Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

18. Η Λάρρα αυνανίζει τον Krill

Ο ή­λιος θα πε­τα­χτεί α­π’ το α­πέ­ναν­τι βου­νό, ό­πως το αί­μα α­π’ την πλη­γή. Με­τά α­πό πολ­λά χρό­νια θα ξυ­πνή­σω με ευ­χά­ρι­στη δι­ά­θε­ση κι αυ­τό θα συμ­βεί, για­τί θα πη­γαί­νω στην     B­l­u­ma.­..
Ο K­r­i­ll θα κοι­μά­ται α­κό­μα· θα ση­κω­θώ, θ’ α­πο­μα­κρυν­θώ κα­μιά τρι­αν­τα­ριά μέ­τρα και θα κα­τε­βά­σω το μπλου-τζην για να κα­του­ρή­σω. Θα στρα­φώ και θα δω τον K­r­i­ll να με κα­τα­σκο­πεύ­ει κου­νών­τας το χέ­ρι του μέ­σα στο s­l­e­e­p­i­ng-b­ag.
«Τι κά­νεις ε­κεί K­r­i­ll; Δεν ντρέ­πε­σαι να με κοι­τάς που κα­του­ρά­ω;»
Θα γί­νει κα­τα­κόκ­κι­νος σαν παν­τζά­ρι και θα γυ­ρί­σει α­πό την άλ­λη με­ριά.
Κά­τι θα με πιά­σει και θα θέ­λω να τον πει­ρά­ξω. Θα πά­ρω τον κα­φέ μου και θα καθίσω δί­πλα του.
«Κρυ­φο­κοί­τα­ζες τον κώ­λο μου, ε;»
«Συ­γγνώ­μη.­.­.» θα ψι­θυ­ρί­σει ντρο­πι­α­σμέ­νος.
«Ά­σε με να δω.­.­.» θα πω γλι­στρών­τας το χέ­ρι μου μέ­σα στο sleep­i­ng-b­ag.
«Ό­χι, ό­χι» θα φω­νά­ξει προ­σπα­θών­τας να το α­πο­μα­κρύ­νει.
Θ’ α­φή­σω τον κα­φέ κά­τω, και με­τά α­πό σύν­το­μη πά­λη, θα τον α­κι­νη­το­ποι­ή­σω και θα πιά­σω έ­να μι­κρό, σκλη­ρό πραγ­μα­τά­κι που θα χω­ρά ο­λό­κλη­ρο μέ­σα στην πα­λά­μη μου.
«Χα-χα-χα! Τ’ εί­ναι αυ­τό που πιά­νω, K­r­i­ll; Για­τί σου ’­γι­νε έ­τσι σκλη­ρό;»
Δε θα ’­χω την πα­ρα­μι­κρή ε­ρω­τι­κή δι­ά­θε­ση - εξ άλ­λου πώς θα ή­ταν δυ­να­τόν να μ’ α­ρέ­σει έ­νας πι­τσι­ρι­κάς a­l­b­i­no ό­πως ο K­r­i­ll! Θα το κά­νω α­πό σα­δι­στι­κή ε­πι­θυ­μί­α και αρ­ρω­στη­μέ­νη πε­ρι­έρ­γεια.­..
«Ε­σείς οι a­l­b­i­no.­., οι τρί­χες σας εί­ναι παν­τού ά­σπρες;» θα ρω­τή­σω προ­σπα­θών­τας να τον ξε­σκε­πά­σω.
«Μη Λάρ­ρα, σε πα­ρα­κα­λώ.­.­.» θ’ αν­τι­στα­θεί κρα­τών­τας σφι­χτά το s­l­e­e­p­i­ng-b­ag πά­νω του.
«Για­τί να μη δω;»
«Ό­χι, ό­χι, δε θέ­λω.»
«Για­τί;»
«Ντρέ­πο­μαι σου λέ­ω, ντρέ­πο­μαι!»
«Ε­πει­δή σου εί­ναι μι­κρή;»
Μέ­σα σ’ αυ­τή την α­πέ­ραν­τη ε­ρη­μιά, χι­λιά­δες χι­λι­ό­με­τρα μα­κριά α­πό τον κον­τι­νό­τε­ρο άν­θρω­πο, θα αι­σθά­νο­μαι α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νη να κά­νω ό,τι δε θα ’­κα­να πο­τέ στο μι­κρό δι­α­μέ­ρι­σμα της Α­θή­νας.
Θα του τρα­βή­ξω α­πό­το­μα το s­l­e­e­p­i­ng-b­ag.
«Κα­κό­μοι­ρε, εί­ναι πο­λύ μι­κρή.­.. Στα κο­ρί­τσια δεν α­ρέ­σουν οι μι­κρές. Κα­μιά δε θα σε θέ­λει,» θα πω με κα­κί­α, ε­νώ ταυ­τό­χρο­να θα τον χα­ϊ­δεύ­ω.
Θα νι­ώ­σω μια δι­ε­στραμ­μέ­νη, ά­γρια χα­ρά να τον κά­νω να τε­λει­ώ­σει και με­τά να ντρέ­πε­ται να με κοι­τά­ξει. Θ’ α­νυ­πο­μο­νώ να δω πώς θα κα­τα­λή­ξει αυ­τή η ι­στο­ρί­α, που η ί­δια θα εί­χα ξε­κι­νή­σει και θα κου­νώ το χέ­ρι μου πά­νω-κά­τω με μα­νί­α. Ο K­r­i­ll θα ντρέ­πε­ται και θα σκε­πά­σει το πρό­σω­πό του με τον αγ­κώ­να του. Θα μου φα­νεί σαν να κλαί­ει σι­ω­πη­λά.
Ξαφ­νι­κά η λίμ­πιν­τό μου θ’ α­νε­βεί α­πό­το­μα στα ου­ρά­νια, και το σώ­μα μου θα ξε­χει­λί­σει α­να­πάν­τε­χα κι α­νε­ξέ­λεγ­κτα! Έ­τσι· χω­ρίς ν’ αν­τι­λη­φθώ α­πό που και πώς μου ’ρ­θε! Θα μου κο­πεί η α­νά­σα και το κορ­μί μου θα συ­σπα­στεί βου­βά ε­φτά - ο­κτώ φο­ρές. Ο K­r­i­ll θα με κοι­τά­ζει έκ­πλη­κτος.
«Λάρ­ρα, τι έ­πα­θες;­!»
Θα ση­κω­θώ χω­ρίς να πω τί­πο­τα και θ’ αρ­χί­ζω να μα­ζεύ­ω τα πράγ­μα­τά μου. Ε­κεί­νο, που θα σκό­πευ­α να κά­νω στον K­r­i­ll, θα το εί­χα πά­θει ε­γώ. Θα εί­χα γί­νει ρε­ζί­λι, αλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο θα α­πο­ρώ με τον ί­διο μου τον ε­αυ­τό. Υ­πο­τί­θε­ται ό­τι θα εί­χα τον έ­λεγ­χο της κα­τά­στα­σης, ό­τι θα μου ά­ρε­σαν οι γυ­ναί­κες, αλ­λά θα εί­χε α­πο­δει­χθεί ό­τι η σε­ξου­α­λι­κό­τη­τά μου έ­κρυ­βε πολ­λές ά­γνω­στες πτυ­χές.
«Μά­ζε­ψε τα πράγ­μα­τά σου· φεύ­γου­με,» θα του πω ψυ­χρά χω­ρίς να τολ­μώ να τον κοι­τά­ξω.    

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

17. Στα Σκόπια

Θα συ­νε­χί­σου­με βό­ρεια για δι­α­κό­σια πε­ρί­που χι­λι­ό­με­τρα και σε δυ­ο ώ­ρες θα περ­νά­με τα άλ­λο­τε πο­τέ σύ­νο­ρα με τη F­Y­R­OM. Τα φυ­λά­κια θα εί­ναι έ­ρη­μα και μι­σογ­κρε­μι­σμέ­να.
Θα πε­ρά­σου­με τη G­e­v­g­e­l­i­ja και θα κα­τευ­θυν­θού­με προς το    V­e­l­es· η νύ­χτα θα ’­ναι κα­τα­σκό­τει­νη· ο K­r­i­ll θα κοι­μά­ται α­κουμ­πι­σμέ­νος στην πλά­τη μου· θα εί­μαι κου­ρα­σμέ­νη, τα μά­τια μου θα κλεί­νουν, κά­ποι­α στιγ­μή θα στα­μα­τή­σω και θα σβή­σω τη μη­χα­νή.
«K­r­i­ll, κα­τέ­βα· α­πό­ψε θα κοι­μη­θού­με ε­δώ.»
Θα τρώ­ω με τα δά­χτυ­λα μια κον­σέρ­βα βο­δι­νό κρέ­ας, ό­ταν ξαφ­νι­κά το το­πί­ο θα φω­τι­στεί α­πό μια ε­ξω­γή­ι­νη, νι­κε­λέ­νια λάμ­ψη και ό­λη η έ­ρη­μος και οι γύ­ρω λό­φοι θα αν­τι­βου­ί­σουν α­πό έ­να εμ­βα­τή­ριο.­..
М­а­к­е­д­о­н­и­ја на А­л­е­к­с­а­н­д­ар с­и­м­б­ол на з­е­м­ј­а­та.­..’[1]
και ταυ­τό­χρο­να θα δού­με να κα­τη­φο­ρί­ζει την πλα­γιά έ­να α­πί­στευτο ό­χη­μα: μια ι­δι­ο­κα­τα­σκευ­ή κα­λυμ­μέ­νη με λα­μα­ρί­νες που θα χτυ­πά­νε, με με­γά­φω­να που θα εκ­πέμ­πουν στη δι­α­πα­σών, και δεκάδες κρεμασμένα αναμμένα καντήλια πε­ρι­με­τρι­κά που θα ταλαντεύονται πέρα - δώθε! Οι προ­βο­λείς του θα με τυ­φλώ­νουν και θα φέ­ρω την πα­λά­μη στα μά­τια. Πί­σω και πλά­ι σ’ αυ­τό το αλ­λο­πρό­σαλ­λο πράγ­μα θα τρέ­χουν, κρα­δαί­νον­τας α­σπί­δες και δό­ρα­τα, κα­μιά δι­α­κο­σα­ριά ξυ­πό­λυ­τοι με γε­λοί­ες πε­ρι­κε­φα­λαί­ες και κου­ρε­λι­α­σμέ­νες πορφυρὲς χλα­μύ­δες.
Θα μεί­νου­με ά­ναυ­δοι. Θα στα­μα­τή­σουν πε­νήν­τα πε­ρί­που μέτρα μα­κριά μας, το εμ­βα­τή­ριο θα δι­α­κο­πεί κι α­π’ την κα­τα­πα­κτή του πυρ­γί­σκου θα προ­βά­λει έ­νας αλ­λό­κο­τος τύ­πος με γυα­λιά, κά­σκα α­ε­ρο­πό­ρου και πού­ρο στο στό­μα.
«Ει­σήλ­θα­τε πα­ρά­νο­μα στο ε­θνι­κό έ­δα­φος της ξα­κου­στής Μα­κε­δο­νί­ας,» θα φω­νά­ξει ά­γρια. «Ε­μείς εί­μα­στε οι o­r­i­g­i­n­al α­πό­γο­νοι του με­γά­λου Α­λέ­ξαν­δρου. Ε­σείς τι εί­στε; Τί­πο­τα δεν εί­στε!­».
«Δεν εί-στε τί-πο-τα! Δεν εί-στε τί-πο-τα!» θ’ αρ­χί­σουν να φω­νά­ζουν ρυθ­μι­κά οι ξυ­πό­λυ­τοι η­λί­θιοι.
«Τι εί­ναι η ψυ­χή μας;» θα τους ρω­τή­σει αυ­τός α­π’ τον πυρ­γί­σκο.
«Τ’ ό­νο­μά μα­α­ας.­.­!» θ’ α­παν­τή­σουν οι η­λί­θιοι.
«Πα­ρα­χα­ράσ­σε­ται;»
«Ό­ο­ο­χι.­.­!»
«Πλα­στο­γρα­φεί­ται;»
«Ό­ο­ο­χι.­.­!»
«Η ι­στο­ρί­α μας; Πα­ρα­ποι­εί­ται; Αλ­λοι­ώ­νε­ται;»
«Ό­χι, ό­ο­ο­χι.­.­!»
«Δι­α­βά­στε ι­στο­ρί­α, ρε ά­σχε­τοι! Το αί­μα νε­ρό δεν γί­νε­ται. Ι­στο­ρί­α, ρε­ε­ε!» Και στρέ­φον­τας το πο­λυ­βό­λο ε­ναν­τί­ον μας θα ρω­τή­σει: «Ζει ο βα­σι­λιάς Α­λέ­ξαν­δρος;»
Θα τρα­βή­ξω πι­στό­λι και θα πυ­ρο­βο­λή­σω: γυα­λιά, μυα­λά, κά­σκα, πού­ρο, θα στρι­φο­γυ­ρί­σουν αρ­κε­τές φο­ρές στον α­έ­ρα μέ­χρι να πέ­σουν στο έ­δα­φος.­..
«Πή­δα!» θα φω­νά­ξω στον K­r­i­ll και θα ξε­κι­νή­σω σπι­νά­ρον­τας.
Θα μας κυ­νη­γή­σουν, αλ­λά γρή­γο­ρα θ’ α­πο­μα­κρυν­θού­με.
«Τι ή­ταν αυ­τοί, Λάρ­ρα;»
«Κά­ποι­οι που ψά­χνουν να βρουν τι εί­ναι επειδή δεν εί­ναι τί­πο­τα. Πα­λιά ι­στο­ρί­α, πού να σου ε­ξη­γώ.­.­.»


[1] Μακεδονία τού Αλεξάνδρου, το σύμβολο της χώρας...

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

14. Το φονικό στο piano-bar


(ακούγονται οι πρώτες νότες του πιάνου)
Α.­.! Η F­a­n­t­a­s­ie i­m­p­r­o­m­p­tu. Θα μου φέ­ρει δά­κρυ­α στα μά­τια· ο C­h­o­p­in θα ή­ταν α­πό τους α­γα­πη­μέ­νους μου. Θα προ­σπα­θή­σω να μη σκέ­φτο­μαι το θά­να­το· θα συγ­κεν­τρω­θώ στη μου­σι­κή. Ο A­l­f­r­ed θα εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κός δε­ξι­ο­τέ­χνης. Τα μα­κριά του δά­χτυ­λα θ’ α­πε­λευ­θε­ρώ­νουν δε­κά­δες α­νά­λα­φρες, πο­λύ­χρω­μες πε­τα­λού­δες που θα πε­τούν ο­λό­γυ­ρά μου, θα κα­λύ­πτουν τα χέ­ρια μου, το κορ­μί μου, θα μου χα­ϊ­δεύ­ουν το πρό­σω­πο, τα βλέ­φα­ρα. Θα πε­τούν στο χώ­ρο του υ­πο­γεί­ου, θα ζουν για λί­γες στιγ­μές, και με­τά θα πέ­φτουν α­πα­λά κι α­θό­ρυ­βα στο τσι­μεν­τέ­νιο δά­πε­δο.
‘Πό­σο ευ­αί­σθη­τη, πό­σο α­κρι­βή και σπά­νια εί­ναι η ζω­ή!’ θ’ α­να­λο­γι­στώ. ‘Πό­σο ευ­ά­λω­τοι εί­μα­στε.­.. Ζού­με σχε­δόν σαν α­πό θαύ­μα.’ Θα κλαί­ω βου­βά, θα θρη­νώ τον ε­αυ­τό μου, το θά­να­τό μου, για­τί δε θα υ­πάρ­χει άλ­λος να με θρη­νή­σει. ‘Μια με­τα­χει­ρι­σμέ­νη ο­δον­το­γλυ­φί­δα στα δά­χτυ­λα του θα­νά­του εί­μα­στε, που την τσα­κί­ζει α­δι­ά­φο­ρα.’ Οι κα­η­μέ­νες νό­τες-πε­τα­λού­δες θα βά­ζουν ό­λες μα­ζί τις ε­λά­χι­στες δυ­νά­μεις τους για να ση­κώ­σουν το βά­ρος που θα συν­θλί­βει το στή­θος μου και ω.., ναι! Θα τα κα­τα­φέ­ρουν για λί­γο. Ναι, η μου­σι­κή θα εί­ναι η μό­νη που θα μας πα­ρη­γο­ρεί για τον α­μεί­λι­κτο θά­να­το που μας πε­ρι­μέ­νει. Θα κά­νει λί­γο πιο υ­πο­φερ­τή τη θλι­βε­ρή ζω­ή μας.
Οι πε­τα­λού­δες θα πε­τούν γύ­ρω μου, θα γε­μί­ζουν με χρώ­μα­τα τα μά­τια μου, θ’ α­πο­κα­λύ­πτουν με τον ή­χο τους μια δρο­σε­ρή, πα­ρή­γο­ρη σι­ω­πή.
Ξαφ­νι­κά η πόρ­τα του υ­πο­γεί­ου θ’ α­νοί­ξει και θα ει­σβά­λει μια θο­ρυ­βώ­δης πα­ρέ­α πεντ’ έ­ξι αν­τρών και γυ­ναι­κών γύ­ρω στα τριά­ντα, φο­ρών­τας πα­νά­κρι­βα ρού­χα και κο­σμή­μα­τα, που δε θα ται­ριά­ζουν κα­θό­λου με το πε­ρι­βάλ­λον. Στο πρό­σω­πο ε­νός α­πό αυ­τούς θ’ α­να­γνω­ρί­σω τον ι­δι­ο­κτή­τη μιας πο­δο­σφαι­ρι­κής ο­μά­δας και γιο γνω­στού τρα­πε­ζί­τη. Μα­ζί τους θα έ­χουν και δύ­ο σω­μα­το­φύ­λα­κες με μαύ­ρα κου­στού­μια και μαύ­ρα γυα­λιά.
Ο Μπάρ­ντο θα τρέ­ξει να τους ε­ξυ­πη­ρε­τή­σει και να τους προ­σφέ­ρει τρα­πέ­ζι. Θα κά­τσουν, θα πα­ραγ­γεί­λουν σαμ­πά­νι­ες, ο γιος του τρα­πε­ζί­τη θα α­πλώ­σει κο­κα­ΐ­νη στο τρα­πέ­ζι και θα σνι­φά­ρουν ό­λοι. Θα εί­ναι ή­δη φτι­αγ­μέ­νοι. Οι μπρά­βοι τους θα στέ­κουν όρ­θιοι πί­σω τους στυ­γε­ροί κι α­νέκ­φρα­στοι με τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να στο στή­θος.
Θα στρα­φώ και πά­λι προς τον A­l­f­r­ed. Ό­μως ο γιος του τρα­πε­ζί­τη -που η θρα­σύ­τη­τα και η χυ­δαι­ό­τη­τα δε θα εύ­ρι­σκαν κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο πρό­σω­πο για να εκ­φρα­στούν α­πό το δι­κό του- θα βά­λει τα δά­χτυ­λά του στο στό­μα και θα σφυ­ρί­ξει πα­ρα­τε­τα­μέ­να μ’ ό­λη του τη δύ­να­μη. Ο A­l­f­r­ed θα κα­τορ­θώ­σει να δι­α­τη­ρή­σει τη συγ­κέν­τρω­σή του και να συ­νε­χί­σει.
Μαύ­ρη, κα­κή α­χλύς θ’ αρ­χί­σει να μα­ζεύ­ε­ται· θα δω το δο­κά­ρι της ο­ρο­φής και τους τοί­χους ραν­τι­σμέ­να με αί­μα­τα.
«Τι μα­λα­κί­ες μου­σι­κή εί­ναι αυ­τή που παί­ζεις! Παί­ξε κα­νέ­να b­e­at!» θα φω­νά­ξει με προ­κλη­τι­κή α­ναί­δεια και ε­ξορ­γι­στι­κή α­σχε­το­σύ­νη.
Ο A­l­f­r­ed για δεύ­τε­ρη φο­ρά θα τον α­γνο­ή­σει και θα συ­νε­χί­σει. Ο ά­ξε­στος άν­τρας ση­μα­δεύ­ον­τάς τον με μια σαμ­πά­νια, θα την α­νοί­ξει και θα τον πε­τύ­χει με το πώ­μα στο κε­φά­λι. Η πα­ρέ­α του θα χει­ρο­κρο­τή­σει για την ευ­στο­χί­α του και θα ξε­σπά­σει σε μα­νια­κά, α­ναί­σχυν­τα γέ­λια που θα τους φέ­ρουν δά­κρυ­α στα μά­τια. Ξαφ­νι­κά θα παύ­σει κά­θε ή­χος· τα πρό­σω­πά τους θα εί­ναι πα­ρα­μορ­φω­μέ­να· θα εί­ναι σαν να υ­πο­φέ­ρουν πο­λύ, σαν να θρη­νούν.  Η σκη­νή θα μου θυ­μί­ζει τη μνη­στη­ρο­φο­νί­α της Ο­δύσ­σειας. Ο A­l­f­r­ed θα έ­χει στα­μα­τή­σει και θα έ­χει α­κουμ­πή­σει ή­ρε­μα τις πα­λά­μες του στα γό­να­τά του.
Αυ­τό που θα συμ­βεί στη συ­νέ­χεια θα έ­χει ή­δη συμ­βεί. Το πε­πρω­μέ­νο θα εί­ναι πα­ρόν κα­τα­με­σής στην αί­θου­σα αλ­λά δε θα το βλέ­που­με, για­τί θα εί­ναι κα­τά­φω­ρα φα­νε­ρό.
Ο γιος του τρα­πε­ζί­τη και πρό­ε­δρος με­γά­λης πο­δο­σφαι­ρι­κής ο­μά­δας θα πλη­σιά­σει τον A­l­f­r­ed, θα βγά­λει έ­να μι­κρό, α­ση­μέ­νιο πι­στό­λι α­π’ την ε­σω­τε­ρι­κή τσέ­πη του σα­κα­κιού του και θα του το κολ­λή­σει στο μέ­τω­πο. Νε­κρι­κή η­συ­χί­α θα ε­πι­κρα­τή­σει στην αί­θου­σα. Οι μπρά­βοι θ’ αγ­γί­ξουν τις λα­βές των ό­πλων τους.
«Παί­ξε, b­e­at
Ο A­l­f­r­ed θα κά­θε­ται στη­τός και θα κοι­τά­ζει ί­σα μπρο­στά του με α­μεί­λι­κτη α­ξι­ο­πρέ­πεια.
«Παί­ξε ή θα πε­θά­νεις!»
Ού­τε βλέ­φα­ρο α­πό τον A­l­f­r­ed δε θα σα­λέ­ψει. Θα εί­ναι α­πο­φα­σι­σμέ­νος να πε­θά­νει πα­ρά να προ­δώ­σει τη μου­σι­κή. Ό­λοι θα κρα­τούν την α­να­πνο­ή τους. Θ’ α­κου­στεί τό­τε μια φω­νή που θα ’ρ­χε­ται α­πό πο­λύ μα­κριά, α­πό έ­ναν άλ­λον κό­σμο.­..
«Ά­φη­σε ή­συ­χο τον A­l­f­r­ed, και φύ­γε­τε α­πό το μα­γα­ζί ε­σύ και η πα­ρέ­α σου.»
Μ’ έκ­πλη­ξη θα δι­α­πι­στώ­σω ό­τι εί­ναι η δι­κή μου φω­νή. Θα πα­ρα­κο­λου­θώ μί­α-μί­α τις λέ­ξεις να βγαί­νουν α­βί­α­στα α­π’ το στό­μα μου μό­νες τους, λεί­ες, και να κρέ­μον­ται με­τέ­ω­ρες, ά­χρω­μες σαν πα­γε­ροί στα­λα­κτί­τες στο μέ­σον της αί­θου­σας. Οι μπρά­βοι θα τρα­βή­ξουν τα ό­πλα τους και θα με ση­μα­δέ­ψουν.
Ο γιος του τρα­πε­ζί­τη θα στρα­φεί με ύ­φος ει­λι­κρι­νούς α­πο­ρί­ας:
«Ποι­α μί­λη­σε;­!»
«Ε­γώ.­.­.»
«Θέ­λεις να πε­θά­νεις;»
«Ό­λοι θα πε­θά­νου­με.., αυτό είναι γνωστό. Ε­κεί­νο που μένει να μάθουμε εί­ναι ποι­ος α­π’ τους δυ­ό μας θα πε­θά­νει πρώ­τος»
Ο K­r­i­ll θα τρέ­ξει κον­τά μου:
«Λάρ­ρα, τρε­λά­θη­κες;! Ξέ­ρεις ποι­οι εί­ναι; Θα σε σκο­τώ­σουν· δεν α­στει­εύ­ον­ται!»
«Μην α­να­κα­τεύ­ε­σαι, K­r­i­ll. Δεν εί­ναι δι­κή σου δου­λειά. Πή­γαι­νε.­.­.» θα πω α­πο­μα­κρύ­νον­τάς τον. Θα κοι­τά­ξω το ρο­λό­ι μου και θα πω ή­ρε­μα προς τον γιο του τρα­πε­ζί­τη: «Σου δί­νω πέν­τε δευ­τε­ρό­λε­πτα να φύ­γεις ε­σύ κι η πα­ρέ­α σου.»
«Ποι­α στο δι­ά­ο­λο εί­σαι ’­συ;» θα με ρω­τή­σει.
Δε θα βια­στώ ν’ α­παν­τή­σω. Θα γε­μί­σω το πο­τή­ρι μου αρ­γά, θα πι­ω και με­τά θα πω:
«Εί­μαι κά­ποι­α που ά­κου­γε την α­γα­πη­μέ­νη της μου­σι­κή, και ήρ­θες ε­σύ -έ­να τσο­γλά­νι- και της στέ­ρη­σες την α­πό­λαυ­ση.»
«Θα σε σκο­τώ­σω.» θα πει στρέ­φον­τας το ό­πλο του ε­ναν­τί­ον μου.
«Δεν μπο­ρείς.­.­.» θα ψι­θυ­ρί­σω, «εί­μαι ή­δη νε­κρή.»
«Τι εί­πες;­!»
«­.­.­.»
Δε θα έ­χω βού­λη­ση, δε θα σκέ­φτο­μαι, δε θα αι­σθά­νο­μαι τί­πο­τα. Πα­νί­σχυ­ρες ρο­ές θα ξε­χυ­θούν μέ­σα στα μέ­λη μου και θα με συμ­πα­ρα­σύ­ρουν στην πε­λώ­ρια κο­σμι­κή χο­ρο­γρα­φί­α που ό­λοι μας χο­ρεύ­ου­με χω­ρίς να το θέ­λου­με και χω­ρίς να το ξέ­ρου­με. Το σώ­μα μου θα εί­ναι τυ­φλό όρ­γα­νο της μοί­ρας. Θ’ α­κού­ω κα­θα­ρά τη φω­νή και θα με συ­νε­παίρ­νει η πνο­ή που θ’ α­φη­γεί­ται τη ζω­ή μου. Θα ταυ­τί­ζο­μαι α­πό­λυ­τα με ό,τι μου εί­ναι γραμ­μέ­νο.
Μέ­σα σε μια στιγ­μή θα συμ­βούν ό­λα: Θα δω το σώ­μα μου να τι­νά­ζε­ται σε αρ­γή, α­έ­ρι­νη κί­νη­ση, να πε­ρι­στρέ­φε­ται, το χέ­ρι μου να γυ­ρί­ζει πί­σω στη μέ­ση μου και να τρα­βά το πι­στό­λι.­.. Θα δω τέσ­σε­ρις σφαί­ρες κα­τα­σκευ­α­σμέ­νες α­πό το πιο σκλη­ρό υ­λι­κό του κό­σμου -την ορ­γή- να βγαί­νουν α­πό την κά­νη προ­ω­θού­με­νες α­πό την πιο ε­κρη­κτι­κή ύ­λη – τον κα­τα­πι­ε­σμέ­νο θυ­μό δε­κα­ε­τι­ών! Θα τις δω να κα­τευ­θύ­νον­ται α­να­πό­τρε­πτα ε­ναν­τί­ον ε­κεί­νων που στέ­ρη­σαν τη μου­σι­κή α­πό τις ζω­ές μας και μας έ­κα­ναν δυ­στυ­χι­σμέ­νους. Οι δύ­ο πρώ­τες θα μπουν στα μά­τια του άν­τρα που ή­θε­λε τα b­e­at. Κι α­μέ­σως με­τά, τα μαύ­ρα γυα­λιά των δύ­ο μπρά­βων θα τι­να­χτούν μα­κριά σπα­σμέ­να στη μέ­ση α­πο­κα­λύ­πτον­τας τα έκ­πλη­κτα μά­τια τους και μί­α κόκ­κι­νη τρυ­πού­λα α­κρι­βώς στο πά­νω ση­μεί­ο της μύ­της, α­νά­με­σα στα μά­τια. 
Θα χρεια­στούν με­ρι­κά δευ­τε­ρό­λε­πτα μέ­χρι το κοι­νό της υ­πό­γειας αί­θου­σας να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τι α­κρι­βώς συ­νέ­βη.­.. Α­μέ­σως με­τά α­να­πο­δο­γυ­ρί­ζον­τας κα­ρέ­κλες και τρα­πέ­ζια θα στρι­μω­χτούν ό­λοι στην έξοδο και θα βγουν στον δρό­μο τρέ­χον­τας.
Στο ά­δει­ο υ­πό­γει­ο θα μεί­νου­με τρεις: ο A­l­f­r­ed, ο K­r­i­ll, κι ε­γώ· θα κοι­τα­ζό­μα­στε με­τα­ξύ μας, ε­νώ στα πό­δια μας θα κεί­τον­ται τρί­α πτώ­μα­τα.
«Εί­σαι πο­λύ κα­λός ε­κτε­λε­στής,» θα πει ο A­l­f­r­ed χα­μο­γε­λών­τας. «Πα­ρα­κα­λώ κα­θί­στε! Μας δι­έ­κο­ψαν, αλ­λά μην α­νη­συ­χεί­τε, θα ξα­να­παί­ξω το κομ­μά­τι α­πό την αρ­χή.»
Ο K­r­i­ll ό­μως θ’ α­νη­συ­χεί:
«Θα ’ρ­θουν οι μπά­τσοι.»
«Ό,τι και να γί­νει, η μου­σι­κή προ­η­γεί­ται.» θα πει α­πο­φα­σι­στι­κά ο A­l­f­r­ed.
Θα εί­ναι μια υ­πέ­ρο­χη ε­κτέ­λε­ση. Στο τέ­λος θα χει­ρο­κρο­τή­σω· θ’ α­νέ­βου­με πά­νω, θ’ α­πο­χαι­ρε­τή­σου­με τον A­l­f­r­ed, και θα κα­βα­λή­σου­με τη μο­το­συ­κλέ­τα. Κα­θώς θ’ α­πο­μα­κρυ­νό­μα­στε θ’ α­κού­σου­με πί­σω μας τις σει­ρή­νες των πε­ρι­πο­λι­κών που θα κα­τα­φθά­νουν στο p­i­a­no-b­ar ό­που θα εί­χε συμβεί το τρι­πλό φο­νι­κό.