σεν.» Ἡ Adelaide ἦ­το ὑ­στε­ρι­κή.
«Μμ.., ναί;» ἔ­κα­μα μὲ ἀ­πό­λυ­τον ἀ­πά­θει­αν ἀ­πο­μα­κρύ­νων ἕ­ναν δαῦ­κον –κοι­νῶς κα­ρό­το– ἐκ τοῦ ζω­μοῦ μου, δι­ό­τι οἱ δαῦ­κοι δὲν μοῦ ἤ­ρε­σαν.
«Ἦλ­θεν ὁ Marcel δι­ὰ νὰ με­λε­τή­σουν με­τὰ τοῦ Albert τὸ μά­θη­μα τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν…»
Ἔ­παι­ζον ὠ­θῶν δι­ὰ τοῦ κο­χλι­α­ρί­ου τε­μά­χι­ον ἄρ­του τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­πέ­πλε­εν εἰς τὸν ζω­μόν μου ὡς μι­κρὰ λέμ­βος. Ἡ Ἀ­δε­λα­ῒς ἐ­συ­νέ­χι­σεν:
»Ἐ­κτύ­πη­σα τὴν θύ­ραν τοῦ δω­μα­τί­ου των προ­σκο­μί­ζου­σα δύ­ο ἀ­να­ψυ­κτι­κά, καὶ μὴ λα­βοῦ­σα ἀ­πό­κρι­σιν, ἐ­τόλ­μη­σα καὶ ἤ­νοι­ξα. Καὶ τί εἶ­δον Λαρ­ρύ μου οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου; Τί εἶ­δον οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου;!»
Ἀ­νε­σή­κω­σα τὸ βλέμ­μα ἐκ τοῦ πι­να­κί­ου μου καὶ ἐ­κοί­τα­ξα τοὺς ὀ­φθαλ­μούς της: Ἦ­σαν βλα­κώ­δεις ὡς ἀ­γε­λά­δος.
«Τί εἶ­δον οἱ ὡ­ραῖ­οι ὀ­φθαλ­μοί σας, θη­σαυ­ρέ μου;» εἶ­πα μὲ εἰ­ρω­νι­κὴν τρυ­φε­ρό­τη­τα.
«Εἶ­δον εἰς τὴν κλί­νην τὸν Marcel ἐ­πὶ τοῦ Albert μας, καὶ ὁ Μαρ­σὲλ ἠ­σπά­ζε­το τὸν Ἄλ­μπερτ ἐ­ρω­τι­κῶς εἰς τὰ χεί­λη λέ­γων: ‘Albertin, Albertin! Mon amour, Albertin!’»
Δι­ὰ μί­αν στιγ­μὴν ἔ­μει­να κε­χη­νώς...
«Πῶς τὸν ἀ­πε­κά­λει;»
«Albertin.»
«Ἀλ­μπερ­τίν;! Μπου­ὰ-χὰ-χά!» ἐ­ξέ­σπα­σα εἰς μέ­χρι δα­κρύ­ων βρον­τώ­δεις γέ­λω­τας. «Ἀλ­μπερ­τι­ίν, Ἀλ­μπερ­τι­ι­ίν..!» πε­ρι­ε­γέ­λων αὐ­τὸν καὶ τὸν ἐ­δεί­κνυ­ον δι­ὰ τοῦ δεί­κτου.
Ἅ­παν­τες μ’ ἐ­κοί­τα­ζον ἀ­πο­ροῦν­τες, μὴ ἀν­τι­λαμ­βα­νό­με­νοι ποῦ τὸ ἀ­στεῖ­ον, καὶ συ­ναι­σθαν­θεὶς τὸ βά­ρος τῆς κοι­νῆς γνώ­μης δι­ὰ τὴν ἄ­στο­χον –mal a propos– στά­σιν μου ὡς πα­τρός, ἔ­βη­ξα –γκούχ, γκοὺχ– καὶ λα­βὼν αὐ­στη­ρὸν ὕ­φος ἠ­ρώ­τη­σα εὐ­θέ­ως καὶ ἄ­νευ πε­ρι­στρο­φῶν τὸν Albert.
«Εἶ­σαι πού­στης, υἱ­έ μου;» ἀλ­λὰ δὲν ἠ­δυ­νή­θην νὰ συγ­κρα­τή­σω τοὺς γέ­λω­τας τοὺς ὁ­ποί­ους με­τὰ δυ­σκο­λί­ας κα­τέ­πνι­γον και.., «μπου­ὰχ-χὰ-χά! Ἀλ­μπερ­τίν! Ὦ θε­έ μου! Σὲ γα­μεῖ ὁ Marcel, Ἀλ­μπερ­τίν; Χὰ-χὰ-χά!»
«Papa, γί­νε­σθε χυ­δαῖ­ος. Ο Marcel θὰ γί­νῃ μί­α των ἡ­με­ρῶν μέ­γας συγ­γρα­φεύς. Μοῦ ὑ­πε­σχέ­θη μά­λι­στα ὅ­τι θὰ ἀ­πα­θα­να­τί­σῃ τὸν ἀ­σπα­σμόν μας εἰς τὸ μέγα μυ­θι­στό­ρη­μα τὸ ὁ­ποῖ­ον πρό­κει­ται νὰ συγγρά­ψῃ. Οἱ κα­θη­γη­ταί μας εἰς τὸ Λύ­κει­ον τὸν ἐ­παι­νοῦν καὶ τὸν ἐν­θαρ­ρύ­νουν συ­νε­χῶς... Τοὺς προ­βλη­μα­τί­ζει μό­νον τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι αἱ προ­τά­σεις του εἶ­ναι σχοι­νο­τε­νεῖς, τι­νὲς τῶν ὁ­ποί­ων κα­τα­λαμ­βά­νου­σιν ἔ­κτα­σιν ἀρ­κε­τῶν σε­λί­δων...»
Ἀ­πευ­θύν­θην πρὸς τὸν Marcel μει­δι­ῶν πο­νη­ρῶς:
«Κω­λομ­πα­ρι­λί­κι, ἔ Μαρ­σέλ;»
«Α­πα­ξι­ῶ, κύ­ρι­ε!» εἶ­πεν ἀ­να­ση­κώ­σας τὴν ὀ­φρὺν πε­ρι­φρο­νη­τι­κῶς καὶ ἔλαβεν ἐκ τοῦ δί­σκου ἓν γλύ­κι­σμα μαν­τλὲν ἐκ τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ­δο­κί­μα­σεν ὀ­λί­γον.
«Μμμ..!» ἔ­κα­μεν.
«Τί συμ­βαί­νει Μαρ­σέλ;» τὸν ἠ­ρώ­τη­σεν μὲ λα­τρεί­αν ὁ Ἄλ­μπερτ.
«Μμ, ἡ γεῦ­σις του... Ἡ γεῦ­σις του μοῦ ἐν­θυ­μί­ζει, μοῦ ἐν­θυ­μί­ζει…»
«Τί σᾶς ἐν­θυ­μί­ζει; Τί σᾶς ἐν­θυ­μί­ζει;»
Ἅ­παν­τες ἐ­κρε­μώ­με­θα ἐκ τῶν χει­λέ­ων του.
«Μμμ, ὡς ἄγ­κυ­ρα ἀ­να­σύ­ρε­ται βρα­δέ­ως ἐκ τῆς ἀ­βυσ­σα­λέ­ας μνή­μης μου...» συ­νέ­χι­σεν ὁ Μαρ­σέλ.
Ἠ­γέρ­θην καὶ τὸν ἐ­νε­ψύ­χω­σα μὲ ἐ­σφιγ­μέ­νους γρόν­θους:
«Θάρ­ρος Μαρ­σέλ! Ἐμ­πρός! Ἀν­δρί­ζου! Μπρού­στ, Μπρού­στ!»
«Ἄ­αχ, ὄ­χι!» ἔ­κα­μεν ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος.
«Τί;!»
«Ἦ­το πο­λὺ βα­ρεῖ­α ἀ­νά­μνη­σις καὶ δὲν ἠ­δυ­νή­θην νὰ τὴν ἀ­νελ­κύ­σω· ἡ ἅ­λυσ­σος ἐ­θραύ­σθη καὶ κα­τέ­πε­σεν δυ­στυ­χῶς!»
«Φά­γε ἓν ἀ­κό­μη γλύ­κι­σμα ν’ ἀ­να­λά­βῃς,» εἶ­πα καὶ τοῦ προ­σέ­φε­ρα τὸν δί­σκον.
«Ἐν­θυ­μοῦ­μαι.., ἐν­θυ­μοῦ­μαι…»
«Τί;»
«Ἄ­α­αχ.., πά­λιν μοῦ ἔ­πε­σεν!»
«Γα­μῶ το σου! Φά­γε, φά­γε νὰ ἐν­δυ­να­μω­θῇς!» καὶ τοῦ ἔ­χω­σα δι­ὰ τῆς βί­ας δύ­ο γλυ­κί­σμα­τα εἰς τὸ στό­μα.
Ὁ Μαρ­σὲλ μὲ ὑ­περ­πε­πλη­ρω­μέ­νον στό­μα πε­ρι­πε­σῶν εἰς ἔκ­στα­σιν ἔ­λε­γεν:
«Ἐν­θυ­μοῦ­μαι, ὢ ναί, ἐ­πι­τέ­λους ἐν­θυ­μοῦ­μαι τὴν παι­δι­κήν μου ἡ­λι­κί­αν. Ἐ­πὶ σει­ρὰν ἐ­τῶν κα­τε­κλι­νό­μην ἐ­νω­ρίς...»
«Θὰ γε­νῆ­τε μέ­γας συγ­γρα­φεύς!» τὸν ἐ­νε­θάρ­ρυ­νεν ὁ Ἄλ­μπερτ. «Θὰ συγ­γρά­ψη­τε πο­τά­μι­ον μυ­θι­στό­ρη­μα…»
Ἡ Ἀ­δε­λα­ῒς ἐ­πα­νέ­φε­ρεν τὴν συ­ζή­τη­σιν εἰς τὸ ὀ­ξὺ οἰ­κο­γε­νει­α­κόν μας πρό­βλη­μα.
«Λαρ­ρύ, φο­βοῦ­μαι ὅ­τι ἐνῷ ὁ πο­λυ­α­γα­πη­μέ­νος μας υἱ­ὸς εἶ­ναι κί­ναι­δος – bardache, ἐ­σεῖς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε μὲ ἀ­κα­τα­νό­η­τον ἀ­νευ­θυ­νό­τη­τα. Ὡς πα­τήρ του έ­χε­τε κα­θῆ­κον νὰ τὸν συ­νε­τί­ση­τε.»
«Τί νὰ κά­μνῃ ὁ πα­τὴρ ἂν ἀ­ρέ­σει τοῦ υἱ­οῦ;»
«Ο Barnabe προ­τεί­νει ἐγ­κλει­σμὸν τοῦ Albert εἰς τὴν κλι­νι­κήν του καὶ ἀ­φαι­μά­ξεις δι­ὰ βδελ­λῶν, χλι­α­ρὰ καὶ πα­ρα­τε­τα­μέ­να λου­τρά, ἐ­πι­θέ­σεις πά­γου ἐ­πὶ τῆς ὀ­σφυ­α­κῆς χώ­ρας, ἀ­να­φρο­δι­σι­α­κὰ πο­τά, φυ­τι­κὴ δί­αι­τα, καὶ ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ τρο­φὰς καὶ πο­τὰ δι­ερ­γε­τι­κά.»
«Ἐ­ξαί­ρε­τος θε­ρα­πεί­α,» ἐ­πε­κρό­τη­σα.
Ο Albert, εἰς τὸν ὁ­ποῖ­ον οὐ­δό­λως ἤ­ρε­σεν ἡ ἰ­δέ­α, ἀν­τέ­δρα­σεν ὡς πού­στης μὲ ὕ­που­λον καὶ δη­κτι­κὸν τρό­πον:
«Πά­τερ, γνω­ρί­ζε­τε ὅ­τι ὁ ἰ­α­τρὸς εἶ­ναι ἐ­ρα­στὴς τῆς maman;»
«Πω­ῶς;!»


Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

35. Ἡ μικρά Ἄννια


 Τὴν θύ­ραν ἤ­νοι­ξεν ἡ πάν­το­τε εὔ­χα­ρις, μι­κρὰ Ἄν­νι­α (Аня[1]). «Мои АннушкаМои Аннушка![2]» εἶ­πα μὲ χα­μη­λήν, βραγχώ­δη ἐκ τοῦ πό­θου φω­νήν, τεί­νων τὰς χεῖ­ρας πρὸς τὰ δρο­σε­ρά της στή­θη.
«Ἄχ, κύ­ρι­ε· ἄχ, κα­λὲ κύ­ρι­ε! Θὰ σᾶς μα­λώ­σω!» εἶ­πεν ἀκ­κι­ζο­μέ­νη, δι­α­φεύ­γου­σα τῆς συλ­λή­ψε­ως δι’ ἐ­πι­δε­ξί­ου ἑ­λιγ­μοῦ τοῦ εὐ­λυ­γί­στου σώ­μα­τός της. «Τὸ γεῦ­μα εἶ­ναι ἕ­τοι­μον καὶ σᾶς ἀ­να­μέ­νουν ἄ­νω εἰς τὴν τρα­πε­ζα­ρί­αν ἵ­ν’ ἀρ­χί­σω­σιν»
Ἤρ­χι­σα τό­τε νὰ λύ­ω τὰ κομ­βί­α τῆς πε­ρι­σκε­λί­δος μου ἐν σπου­δῇ, λέ­γων:
«Τί ἔ­χει ἐ­δῶ ὁ κύ­ρι­ος Λαρ­ρὺ δι­ὰ τὸ μι­κρόν του τὸ πορ­νί­δι­ον; Τί ἔ­χει, ἔ;»
«Τί, τι­ί;»
«Voila!» εἶ­πα ἑ­ξα­γα­γὼν τὸ γαυριὸν πέ­ος μὲ μί­αν με­γα­λό­σχη­μον, θε­α­τρι­κὴν κί­νη­σιν. «Ἔ­χει που­λὶ γι­ὰ σέ­να!»
«O-la-la! Μί­α ψω­λά­ρα σφύ­ζου­σα! Κα­λὲ κύ­ρι­ε, ὡ­σὰν ὀ­βί­δα σᾶς εἶ­ναι· κα­τέ­ρυ­θρη καὶ ἕ­τοι­μη νὰ ἐ­κρα­γῇ!»
«Μὴ φο­βοῦ κό­ρη κε­χα­ρι­τω­μέ­νη· ὁ κύ­ρι­ος με­τά σοῦ,» εἶ­πα πλη­σι­ά­ζων μὲ προ­τε­τα­μέ­νην λε­κά­νην. «Θώ­πευ­σον, ἀ­σπά­σου καὶ με­τά­λα­βε αὐ­τῆς με­τ’ εὐ­λα­βεί­ας,» τὴν ἐ­νε­θάρ­ρυ­να.
Μό­λις τὸ ἤγ­γι­ξεν ἀ­πε­μα­κρύν­θη,  λέ­γου­σα:
«Σᾶς τυ­φλώ­νει ἡ λα­γνεί­α καὶ γί­γνε­σθε ῥι­ψο­κίν­δυ­νος. Ἡ κυ­ρί­α ἀ­πὸ και­ρὸ ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται...»
«Νὰ στα­θῇς νὰ σὲ γα­μή­σω λέ­γω ἐ­γὼ καὶ νὰ ἀ­φή­σῃς τὰς δι­και­ο­λο­γί­ας,» εἶ­πα ὀρ­γί­λως.
Ἤρ­χι­σα νὰ τὴν κα­τα­δι­ώ­κω λά­βρος πέ­ριξ τῆς ῥο­τόν­τας ἐ­πι­χει­ρῶν νὰ ψαύ­σω τὰ ἀ­πι­δο­ει­δῆ[3] ὀ­πί­σθι­ά της. Φεῦ, ἡ ἡ­λι­κί­α μου μ’ ἐ­πρό­δω­σεν! Συν­τό­μως ἐ­ξου­θε­νώ­θην κι ἐ­στά­θην ἀ­σθμαί­νων, κα­τα­βε­βλη­μέ­νος, μὲ τὸ πέ­ος ἀ­νὰ χεῖ­ρα.
«Ἀν­νίτ­σκα μου· μι­κρά, τρυ­φε­ρά μου δορ­κάς! –οὔφ!–  ὑ­πο­φέ­ρω· ὡς παῖς ἐν κα­μί­νῳ φλέ­γο­μαι ἐκ τῆς καύ­λας ὁ τά­λας· μάρ­τυς εἰ­μί, ἀ­να­βαί­νων τὸν Γολ­γο­θὰν αἴ­ρων βα­ρύ­τα­τον πέ­ος –οὔφ!– δε­σμώ­της τοῦ πά­θους εἶ­μαι κι ὁ ἄ­σπλαγ­χνος Πό­θος μοῦ κα­τα­τρώ­γει τὰ σπλάγ­χνα...»
«Κα­λὲ κύ­ρι­ε, τὸ βλέμ­μα σας εἶ­ναι θο­λε­ρὸν καὶ ἀ­φεγ­γές· τί ἔ­χε­τε πά­θει; Χὶ-χὶ-χί!»
«Ὑ­πε­ρε­πεί­γο­μαι νὰ σὲ γα­μή­σω, μα­νά­ρι μου! Μ’ ἐν­νο­εῖς; Ἄχ, δὲν μὲ κα­τα­νο­εῖς... Ὅ­λον το πρω­ι­νὸν εἰς τὸ ἐμ­πο­ρι­κόν, ἐ­συλ­λο­γι­ζό­μην τὸ τρυ­φε­ρὸν μου­νέ­τον σου κι εἶ­χον πρι­α­πι­σμὸν πο­λύ­ω­ρον κι ὀ­δυ­νη­ρόν.»
«Χὶ-χὶ-χί! Θὰ σᾶς βά­λω πέ­πε­ρι εἰς τὴν γλῶτ­ταν, κύ­ρι­ε· τί κα­κὰς λέ­ξεις λέ­γε­τε!»
Οἱ ὀ­φθαλ­μοί μου ὑ­γράν­θη­σαν καὶ εἶ­πον εἰς τό­νον πα­ρα­κλη­τι­κόν:
«Νὰ κα­θή­σῃς νὰ σὲ γα­μή­σω Ἀν­νού­λα μου, νὰ κα­θή­σῃς σὲ πα­ρα­κα­λῶ... Βα­σα­νί­ζο­μαι, δὲν μὲ λυ­πεῖ­σαι; Βλέ­πεις τὸ κα­τάν­τη­μά μου; Βλέ­πεις τί μοῦ ἔ­χεις κά­μνει; Τί θὰ κά­μνω ἐ­γὼ τώ­ρα μὲ τοῦ­τον τὸν κε­καυ­λω­μέ­νον ποῦτ­σον· ὄ­χι, εἰ­πέ μου σὲ πα­ρα­κα­λῶ, τί νὰ τὸν κά­μνω;»
«Χὶ-χὶ-χί! Γί­γνε­σθε λί­αν ἀ­στεῖ­ος, κύ­ρι­ε.»
Εἶ­χον γί­νει πράγ­μα­τι πε­ρί­γε­λως καὶ τὸ ἐ­γνώ­ρι­ζον. Εἶ­χον πο­δο­πα­τή­σει τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πει­άν μου, εἶ­χον ἐ­ξευ­τε­λι­σθῇ, εἶ­χον τα­πει­νω­θῇ ἐ­νώ­πι­όν τῆς ὑ­πη­ρε­τρί­ας... Αἴφ­νης φα­ει­νὴν ἰ­δέ­αν εἶ­χα κι εἶ­πα:
«Νά, λα­βέ, λα­βὲ ταῦ­τα τὰ χρή­μα­τα δι­ὰ νὰ ἀ­γο­ρά­σω­μεν ἓν ἀ­κό­μη τυ­φέ­κι­ον,» τῆς εἶ­πα ἐν­σφη­νώ­νων δύ­ο χαρ­το­νο­μί­σμα­τα τῶν εἴ­κο­σι φράγ­κων –ὅ­λον το κέρ­δος τῆς ἡ­μέ­ρας ἐ­κεί­νης– εἰς τὴν με­τα­ξύ τῶν σφρι­γη­λῶν μα­στῶν της σχι­σμήν.
Ἡ Ἄν­νι­α ἦ­το ἐ­ξό­ρι­στος Ῥω­σὶς κομ­μου­νί­στρι­α καὶ συ­νε­κέν­τρω­νεν δω­ρε­ὰς πρὸς ἐ­νί­σχυ­σιν τοῦ κόμ­μα­τος τῶν μπολ­σε­βί­κων, οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­ε­τοί­μα­ζον ἐ­πα­νά­στα­σιν εἰς τὴν πα­τρί­δα της. Ἐ­γὼ πο­σῶς ἐν­δι­ε­φε­ρό­μην δι­ὰ τὴν πο­λι­τι­κὴν καὶ δι­ὰ τὸν ἀ­ναρ­χο­κομ­μου­νι­σμόν· ἐ­γὼ τὸ μό­νον τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­πε­θύ­μουν ἦ­το νὰ γα­μῶ τὴν μι­κρὰν Ἄν­νι­α καὶ δι­ὰ νὰ κερ­δί­σω τὴν εὔ­νοι­άν της ὑ­πε­κρι­νό­μην ὅ­τι συ­νε­με­ρι­ζό­μην τὸ πά­θος της δι­ὰ τοὺς πο­λι­τι­κούς ἀ­γώ­νας.
Ἔ­κυ­ψα εἰς τὸ ῥο­δα­λόν της οὖς ψι­θυ­ρί­ζων:
«Ὤ, βάλ­σα­μον τῶν ὀ­φθαλ­μῶν μου· ὡς ἄν­θος εὐ­ω­δι­ά­ζεις, ὡς χρυ­σαλ­λὶς σκορ­πί­ζεις τὴν χα­ράν! Ἐλ­θέ, ἐλ­θὲ νὰ μοῦ πά­ρῃς μί­αν πί­παν, νὰ ἀ­να­κου­φι­σθῶ ὁ δυ­στυ­χὴς,» καὶ πα­ρέ­συ­ρα αὐ­τὴν εἰς τὴν ὑ­πὸ τῆς κλί­μα­κος μι­κρὰν ἀ­πο­θή­κην ἔν­θα ἡ μι­κρὰ κο­ρα­σὶς ἐ­γο­νυ­πέ­τη­σεν εὐ­πει­θῶς μὲ τὴν ῥά­χην εἰς τὸν τοῖ­χον, ἀ­νοί­γου­σα τὸ τερ­πνὸν στό­μα ὡς ἀ­νυ­πό­μο­νος νε­οσ­σὸς προ­σμέ­νων τρο­φήν. Μό­λις ὅ­μως ἤγ­γι­ξεν τὴν βά­λα­νον εἰς τὰ χεί­λη, ἠ­ρώ­τη­σεν:
«Θὰ ἔλ­θε­τε σή­με­ρον εἰς τὴν ἔ­ναρ­ξιν τοῦ 5ου συ­νε­δρί­ου τῆς Δευ­τέ­ρας Δι­ε­θνοῦς;»
«Θὰ ἔλ­θω, γλυ­κεῖ­α μου· θὰ ἔλ­θω ἀ­νυ­περ­θέ­τως. Λεῖ­ξε τώ­ρα, λεῖ­ξε!»
«Ὤ, κύ­ρι­ε, εἶ­ναι μέ­γα κρῖ­μα νὰ ἐ­ξα­πα­τᾶ­τε μίαν ἀδύναμον παιδίσκην μὲ ψευ­δεῖς ὑ­πο­σχέ­σεις προ­κει­μέ­νου νὰ σᾶς πεοθηλάσῃ.»
«Θὰ ἔλ­θω σοῦ λέ­γω, θὰ ἔλ­θω... Θὰ ἴ­δης. Θὰ ὑ­πά­γω­μεν ὁ­μοῦ εἰς τὸ πέμ­πτον συ­νέ­δρι­ον μὲ βῆ­μα τα­χύ. Βε­βαί­ως... Οὐ­δεὶς θὰ λεί­ψῃ ἐκ τοῦ πέμ­πτου συ­νε­δρί­ου. Ζή­τω τὸ 5ον συ­νέ­δρι­ον! Λεῖ­ξε ὅ­μως τώ­ρα κα­λή μου, λεῖ­ξε σὲ πα­ρα­κα­λῶ!»
«Θὰ εἶ­ναι κρί­σι­μον δι­ὰ τὸ μέλ­λον τοῦ κι­νή­μα­τος. Θὰ λη­φθοῦν ση­μαν­τι­καὶ ἀ­πο­φά­σεις.»
«Γα­μῶ τὸ κέ­ρα­τό μου. Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸν καὶ κρί­σι­μον νὰ χύ­σω· ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι;»
«Θὰ ὁ­μι­λή­σῃ ὁ σύν­τρο­φος Владимир Ильич Ульянов[4]»
Ὕ­ψω­σα τὰς χεῖ­ρας ἐκ τῆς ἀ­πο­γνώ­σε­ως ἀ­να­στε­νά­ζων:
«Θε­έ, ἔ­λε­ος! Τί ἐ­ζή­τη­σα; Μί­αν πί­παν ἐ­ζή­τη­σα κι ἐ­γὼ ὁ τα­πει­νός σου δοῦλος…»
«Ὁ товарищ Ульянов[5] ἡ­γεῖ­ται τοῦ κόμ­μα­τός μας καί...» γκλούπ! τὴν ἀ­πε­στό­μω­σα αἰφ­νι­δί­ως δι­ὰ τοῦ με­γά­λου δι­α­με­τρή­μα­τος φαλ­λοῦ, τῶν ὀ­φθαλ­μῶν αὐ­τῆς δι­α­σταλ­θέν­των ὑ­περ­μέ­τρως.
Μὲ τὰς πα­λά­μας ἐ­πὶ τοῦ τοί­χου καὶ ἀ­νοι­κτά τα σκέ­λη ὤ­θουν δι­ὰ πα­λιν­δρο­μι­κῶν κι­νή­σε­ων τὸ ἄλ­κι­μον πέ­ος. Ἡ κε­φα­λὴ τῆς ὑ­πη­ρε­τρί­ας ἀν­τε­ρει­δο­μέ­νη ἐ­πὶ τοῦ τοί­χου με­τέ­δι­δεν τοὺς κρα­δα­σμοὺς τῶν γα­μι­κῶν ὤ­σε­ων εἰς ὁ­λό­κλη­ρον τὸν οἶ­κον. Τὰ ὑ­α­λι­κὰ τῆς οἰ­κί­ας συ­νή­χουν τρέ­μον­τα, ἡ­δο­νι­ζό­με­να και αὐ­τά.
Κα­τὰ τὸν αὐ­τὸν χρό­νον, τὸ δε­κτι­κὸν κο­ρά­σι­ον ηὐ­να­νί­ζε­το δι­ὰ τῆς δε­ξι­ᾶς συν­τό­νως, ἀ­μιλ­λώ­με­νοι ἀμ­φό­τε­ροι –ἀ­στὸς καὶ προ­λε­τά­ρι­α– τὸν κα­λὸν ἡ­δο­νι­κὸν ἀ­γώ­να, συν­τη­κό­με­νοι καὶ συγ­χω­νευ­ό­με­νοι ἐν τῇ ἐ­ρω­τι­κῇ κα­μί­νῳ, ἀν­τι­κα­θι­στῶν­τες καὶ ὑ­περ­βαί­νον­τες τὴν πά­λην τῶν τά­ξε­ων δι’ ἐ­κεί­νης τῆς τερ­πνῆς τῶν ὀρ­γών­των σω­μά­των.
«Ἄν­νι­α!» ἠ­κού­σθη ἡ ὀ­ξεῖ­α κραυ­γὴ τῆς συ­ζύ­γου μου. «Ἄν­νι­αα!»
Ἡ μι­κρὰ ὑ­πη­ρέ­τρι­α ἀ­πε­κρί­θη εἰς τὸ κά­λε­σμα τῆς κυ­ρί­ας της μὲ πα­ρα­με­μορ­φω­μέ­νην φω­νήν, «-α­ὰ-ι­στα.., κυ-ί­α­α…»[6] ἐκ τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι τὸ στό­μα αὐ­τῆς ἦ­το σφιγ­κτῶς πε­πλη­ρω­μέ­νον –κα­τὰ τὸ κοι­νῶς λε­γό­με­νον, ἦ­το ‘στουμ­πω­μέ­νη’– ἀ­πὸ τὸν κω­νο­ει­δῆ φαλ­λὸν τοῦ κυ­ρί­ου της.
«Ἦλ­θεν ὁ κύ­ρι­ος, Ἄν­νι­α;»
«-α­ὰ-ι-τα, κυ-ί­α...»
«Δι­α­τί ἀρ­γεῖ;»
«-ὰ χὺ-ῃ κι ἔ-χε­ται[7]»
«Τι­ί;»
«-ὰ χὺ-ῃ ὕ­δω- -ό-ω-ον κι ἔ-χε­ται­αι...[8]»
Πα­ρε­λή­ρουν κα­τει­λημ­μέ­νος ὑ­πὸ βακ­χι­κῆς μα­νί­ας:
«Ῥό­φει, ὦ ἀμ­βρο­σί­α τῆς ζω­ῆς μου κι ἐν­τρύ­φη­μα τῶν λο­γι­σμῶν μου! Ῥό­φει, ὦ γλυ­κα­σμὲ τοῦ πέ­ους μου! Ῥό­φει ἰ­σχυ­ρῶς κι ἀ­κα­τα­παύ­στως.»
Αἰ­σθαν­θεὶς τὸ ὀρ­γα­σμι­κὸν κύ­μα -τσου­νά­μι ἦ­το- πλη­σι­ά­ζον ἀ­κά­θε­κτον, ἐ­πέ­σπευ­σα τὰς ὠ­θή­σεις καὶ ἀ­πε­φόρ­τω­σα κα­τὰ ρι­πὰς τὸ ἄ­φθο­νον καὶ ἀ­ρω­μα­τι­κόν μου σπέρ­μα, χρε­με­τί­ζων ὡς ἵπ­πος –ὅ­λοι μὲ ἤ­κου­σαν– ὑ­περ­χει­λί­ζων τὸ χω­ρη­τι­κὸν στό­μα τῆς λη­πτι­κῆς μι­κρᾶς, ἥ­τις κα­τα­πί­νου­σα αὐ­τὸ ἀ­πλή­στως μέ­χρι τε­λευ­ταί­ας ῥα­νί­δος, ἔ­φθα­σεν εἰς τὴν ἰ­δι­κήν της ἡ­δο­νι­κὴν κο­ρύ­φω­σιν.

Ἀπόσμασμα ἀπό τό μυθιστόρημα: ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΡΦΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

[1]Ηρωίδα τού Άντον Τσέχωφ στο θεατρικό έργο, ‘Ο Βυσσινόκηπος’
[2]Αννούσκα μου, Αννούσκα μου!
[3] αχλαδωτά
[4] Vladimir Ilyich Ulyanov (Lenin)
[5] Σύντροφος Οὐλιάνωφ
[6] Μάλιστα, κυρία
[7] Νὰ χύσῃ κι ἔρχεται.
[8] Νὰ χύσῃ ὕδωρ εἰς τὸ πρόσωπόν του κι ἔρχεται. 

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

33. Στον κόσμο του παρελθόντος


Ζντούπ!
Οὐ­ρα­νό­θεν ἐρ­ρί­φθην ἐ­πὶ γῆς!
Κι ἔ­μει­να ἐκ­στα­τι­κὸς ἐκ τοῦ θαύ­μα­τος τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως!
Πῶς δη­λα­δὴ ὑ­πῆρ­χον;
Δι­α­τί;
Πό­θεν;
Ὑ­πῆρ­χον πράγ­μα­τι;
Τί ἦ­το ἡ ὕ­παρ­ξις;
Πῶς αὕ­τη κα­τέ­στη δυ­να­τή;
Τί ἤ­μην πρὶν ὑ­πάρ­ξω· καὶ τί με­τά;
Καὶ τί θὰ ἤ­μην ἐ­ὰν δὲν ὑ­πῆρ­χον τώ­ρα;
Καὶ ἐ­γνώ­ρι­ζον ὅ­τι ἡ ἀ­πάν­τη­σις εἰς τὰ ἀ­νω­τέ­ρω ζη­τή­μα­τα ὑ­πῆρ­χεν πρὶν ἐ­γερ­θοῦν αὐ­τά, ὑ­πάρ­χει καὶ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα τὰ ἴ­δι­α, καὶ θὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­φοῦ παύ­σουν νὰ ἔ­χουν αὐ­τὰ ἰ­σχὺν καὶ νό­η­μα.
Κλί­νας τὴν κε­φα­λὴν εἶ­δον ἔκ­πλη­κτος τὸ σῶ­μα μου: ἦ­το γυ­μνόν, στι­βα­ρόν, μαλ­λω­τόν[1] καὶ με­τρί­ου μᾶλ­λον ἀ­να­στή­μα­τος. Λα­βὼν ἐν τῇ πα­λά­μῃ τὸ πέ­ος, πε­ρι­ερ­γά­σθην αὐ­τό· ἦ­το βα­ρύ, με­λα­νό­μορ­φον, ἁ­δρο­με­ρὲς ὡς κω­νά­ρι­ον[2], ἐ­λα­στι­κὸν ὡς πρὸς τὴν ἀ­φήν, ἔ­χον οὖ­λον[3] τρί­χω­μα. Κα­θ’ ὅ­λας τὰς ἐν­δεί­ξεις ἤ­μην ἀ­νὴρ πεν­τή­κον­τα -κα­τὰ τὸ μᾶλ­λον ἢ ἧτ­τον[4]- ἐ­τῶν.
Ἔ­φε­ρον πῖ­λον τύ­που bowler ἐ­πὶ κε­φα­λῆς, βερ­νι­κω­τὰ ὑ­πο­δή­μα­τα, καὶ πε­ρι­πό­δι­α με­τὰ κνη­μο­δε­τῶν[5]. Εἰς τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸν βρα­χί­ο­να εἶ­χον δε­δι­πλω­μέ­να τὰ ἐ­σώ­ρου­χά μου, ὑ­πο­κά­μι­σον, κο­στού­μι, ἐ­κρά­τουν δὲ καὶ ἀ­λε­ξί­βρο­χον[6].
Ἠ­σθάν­θην ἐν­τρο­πὴν δι­ὰ τὴν γυ­μνό­τη­τά μου. Ἦ­το βε­βαί­ως Αὔ­γου­στος μήν, ὁ καύ­σων ἀ­σφα­λῶς ἀ­φό­ρη­τος, ἀλ­λὰ ἐν οὐ­δε­μί­ᾳ πε­ρι­πτώ­σει ἐ­δι­και­ο­λο­γού­μην νὰ κυ­κλο­φο­ρῶ γυ­μνὸς ἀ­νὰ τὰς ὁ­δοὺς καὶ τὰς ῥύ­μας τῆς πό­λε­ως. Ἐ­κοί­τα­ξα ἀ­νή­συ­χος γύ­ρω καὶ δι­ε­πί­στω­σα ὅ­τι εὑ­ρι­σκό­μην ἐ­πὶ τῆς μι­κρᾶς, γρα­φι­κῆς place de Furstenberg τῆς πό­λε­ως τῶν Πα­ρι­σί­ων. Εὐ­τυ­χῶς ἐ­κεί­νην τὴν με­σημ­βρι­νὴν ὥ­ραν ἡ μι­κρὰ πλα­τεί­α ἦ­το ἔ­ρη­μος. Ἐ­κοί­τα­ξα πρὸς τὴν κα­τεύ­θυν­σιν τῆς rue de l’ Abbaye· οὐ­δείς. Ἐ­κοί­τα­ξα καὶ πρὸς τὴν ἀν­τί­θε­τον, ἐ­κεί­νης τῆς rue Jacob· μη­δείς. Τὰ κα­τα­στή­μα­τα ἦ­σαν κλει­δω­μέ­να καὶ τὰ ἐ­ξώ­φυλ­λα τῶν πα­ρα­θύ­ρων κε­κλει­σμέ­να· ἀλ­λὰ ὑ­πω­πτεύ­θην ὀ­πί­σω ἀ­πὸ τὰς περ­σί­δας παι­δι­κοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς πα­ρα­τη­ροῦν­τας μὲ φι­λο­παίγ­μο­να δι­ά­θε­σιν τὸ πέ­ος μου.
Ὁ ἥ­λι­ος μὲ συ­νέ­θλι­βεν δι­ὰ τῶν πυ­ρι­φλε­γῶν πελ­μά­των του. Ἱ­στά­μην ἐ­κεῖ ἀ­μή­χα­νος, ἄ­ερ­γος, ἀ­πο­ρῶν τί κά­μνω ἐ­πὶ τῆς γῆς, δι­α­τί ζῶ, ‘chi sono io, chi sono gli altri[7]. Ἐ­δί­ψων· καὶ ἡ δί­ψα ἐ­κεί­νη δὲν ἐ­κορ­ρέ­νε­το δι’ ὕ­δα­τος ἀλ­λ’ ἦ­το δί­ψα με­τα­φυ­σι­κή, δί­ψα δι’ ἐ­κεῖ­νον τὸ ἄ­γνω­στον τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­πώ­λε­σα ἀ­πο­κτή­σας σῶ­μα καὶ ὕ­παρ­ξιν. Ἐ­σπόγ­γι­σα δι­ὰ μαν­δη­λί­ου τὸν ἱ­δρώ­τα ἐκ τοῦ κα­τε­ρύ­θρου προ­σώ­που μου. Ἐν τῇ ἄ­κρᾳ σι­ω­πῇ, μο­να­δι­κὸς πα­ρή­γο­ρος ἦ­χος, ὁ ἀ­σθε­νής, κε­λα­ρυ­στὸς ἦ­χος πί­πτον­τος ὕ­δα­τος μι­κρᾶς τι­νος κρή­νης τῆς πλα­τεί­ας. 
Ἤ­κου­σα τό­τε ὀ­πί­σω μου εἰ­ρω­νι­κὸν γέ­λω­τα παι­δί­σκης καὶ τὰκ-τὰκ-τάκ! κρό­τον δρο­μαί­ων βη­μά­των πλη­σι­ά­ζον­τα. Δι’ αὐ­θορ­μή­του κι­νή­σε­ως ἀ­πέ­κρυ­ψα δι­ὰ τῶν πα­λα­μῶν τὰ γεν­νη­τι­κά μου ὄρ­γα­να κι ἐ­στρά­φην.., πλὴν ὅμως παι­δί­σκην – σᾶς ὁρ­κί­ζο­μαι, οὐκ εἶ­δον! «Marfa! Marfa!» ἤ­κου­σα φωνὴν φω­νά­ζουσαν τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τῆς. Τὰ βή­μα­τα ἔ­κα­μαν δύ­ο κύ­κλους γύ­ρω μου καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀπεμακρύνθησαν τῆς ἐντάσεώς των ἐξασθενουμένης, ἕ­ως ὅ­του ἔ­παυ­σαν νὰ ἠ­χοῦν, ἐ­πι­κρα­τη­σά­σης σι­γῆς τά­φου.
Ἤρ­χι­σα νὰ ἐν­δύ­ο­μαι τὸ ὑ­πο­κά­μι­σον ὅ­ταν αἴφ­νης, κρρρ..! τριγ­μὸς ἠ­κού­σθη, καὶ τὸ κιγ­κλί­δω­μα τῆς ἁ­ψι­δω­τῆς θύ­ρας τοῦ ἔ­ναν­τι ἀ­να­γεν­νη­σι­α­κοῦ κτι­ρί­ου τῆς rue Abbaye, ἤ­νοι­ξεν βρα­δέ­ως καὶ ἐ­νε­φα­νί­σθη ἐ­πὶ τοῦ κα­τω­φλί­ου μέ­γας ὄρ­νις –στρου­θο­κά­μη­λος τὸ εἶ­δος!
Τὸ βα­σι­λι­κὸν πτη­νὸν κα­τελ­θὸν με­γα­λο­πρε­πῶς τὰς πέν­τε βαθ­μί­δας τῆς κλί­μα­κος κα­τευ­θύν­θη πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ πλη­σι­ά­σαν εἰς ἀ­πό­στα­σιν πέν­τε πε­ρί­που μέ­τρων, ἐ­στά­θη μὲ με­τέ­ω­ρον πό­δα, κοι­τά­ζον μὲ αὐ­ταρ­χι­κόν, βλα­κῶ­δες βλέμ­μα.
Ἱ­στά­μην ἀ­σά­λευ­τος κα­θη­λω­μέ­νος ὑ­πὸ τῶν δι­α­πύ­ρων ἀ­κτί­νων τοῦ ἡ­λί­ου αἵ­τι­νες μὲ δι­ε­πέ­ρων ἐκ τῆς κο­ρυ­φῆς τῆς κε­φα­λῆς ἕ­ως τῶν πελ­μά­των ὡς ὀ­βε­λί­αν. Ἐ­γνώ­ρι­ζον βε­βαί­ως ὅ­τι τὰ φαι­νό­με­να ἀ­πα­τοῦν· ἀλ­λὰ δι­ὰ πρώ­την φο­ρὰν μοῦ ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη ἡ ὑ­πό­νοι­α ὅ­τι ἡ συ­νεί­δη­σις, –τοῦτο τὸ φαι­νό­με­νον τῶν φαι­νο­μέ­νων– ἐ­λάμ­βα­νεν πλη­θώ­ραν μορ­φῶν καὶ αὐ­τη­πα­τᾶ­το ἀν­τι­λαμ­βα­νο­μέ­νη τὰ ἰ­δι­κά της σχή­μα­τα ὡς δῆ­θεν ἐ­ξω­τε­ρι­κήν, ἀν­τι­κει­με­νι­κήν, ἀ­νε­ξάρ­τη­τον ἀ­πὸ αὐ­τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα... Αἰφ­νι­δί­ως τὸ ἠ­λί­θι­ον πτη­νὸν ἐ­ξέ­βα­λεν ὀ­ξεῖ­αν, πο­λε­μι­κὴν κραυ­γὴν καὶ τι­νάσ­σον τοὺς πτέ­ρυ­γας μοῦ ἐ­πε­τέ­θη ἄ­νευ λό­γου καὶ αἰ­τί­ας. Φυ­σι­κῷ τῷ λό­γῳ ἐ­τρά­πην εἰς ἄ­τα­κτον φυ­γήν.
Πα­ρου­σί­α­ζον γε­λοῖ­ον θέ­α­μα κα­τα­δι­ω­κό­με­νος ὑ­πὸ στρου­θο­κα­μή­λου, τρέ­χων ἡ­μί­γυ­μνος πρὸς τὴν ὁ­δὸν Cardinale, ὅ­ταν ἤρ­χι­σαν νὰ πί­πτουν στὰκ-στὰκ-στάκ! στα­γό­νες οὐ­χὶ συ­νή­θους βρο­χῆς, ἀλ­λ’ ἀ­μαυ­ραί, στιγ­μα­τί­ζου­σαι τὰς λευ­κὰς πλά­κας τῶν πε­ζο­δρο­μί­ων, κη­λι­δώ­νου­σαι τὰ φυλ­λώ­μα­τα τῶν δέν­δρων, σπι­λώ­νου­σαι τὰς προ­σό­ψεις τῶν κτι­ρί­ων, ἀ­μαυ­ρώ­νου­σαι τα­χέ­ως τὴν πό­λιν ὁ­λό­κλη­ρον. Ἔκ­πλη­κτος ἐκ τοῦ πα­ρὰ φύ­σιν φαι­νο­μέ­νου ἔ­σπευ­σα νὰ προ­φυ­λα­χθῶ τό­σον ἐ­γώ, ὅ­σον καὶ τὸ πτη­νόν, ὑ­πὸ τοῦ ρα­βδω­τοῦ, πρα­σί­νου καὶ λευ­κοῦ, ὑ­φα­σμα­τί­νου στε­γά­σμα­τος –κοι­νῶς τέν­τας- τοῦ ἐ­στι­α­το­ρί­ου ‘La Santé par l’ Alimentation’ κει­μέ­νου εἰς τὴν συμ­βο­λὴν τῶν ὁ­δῶν Cardinale καὶ de l’ Abbaye.
Ἐ­ξε­τά­ζων δι­ὰ τοῦ δεί­κτου στα­γό­να τι­νὰ δι­ε­πί­στω­σα ὅ­τι ἦ­το με­λά­νη! Ἤ­κου­σα τό­τε θρό­ι­σμα γρα­φί­δος ἐ­πὶ χάρ­του οὐ­ρα­νό­θεν, καὶ ἀ­να­βλέ­πων, στάκ! κη­λὶς με­λά­νης ἐ­πέ­πε­σεν ὡς φώ­τη­σις ἐ­πὶ τοῦ με­τώ­που μου. Αἴφ­νης εἶ­χον τὴν πα­ρά­ξε­νον ἐ­πί­γνω­σιν ὅ­τι ἐ­γὼ καὶ ὁ κό­σμος λέ­ξεις εἴ­με­θα τὰς ὁ­ποί­ας μυ­στη­ρι­ώ­δης, ἀ­ό­ρα­τος χεὶρ συγ­γρά­φει, δι­η­γου­μέ­νη τὸν μῦ­θον τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ κό­σμου.



[1] μαλλιαρό
[2] χοντροκόμματο σαν κουκουνάρα
[3] σγουρό
[4] λίγο-πολύ
[5] κάλτσες με καλτσοδέτες
[6] ομπρέλα
[7] ‘ποιος είμαι εγώ, ποιοι είναι οι άλλοι’ φράση από την ταινία του Ταρκόφσκυ, ‘Νοσταλγία’.